Τρίτη 20 Δεκεμβρίου 2011

O NΕΟΜΑΡΤΥΣ ΕΥΓΕΝΙΟΣ ΡΟΝΤΙΟΝΩΦ(+23 ΜΑΙΟΥ 1996)

Ο Νεομάρτυρας Ευγένιος Ροντιόνωφ γεννήθηκε στις 23 Μαΐου 1977 κοντά στη Μόσχα-και συγκεκριμένα στο χωριό Κουρίλοβο, στην περιοχή της πόλεως Παντόλσκ-. Ήταν το μοναδικό παιδί της οικογένειας και βαπτίστηκε Ορθόδοξος Χριστιανός κατά την παιδική του ηλικία. Η μητέρα του ονομάζεται Λιουμπόβ (=αγάπη) Βασίλιεβνα.


Το 1989 η γιαγιά του πήρε τον μικρό Ευγένιο και τον πήγε στην Εκκλησία, για να εξομολογηθεί για πρώτη φορά και να μεταλάβει των αχράντων μυστηρίων. Ο ιερέας πρόσεξε ότι το παιδί δε φορούσε Σταυρό και κατά τη διάρκεια της εξομολόγησης του φόρεσε ένα Σταυρό, τον οποίο ο μικρός Ευγένιος δεν τον έβγαλε ποτέ από πάνω του· μάλιστα, έφτιαξε ένα χονδρό κορδόνι και τον πέρασε εκεί. Η μητέρα του, όταν είδε ότι φορούσε Σταυρό, τον προέτρεψε να τον βγάλει, διότι, όπως είπε, θα τον περιγελάσουν οι συμμαθητές του. Ο Ευγένιος δεν απάντησε, αλλά και δεν την υπάκουσε.

Όταν τελείωσε τις σπουδές του το 1994, εργάστηκε ως επιπλοποιός, επάγγελμα που του απέφερε πολλά έσοδα.
Στις 25 Ιουνίου του 1995 παρουσιάστηκε στο Στρατό και μετά τη βασική του εκπαίδευση, στις 13 Ιανουαρίου του 1996, τοποθετήθηκε στα συνοριακά φυλάκια Τσετσενίας-Ηγκουερίνας. Ακριβώς ένα μήνα μετά, στις 13 Φεβρουαρίου του 1996, αιχμαλωτίστηκε. Η αιχμαλωσία έγινε ως εξής: η στρατιωτική υπηρεσία έστειλε τέσσερις στρατιώτες-μεταξύ των οποίων και τον Ευγένιο-να κάνουν ελέγχους στα αυτοκίνητα που διέρχονταν από ένα συγκεκριμένο δρόμο. Δυστυχώς, οι αρμόδιοι έστειλαν τους στρατιώτες χωρίς να υπάρχει καμιά προηγούμενη οργάνωση (δεν υπήρχε καν φωτισμός) και καμιά ασφάλεια. Από αυτόν το δρόμο περνούσαν πολύ συχνά Τσετσένοι μεταφέροντας όπλα, αιχμαλώτους και ναρκωτικά. Τη νύχτα εκείνη πέρασε από εκείνο το δρόμο ένα ασθενοφόρο. Όταν οι στρατιώτες το σταμάτησαν για έλεγχο, ξαφνικά μέσα από αυτό πετάχτηκαν πάνω από δέκα Τσετσένοι, πολύ καλά οπλισμένοι. Ακολούθησε συμπλοκή και οι Τσετσένοι συνέλαβαν και τους τέσσερις στρατιώτες. Αυτό έγινε στις 3 τη νύχτα. Στις 4 η ώρα ήρθαν άλλοι στρατιώτες για αλλαγή φρουράς· φυσικά δεν τους βρήκαν και κατάλαβαν αμέσως τι είχε συμβεί. Μετά από λίγες μέρες η υπηρεσία του στρατού ενημέρωσε τους γονείς των στρατιωτών για την εξαφάνισή τους. Η μητέρα του Ευγένιου κατάλαβε ότι δεν πρόκειται για εξαφάνιση, αλλά για αιχμαλωσία, και πήγε με κίνδυνο της ζωής της στην Τσετσενία, για να βρει το παιδί της. Έφτασε στην πόλη Χαγκαλά και μετά από πολλές προσπάθειες ήρθε σε επαφή με τους αρχηγούς διαφόρων αντάρτικων ομάδων της Τσετσενίας προσπαθώντας να μάθει για την τύχη του Ευγένιου, διότι γνώριζε ότι οι Τσετσένοι δε σκοτώνουν αμέσως τους αιχμαλώτους, αλλά περιμένουν μήπως πάρουν λίτρα και τους ελευθερώσουν. Οι ίδιοι οι Τσετσένοι της είπαν ότι ο γιος της ζούσε, αλλά ήταν αιχμάλωτος και σιώπησαν με νόημα προσπαθώντας να υπολογίσουν πόσα χρήματα μπορούσαν να αποσπάσουν από αυτήν. Εκείνον τον καιρό ένας ζωντανός στρατιώτης αιχμάλωτος στοίχιζε 10.000 δολάρια, ενώ ένας αξιωματικός 50.000. Όταν κατάλαβαν ότι δεν πρόκειται να κερδίσουν αρκετά χρήματα, αποφάσισαν να τον σκοτώσουν. Η μητέρα του πήγε παντού για να τον ψάξει, πέρασε από χωριά, από δρόμους με νάρκες, από μέτωπα συγκρούσεων, γνώρισε πολλούς αξιωματικούς Τσετσένους και, όπως η ίδια λέει, «πέρασα από όλους τους κύκλους του άδη».


Από την πρώτη μέρα της αιχμαλωσίας του Ευγένιου, που διήρκησε 100 ημέρες, οι αντάρτες, επειδή είδαν ότι φοράει Σταυρό, προσπάθησαν να τον κάμψουν ψυχικά, ώστε να καταφέρουν-αν ήταν δυνατό-να τον αναγκάσουν να αρνηθεί την πίστη του, να βγάλει το Σταυρό, να γίνει μουσουλμάνος και να τον κάνουν δήμιο και φονιά των άλλων Ρώσων αιχμαλώτων. Ο Ευγένιος, βέβαια, αρνήθηκε όλες τις προτάσεις και, παρά τους συνεχείς ξυλοδαρμούς, τα πάμπολλα βασανιστήρια και τις υποσχέσεις ότι θα ζήσει αν βγάλει το σταυρό του, δεν μπόρεσαν να τον κάμψουν.

Αργότερα, οι ίδιοι οι αρχηγοί των ανταρτών είπαν στη μητέρα του: «εάν ο γιος σου γινόταν σαν ένας από εμάς, δε θα τον αδικούσαμε».


Στις 23 Μαΐου του 1996, δηλαδή την ημέρα των γενεθλίων του, πήραν τους τέσσερις αιχμαλώτους στρατιώτες, μεταξύ των οποίων και τον Ευγένιο, για να τους σκοτώσουν. Πρώτα σκότωσαν τους τρεις συναιχμαλώτους του. Έπειτα, πρότειναν για τελευταία φορά στον Ευγένιο να βγάλει το Σταυρό λέγοντας ότι «ορκιζόμαστε στον αλλάχ ότι θα ζήσεις». Ο Ευγένιος και πάλι αρνήθηκε και τότε υπέστη το φρικτό του μαρτύριο. Τον έσφαξαν με μαχαίρι κόβοντας εντελώς το κεφάλι του, αλλά δεν τόλμησαν να βγάλουν το Σταυρό από το λαιμό του. Τον έθαψαν μεν με το σταυρό, αλλά χωρίς το κεφάλι.

Τελικά, η μητέρα του βρήκε τον Ευγένιο μετά από εννέα μήνες. Και πάλι ζήτησαν οι Τσετσένοι 4000 δολάρια για να της δώσουν το λείψανο. Της έδωσαν και βιντεοκασέτα με το μαρτύριο του γιου της και της διηγήθηκαν οι ίδιοι την πορεία της αιχμαλωσίας του και τα βασανιστήρια.

Η μητέρα του Ευγένιου πούλησε το διαμέρισμά της και ό,τι άλλο μπορούσε-μέχρι και ρούχα-για να μπορέσει, αφενός μεν να δώσει τα λίτρα, αφετέρου δε να ανταπεξέλθει στα έξοδα εκταφής, ειδικού φέρετρου, μεταφοράς κλπ., τα οποία δεν ήταν και λίγα.

Τελικά στις 20 Νοεμβρίου του 1996 μετέφερε το λείψανο στο χωριό τους και το έθαψε στο κοιμητήριο. Μετά από λίγες μέρες ο πατέρας του Ευγένιου πέθανε δίπλα στο μνήμα από τη λύπη του.

Αμέσως, σε διάφορες περιοχές της Ρωσίας ο άγιος μάρτυρας Ευγένιος άρχισε να εμφανίζεται και να κάνει θαύματα. Παρακάτω παραθέτουμε ορισμένες μαρτυρίες και θαυμαστές επεμβάσεις:


Ένα κοριτσάκι που έμενε σε Ορθόδοξο ορφανοτροφείο διηγήθηκε ότι της εμφανίστηκε κάποτε ένας ψηλός στρατιώτης με κόκκινο μανδύα, ο οποίος της είπε ότι είναι ο Ευγένιος, την έπιασε από το χέρι και τη οδήγησε στην Εκκλησία. Το κοριτσάκι λέει: «παραξενεύθηκα που φορούσε κόκκινο μανδύα, διότι οι στρατιώτες δε φορούν σήμερα τέτοιο μανδύα, και σκέφτηκα ότι αυτός πρέπει να είναι ο μανδύας του μάρτυρα».

Σε πολλές Εκκλησίες έχουν δει ένα στρατιώτη με πύρινο μανδύα, ο οποίος βοηθάει τους αιχμαλώτους στην Τσετσενία να δραπετεύσουν από την αιχμαλωσία τους και να διαφύγουν από κάθε κίνδυνο, όπως νάρκες κλπ.

Σε ένα νοσοκομείο τραυματιών πολέμου οι τραυματισμένοι στρατιώτες πιστοποιούν ότι ένας άγιος μάρτυρας Ευγένιος τους βοηθάει, ειδικά όταν πονάνε πολύ. Όταν κάποιοι από αυτούς πήγαν στο Ναό του Σωτήρος στη Μόσχα, είδαν την εικόνα του μάρτυρα και αναγνώρισαν αυτόν που τους βοήθησε.

Το στρατιώτη με τον κόκκινο μανδύα τον γνωρίζουν και οι φυλακισμένοι. Κυρίως βοηθάει τους πολύ καταβεβλημένους και συντετριμμένους ψυχικά λόγω της φυλακίσεως τους.

Το 1997 με ευλογία του Πατριάρχη Αλεξίου εκδόθηκε ένα βιβλίο με τίτλο «Νέος μάρτυς του Χριστού στρατιώτης Ευγένιος». Ένας ιερέας ονόματι Βαντίμ Σκλιαρένσκο από το Ντνεποπετρόφκ έστειλε στο Πατριαρχείο μία αναφορά όπου έγραφε ότι το εξώφυλλο του βιβλίου με τη φωτογραφία του αγίου μυροβλύζει.

Μετά από τρία χρόνια και τρεις μήνες ο αρχηγός και όλη η ομάδα του, οι σφαγείς του Ευγένιου, σκοτώθηκαν από τους ίδιους τους Τσετσένους μετά από εμφύλιες αντιπαραθέσεις.

Καθ' όλη τη διάρκεια του χρόνου, αλλά περισσότερο την ημέρα του Μαρτυρίου του, στις 23 Μαΐου, έρχονται για προσκύνημα στο τάφο του πολλοί πιστοί και αναφέρονται πολλά θαύματα.

π.ΒΗΣΣΑΡΙΩΝ ΚΟΡΚΟΛΙΑΚΟΣ.

π.ΒΗΣΣΑΡΙΩΝ ΚΟΡΚΟΛΙΑΚΟΣ. ΤΟ ΜΗΝΥΜΑ ΕΝΟΣ ΑΓΙΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ

undefined
Ἀρχιμ. π. Βησσαρίων Κορκολιάκος, ὁ Πνευματικός, ὁ Ἀγαθωνίτης

ΠΡΟΟΙΜΙΟΝ
        «Ἰησοῦς Χριστός, χθές καί σήμερον ὁ αὐτός καί εἰς τούς αἰώνας», λέγει ὁ ἱερός συγγραφέας τῆς πρός Ἑβραίους Ἐπιστολῆς (ιγ’ 8). Ὁ Χριστός δηλαδή, ἡ πηγή τῆς ζωῆς καί τῆς ἁγιότητας, δέν περιορίζει τή χάρη Του μόνο σέ κάποιες ἐποχές ἤ σέ κάποιους ἀνθρώπους. Δέν εἶναι προσωπολήπτης ὁ Θεός (Ρωμ. β’ 11) οὔτε ὑπάρχει μεροληψία σ’ Αὐτόν.
Παντοῦ καί πάντοτε, ὅπου βρεῖ κατάλληλο καί εὔφορο πνευματικά ἔδαφος, σπέρνει τόν λόγο  Του, τόν ποτίζει μέ τή χάρη Του καί τόν αὐξάνει μέ τήν εὐλογία Του. Ἔτσι λοιπόν σέ κάθε λαό μέ τήν χάρη καί τό φωτισμό τοῦ Αγ. Πνεύματος «οἱ δίκαιοι, ἡ καλή γῆ τοῦ Εὐαγγελίου, καρποφορούσιν ἐν ὑπομονῇ, τριάκοντα καί ἑξήκοντα καί ἑκατόν» (Λουκ. η’ 15). Αὐτό συνέβη καί μέ τόν π. Βησσαρίωνα Κορκολιάκο, τόν Πνευματικό.

ΣΥΝΤΟΜΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

      Ὁ π. Βησσαρίων Κορκολιάκος Ἱερομόναχος -Αρχ/της, κατά κόσμον Ἀνδρέας,  γεννήθηκε στό Πεταλίδι τῆς Μεσσηνίας, τό 1908,  ἀπό εὐσεβείς γονείς, τόν Δημοσθένη καί τή Βενέτα. Ἦταν ἐκλεκτός γόνος Ὑπερπολύτεκνων ἀπό 12 ἀδέλφια, ἀπό τά ὁποία ἀλλα δύο ὑπῆρξαν Μοναχοί.

      Πόθος του βαθύς ἀπό τῆς παιδικῆς του ἀκόμη ἡλικίας ήταν νά ὑπηρετήση τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.Ἐκάρη πολύ νέος μοναχός στήν ἱερά μονή Δημιόβας στήν Καλαμάτα τῆς Μεσσηνίας τό 1920.  Χειροτονήθηκε διάκονος στήν Καλαμάτα από τόν Μητροπολίτη Μεσσηνίας Μελέτιο τό 1933 καί πρεσβύτερος τό 1935 στήν Κυπαρισσία ἀπό τόν Μητροπολίτη αὐτῆς Ἀνδρέα.

      Μετά τή χειροτονία του ἀναχώρησε γιά νά ἔλθει στή Μητρόπολη Καρδίτσας, ὅπου διορίσθηκε ἐφημέριος στό χωριό Προάστιο τό 1935. Στό Προάστιο παρέμεινε 10 χρόνια (1945). Από κεί μετατίθεται και διορίζεται τελικά ἡγούμενος στό Μοναστήρι τῆς Παναγίας στό Δεμερλί (Παλαιοφάρσαλος). Μέ ὀρμητήριο τήν Ιερά Μονή ὀργανώνει τά κατηχητικά σχολεία, προΐσταται τῶν ἱδρυμάτων τῆς πόλης καί συμπαρίσταται με ὅλες τίς δυνάμεις στό δοκιμαζόμενο ἀπό τίς κακουχίες λαό τῆς περιοχῆς του. Παραμένει ἐκεῖ μέχρι τό 1951, ὁπότε ἔρχεται στή Μητρόπολη Φθιώτιδος καί ἐγγράφεται στήν Ι. Μονή Ἀγάθωνος.

      Ἦταν ἰδιαίτερα χαρισματικός στήν ἐπικοινωνία μέ τούς ἀνθρώπους καί εἶχε κερδίσει τήν ἐκτίμηση καί ἐμπιστοσύνη τους, εἰδικά ὠς πνευματικός καί εξομολόγος.  Ἦταν πολύ ἐλεήμων καί φιλόπτωχος. Δέν κρατοῦσε τίποτα γιά τόν ἐαυτό του καί προσπαθοῦσε  νά πείθει ἀνθρώπους, πού τούς περίσσευαν τά ἀγαθά, νά τοῦ τά δίνουν, γιά νά τά μοιράζει στούς ἀπόρους, στούς ἁρρώστους καί γενικά σ΄ αὐτούς πού εἶχαν ἀνάγκη.

     Κατά γενική ὁμολογία, ὅσων τόν ἐγνώρισαν, ἦταν ταπεινός, ἥσυχος, εὐγενής, πιστός, ἐνάρετος. Ἄριστος πνευματικός. Στό πετραχήλι του ἀναπαύθηκαν χιλιάδες ψυχές.

     Περιόδευε ἀκούραστα ὅλες τίς πόλεις καί τά χωριά τῆς Φθιώτιδος, ἰδίως κατά τίς περιόδους τῶν Τεσσαρακοστῶν, Χριστούγεννα καί Πάσχα .

     Ὑπήρξαν μέρες πού ἐξομολογοῦσε ἀπό τό πρωί ως τό βράδυ, πολλές φορές νηστικός καί πάμπολλες μέ κάτι πρόχειρο, πού ἔτρωγε στό ἐξομολογητήριο, θεωρού­μενος καί πιστευόμενος ἀπό τά πολλά πνευματικά του τέκνα ὡς «ἅγιος» ἤδη ζῶν!Μάλιστα ἐξεδόθη βιβλίο γιά τήν ζωή καί τήν δράση του στήν περιοχή Καρδίτσας τό 1978.

    Ὁ ἅγιος αὐτός Ἱερομόναχος, κατά τήν ἀνακομιδή του εὑρέθη ἄφθαρτος καί ἀκέραιος. Ἐφυλάσσετο ἀπό τόν Θεό ἐπί 15 χρόνια μετά τήν ὀσιακή κοίμησή του στήν Ἱερά Μονή τοῦ Ἀγάθωνος, γιά νά ἐμφανισθεῖ στήν ἐποχή, πού βάλλεται πανταχόθεν τόσο ἡ πίστη ὅσο και ἡ Ἐκκλησία, καί νά μεταδώσει στό λαό τοῦ Θεοῦ τήν ἀσφάλεια τῆς ἁγιότητος καί τήν ἐλπίδα τῆς πίστεως, ὅπως ὁ ἴδιος τήν ἐβίωσε καί τήν ἐδίδαξε.

     Ἕνας πτωχός, ἄσημος καί ἀδύναμος κατά κόσμον ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, μέ τήν ἀφθαρσία τοῦ λειψάνου του καί τήν εὐωδία τῆς ἁγιότητός του, ἀναλαμβάνει νά ντροπιάσει τούς ἐχθρούς τοῦ Θεοῦ καί νά στηρίξει στήν ὁδό τοῦ πνευματικοῦ ἀγῶνος τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας.

ΑΝΑΚΟΙΝΩΘΕΝ του Σεβ/του Μητροπολίτου Φθιώτιδος Κ. κ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ

    Ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Φθιώτιδας κ. κ. Νικόλαος μέ σύ­νεση καί μεγάλη διάκριση, ὑπό πά­ντων ἐπαινούμενη, παρακολούθησε καί ἀντιμετώπισε τό μέγα θέμα (τοῦ  π. Βησσαρίωνος) πού συγκλόνισε τήν Εκκλησία μας καί πού ἔλαβε παγκόσμιες διαστάσεις. Σέ ἀνακοίνωσή του δήλωσε τότε  τά ἐξης:

    «Διά  τήν ἑρμηνεία τοῦ παραδόξου τούτου φαινομένου, τό ὁποῖο ἐπί 20 καί πλέον ἡμέρες ἀπασχολεῖ τήν ἑλληνική εἰδησεογραφία καί εὐρέως συζητεῖται καί σχολιάζεται, ἀφοῦ πρῶτα ἐκρατήσαμε μακριά ἀπό τόν λαό τό ἱερό λείψανο καί ἀπομονώσαμε αὐτό σέ ἕνα ἀσφαλῆ χῶρο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς, ἐζητήσαμε ἀμέσως τήν γνώμη τῆς ιατρικῆς ἐπιστήμης, ἡ ὁποία διά στόματος ἐγκρίτων ἐπιστημόνων ἰατρῶν ἀπεφάνθη ὅτι “πρόκειται περί παραδόξου καί ἐπιστημονικῶς δυσερμηνεύτου φαινομένου”.

    Μετά τήν ἐπιβαλλόμενη ἀναμονή καί σιωπή καί ἐκτιμήσαντες τά στοιχεῖα πού ὁριοθετοῦν τήν ἱερότητα τοῦ ὅλου θέματος,  ἀκόμη δέ λαβόντες ὑπ’ ὄψιν τήν μαρτυρία τῆς συνειδήσεως τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ὁμοφώνως ὁμιλεῖ περί τῆς ἁγίας ζωῆς  τοῦ ἐλεήμονος, ἁπλοῦ, ταπεινοῦ καί ἀγαθοῦ Ἱερομονάχου, ἀκολουθήσαμε τήν παράδοση καί τάξη τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας, ἡ ὁποία κάθε νεκρό θεωρεῖ ἱερό, πολύ δέ περισσότερο κάθε ἐνάρετο Μοναχό, καί ἐνα-ποθέσαμε ταπεινά, σεμνά καί χωρίς τελετή τό φέρετρο καί τό τίμιο λείψανο, ὅπως εἶναι  καί εὑρίσκεται, σέ νέο τόπο, σέ μιά γωνιά ἐνός μικροῦ παρεκκλησίου τῆς Μονῆς, ὅπου παλαιότερα ὑπῆρχαν τάφοι ἀδελφῶν διά νά ἀναπαύεται εἰς τήν ἀγκαλιά τοῦ Θεοῦ.

    Δέν ἀπονέμουμε τιμές ἁγίου, οὔτε σπεύδουμε νά διακηρύξουμε τά θαυμαστά, τά ὁποία συνέβησαν καί συμβαίνουν γύρω ἀπό τόν ἀείμνηστο, διά τά ὁποία βοᾶ ἡ Φθιώτιδα, οὔτε ἐγκρίνουμε τίς ὑπερβολές καί τόν ἐπιφανειακό ἐνθουσιασμό, ἀλλά ἀναμένουμε τί θά οἰκονομήσει ἡ Πρόνοια τοῦ Θεοῦ μέσα στή διαδρομή τῶν καιρῶν. Τό μέγα θαῦμα τῆς παρούσης ὑποθέσεως εἶναι, ὅτι μέ τό παράδοξο γεγονός τοῦ λειψάνου τοῦ πατρός Βησσαρίωνος δόθηκε ἡ εὐκαιρία στό λαό τοῦ Θεοῦ παγκοσμίως, νά γνωρίσει τήν ζωή του, ἡ ὁποία ὄντως ὑπῆρξε ἁγιασμένη, χριστομίμητη καί θαυμαστή.

    Παρακαλοῦμε τούς δημοσιογράφους καί τούς συνομιλητές τους στά μέσα ἐνημέρωσης νά μή ἐπιτρέπουν εὐτελισμό καί ἐμπορευματοποίηση τέτοιων ἱερῶν καί μεταφυσικῶν ζητημάτων, διά τά ὁποία, ἐκτός ἀπό τούς εἰδικούς ἐπιστήμονες ἔχει καί ὁ πιστός λαός τή δική του ἀντικειμενική καί ἀνεπηρέαστη κρίση.
    Ἐπαναλαμβάνουμε καί τονίζουμε ὅτι ἡ Ἱερά Μητρόπολη Φθιώτιδας καί ἡ Ἱστορική Ἱερά Μονή Ἀγάθωνος θά κρατήσουν ἐκκλησιαστική καί ὑπεύθυνη στάση εἰς τό θέμα, χωρίς νά παρασύρονται οὔτε ἀπό τόν αὐθορμητισμό τῶν πιστῶν, οὔτε ἀπό τήν ἐπικριτική στάση τῶν ἀμφισβητιῶν. “Χρόνος ἀληθείας πατήρ”.
                             ΙΑΤΡΙΚΗ  ΓΝΩΜΑΤΕΥΣΗ των Ιατρών της Λαμίας

    Ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Φθιώτιδος Κ. κ. Νικόλαος προκειμένου νά ἀφοπλίσει ὅλο αὐτό τό συρφετό τῶν ἀπίστων, ὁ ὁποῖος  προσπαθοῦσε μέ τά Μ.Μ.Ε νά ἀμαύρωσει τό θαυμαστό γεγονός τῆς ἀφθαρσίας, κάλεσε  τέσσερεις διακεκριμένους ἐπιστήμονες τῆς πόλεώς Λαμίας, οἱ ὁποῖοι ἀπεφάνθησαν τά ἑξῆς:

    «Σήμερα Τετάρτη 8 Μαρτίου 2006 καί ὤρα 17.00 προσήλθαμε, στήν Ἱερά Μονή Ἀγάθωνος κατόπιν προσκλήσεως τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Φθιώτιδος Κ.κ. Νικολάου καί τοῦ Καθηγουμένου τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Πανοσιολογιωτάτου Αρχιμανδρίτου π. Δαμασκηνοῦ, οἱ κάτωθι ἰατροί: κ. Δημήτριος Οἰκονόμου, Παθολόγος, Γεώργιος Νερολής, Παθολόγος, Ἀθανάσιος Ἀργυρίου, Δερματολόγος καί Ἰωάννης Ἐμμανουηλίδης, Χειρουργός. Προχωρήσαμε σέ ἐπίσκεψη καί ἐπισκόπηση τοῦ μετά 15ετία ἐκταφέντος σκηνώματος τοῦ μακαριστοῦ πατρός Βησσαρίωνος Κορκολιάκου (θανόντος τήν 22/1/1991 καί ἐκταφέντος τήν 3/3/2006).

ΓΕΝΙΚΗ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ

     Πρόκειται περί ὁλόσωμου σκηνώματος ἐντός ἀφθάρτου ξύλινου φερέτρου, περιβαλλόμενο ἀπό ἄφθαρτα καί εἰς ἀρίστη κατάσταση εὑρισκόμενα ἱερά ἄμφια ὡς καί ὑποδήματα.

     Ὁ σταυρός καί ἡ ἁλυσίδα, πού φέρει, ἔχουν ὑποστεῖ ἐλαφρά ὀξείδωση. Στό δεξιό ἄνω ἄκρο (ἄκρα χείρα) συγκρατεῖ ἰσχυρά τό μικρό Εὐαγγέλιο, μέ τό ὁποῖο εἶχε συνταφεῖ καί ἦταν ἀδύνατη ἡ ἀπόσπασή του!!!
ΠΑΡΑΤΗΡΩΝΤΑΣ ΤΟ ΣΚΗΝΩΜΑ 

     Κεφαλή–Πρόσωπο, εἶναι σέ καλή κατάσταση, διατηρουμένων τῶν χαρακτηριστικῶν του προσώπου, μέ μικρές ἀλλοιώσεις ἐκ τοῦ οἴνου καί ἐλαίου τῆς ταφῆς. Βλέφαρα, ἀκροβλέφαρα καί βλεφαρίδες ὑπῆρχαν, μύτη φέρουσα ἀλλοίωση στό ἀκρορίνιο.

    Ὑπαρκτές εἶναι καί οἱ τρίχες τοῦ μύστακος καί τοῦ πώγωνος. Ὦτα μέ ἀφυδατωμένα χόνδρους καί ἐπιδερμίδα, ἀλλά σέ καλή κατάσταση.

     Ὁ τράχηλος ἐμφανίζεται μέ ἀκέραιο δέρμα, διακριτές σφαγίτιδες φλέβες καί στερνοκλειδομαστοειδεῖς μύες. Επίσης καί ο θυρεοειδής χόνδρος και οι ἄλλοι χόνδροι τοῦ λάρυγγος καλύπτονται ἀπό ἀφυδατωμένο χωρίς ἀλλοιώσεις δέρμα.

     Ὁ κλωβός τοῦ θώρακος καθώς καί τό κύτος τῆς κοιλίας φαίνονται ἀφυδατωμένα καί συρρικνωμένα (ἐλλιπής ἡ παρατήρηση λόγω ἐνδυμάτων)­.

      Ἄκρες χεῖρες ἀφυδατωμένες σέ ἄριστη κατάσταση.

     Κάτω ἄκρα ἀκέραια, καλυπτόμενα ὑπό δέρματος μέ ὁρατούς τένοντες τοῦ ἄκρου ποδός­.

     Τό χρῶμα τοῦ δέρματος εἶναι ὠχροκίτρινο καί ἡ ὑφή τοῦ ἀφυδατωμένη.

     Ἡ ὡς ἄνω περιγραφή δέν εἶναι πλήρης καί εἰδική, διότι τό σῶμα καλύπτεται κατά 90% ἀπό ἱερά ἄμφια, ἡ ἀφαίρεση τῶν ὁποίων πιθανόν νά δυσκόλευε τό ἔργο τοῦ εἰδικοῦ πραγματογνώμονα, στήν διάθεση τοῦ ὁποίου τίθεται ἡ ἐκτίμησή μας.

     Ἐπισκεφθήκαμε ἀκόμα καί τό χῶρο τῆς ταφῆς καί διαπιστώσαμε ὅτι πρόκειται περί πανταχόθεν κλειστοῦ τάφου εὑρισκομένου ἐντός δωματίου (ἐξομολογητήριο). 

ΟΙ ΕΞΕΤΑΣΑΝΤΕΣ ΙΑΤΡΟΙ 

Δημήτριος Οἰκονόμου                                             Ἀθανάσιος Ἀργυρίου

Παθολόγος                                                        Δερματολόγος             
 Ἰωάννης Ἐμμανουηλίδης                                       Γεώργιος Νερολής

Χειροῦργος                                                             Παθολόγος

                         ΙΑΤΡΙΚΗ  ΓΝΩΜΑΤΕΥΣΗ του Ιατροδικαστού +Παν. Γιαμαρέλου 

        Ο αείμνηστος πλέον τώρα, έμπειρος Ιατροδικαστής Παναγιώτης Γιαμαρέλος εκλήθη από τον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Φθιώτιδος κ. ΝΙΚΟΛΑΟ και «επισκέφθηκε το Μοναστήρι του Αγάθωνα το Σάββατο 11 Μαρτίου 2006. Εξήτασε μακροσκοπικώς το λείψανο του μακαριστού γέροντος π. Βησσαρίωνος και υπέβαλε εξασέλιδη γνωμάτευση στον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη, στην οποία δηλώνει ότι <…πρόκειται περί παραδόξου και ανεξηγήτου επιστημονικώς θέματος…> Και καταλήγει: <ερευνήσας το σκήνωμα του μακαριστού π. Βησσαρίωνος διεπίστωσα παράδοξον και μοναδικόν φαινόμενον κατά την διάρκειαν της υπερπεντηκονταετούς σχεδόν ιατροδικαστικής μου υπηρεσίας και καριέρας, δηλαδή διατηρήσεως ανθρωπίνου σώματος (σκηνώματος), ενδυμάτων (ιερών αμφίων), υποδημάτων, ως και φερέτρου επί μίαν ολόκληρον δεκαπενταετίαν, σχεδόν ανέπαφον από την ακατανίκητον φθοράν του χρόνου. Πρόκειται περί δυσεξηγήτου φαινομένου, το οποίον μόνον ο επερχόμενος χρόνος θα διερμηνεύση οπωσδήποτε αλαθήτως>» (Εφημ. Καθημερινή Φθιώτιδα, Τρίτη 14 Μαρτίου 2006). Ο εν λόγω ιατροδικαστής απέκλεισε από την πρώτη στιγμή το ενδεχόμενο της μουμιοποίησης για το λείψανο του π. Βησσαρίωνος. «Δεν πρόκειται για μουμιοποίηση, είπε. Το μουμιοποιημένο σώμα μυρίζει. Αυτό έχει όψη ανθρώπου που νομίζεις ότι θα σηκωθεί και θα σου μιλήσει. Έχει μάγουλο! Δεν έχω ξαναδεί κάτι τέτοιο στην περισσότερο από  πεντηκονταετή καριέρα μου»

(PRESS TIME, Τετάρτη 15 Μαρτίου 2006). 
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΚΑΙ ΣΧΟΛΙΑ γιά τή  Ζωή του 

     Α) Προκαταρτικά: 

    Ἕνας ὅσιος καί δίκαιος ὑπῆρξε καί ὁ π. Βησσαρίων Κορκολιάκος. Κατάφορτο τό πλοῖο τῆς προσωπικῆς του ζωῆς ἀπό τούς εὔχυμους καρπούς τοῦ Ἄγ. Πνεύματος.

Πέρασε ἀνάμεσά μας ἥσυχα καί ἀθόρυβα καί ἐλλιμενίστηκε πλέον στόν ὑπήνεμο λιμένα τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν. Ἱεραπόστολος καί ἀσκητής, ἐφημέριος καί μοναχός, ὑποτακτικός καί πνευματικός. Χαρίσματα ἐξωτερικά, ὄχι ἐντυπωσιακά, «ἀρεστή ὅμως ἥν τῷ Θεῷ ἡ ψυχή αὐτοῦ» (Σοφ. Σολ. δ’ 14), διότι εἶχε ἐσωτερική θαυμαστή ζωή καί κατά Θεόν προκοπή εἰς τόν «ἔσω ἄνθρωπον» (Ρωμ. ζ’ 22). Μέσα στό ὀστράκινο σκεῦος (Β’ Κόρ. δ’ 7) τοῦ ταπεινοῦ αὐτοῦ λευίτη ὑπῆρχε ὁ θησαυρός τοῦ αγ. Πνεύματος καί «ὕδωρ ἀλλόμενον εἰς ζωήν αἰώνιον» (Ἰωάν. δ’ 14), πού ξεδιψοῦσε ὅσους τόν πλησίαζαν.  Περίεργο πράγμα! Ἐνῶ ὅλοι, ὅσοι τόν γνώρισαν, καταθέτουν τήν ἀγαθή καί εὐμενή μαρτυρία τους γιά τόν δοῦλο τοῦ Θεοῦ, οἱ ἀγνοοῦντες πρόσωπα καί πράγματα  τολμοῦν νά ἐγείρουν ἀμφιβολίες γιά τό ποιόν τοῦ ἀνδρός καί τήν ἐτυμηγορίαν τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ.

     Ὁ π. Βησσαρίων ἐσφράγισε μιά ἐποχή καί μία περιοχή. Ἐχάραξε πίσω του μιά φωτεινή διαδρομή. Μίλησε στήν καρδιά τοῦ λαοῦ μας καί τό ὄνομά του γράφτηκε μέ χρυσά γράμματα στίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων. Ὄχι ὅτι ἀπό αὐτόν ἐπήγαζε τό καλό, ἀλλά διότι ὑπῆρξε «καλός οἰκονόμος ποικίλης χάριτος τοῦ Θεοῦ» (Α’ Πέτρ.  δ’ 10) καί διαχειρίστηκε ταπεινά καί ἀγαπητικά τή χάρη τῆς Ἱερωσύνης καί τή χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἐδόξασε τό Θεό καί ὁ Θεός τόν ἐχαρίτωσε καί τόν ἀντιδόξασε. «Τούς δοξάζοντάς με δοξάσω, λέγει ὁ Κύριος» ( Α’ Βασ. β’ 30). Ὠφέλησε καί δέ πρόσβαλε καί δέ σκανδάλισε τόν ἅγιο λαό τοῦ Θεοῦ καί ὁ λαός μας τόν ἀγάπησε καί τόν ἐτίμησε. Ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἄνω καί ἐκ τῆς γῆς κάτω, ἀπόφαση τοῦ Θεοῦ, «σημεῖον τοῦ οὐρανοῦ» καί φωνή τοῦ λαοῦ, συναντήθηκαν στό πρόσωπο τοῦ Γέροντος Βησσαρίωνος, τοῦ «Βραχνοῦ», καί διεφημίσθη στά πέρατα τῆς γῆς ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ τῶν Χριστιανῶν καί ἡ χάρη τῆς Ὀρθοδοξίας. Αὐτό πού θά ἤθελε ὁ π. Βησσαρίων νά φωνάξει, ὅσο ζοῦσε, σέ ὅσο τό δυνατόν περισσοτέρους, τό φώναξε τώρα ὁ Θεός μέ τό θαῦμα τῆς ἀφθαρσίας τοῦ σκηνώματος τοῦ Ἱερομονάχου, γιά να ἐπαληθευθεῖ γι’ ἀκόμη μιά φορά τό ἁγιογραφικό: «τρανή ἔσται γλώσσα μογιλάλων» ( Ησ. λε’ 6). Ἔτσι ἔγινε καί μέ τόν π. Βησσαρίωνα. 
       Β) Ἁπλός καί προσευχόμενος 

     Δέν ὑπῆρξε σπίτι στό ὁποῖο νά μή μή εἶχε μπῆ ὁ ἀγαθός αὐτός ἱερεύς. Νά ἐξομολογήσει, νά παρηγορήσει, νά εὐλογήσει, νά ἁγιάσει μέ τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας, στίς ἱερές του περιοδεῖες ἤ στίς λογίες του Μοναστηριοῦ, πάντοτε στήν ὑπακοή εὑρισκόμενος καί χάριν τοῦ μοναστηριοῦ. Κι ὅπου πήγαινε,  ἦταν πέρα γιά πέρα ἀβαρής καί ταπεινός. Χωρίς ἀπαιτήσεις καί ἰδιοτροπίες. Μ’ ἕνα ἁπλό ρυζάκι ἤ ἕνα τραχανά. Σέ μία πολυθρόνα ἤ σ’ ἕνα στρῶμα, σ’ ἕνα ἁπλό κρεβάτι. Σεμνά καί σιωπηλά. Καί τήν ἄλλη μέρα πού ἔφευγε, ἄφηνε πίσω του τήν εὐλογία τῆς θείας εὐωδίας καί χάριτος.

     Σ’ ἕνα σπίτι στό Μῶλο Λοκρίδος, πού φιλοξενήθηκε τό προηγούμενο βράδυ, φεύγοντας τήν ἄλλη μέρα τό πρωί, ευωδίαζε τό δωμάτιο, πού ἔμενε. Ἀποροῦσε ἡ νοικοκυρά, πού πῆγε νά τινάξει τά στρωσίδια: -Τί θέλουν αὐτοί οἱ καλόγεροι καί βάζουν τόσο λιβάνι, ἐκεῖ ὅπου μένουν κάθε φορά; μονολογοῦσε καί ρωτοῦσε καί τό ἔλεγε στίς γειτόνισσες. Δυό μέρες ἔκανε νά φύγει αὐτό τό σπάνιο «θυμίαμα» τοῦ π. Βησσαρίωνος! Μένοντας δέ στά σπίτια τῶν Χριστιανῶν, δέν ἔμενε ἀργός καί ἀδρανής πνευματικά. Σύμφωνα μέ τή μαρτυρία  πολιού τώρα λευίτου ἱερέως  (τοῦ π. Σ.Σ) ὅταν πήγαινε στό χωριό του, μαζί μέ τό ἁπλό ρυζάκι πού ζητοῦσε, παρακαλοῦσε καί τήν πρεσβυτέρα τοῦ ἐφημερίου νά τοῦ πλύνει  ἀποβραδύς τά λιγοστά ἐνδύματα, πού εἶχε μαζί του –τά ἴδια φοροῦσε πάντοτε- γιά νά τά πάρει τό πρωί. Κι ὅλο προσευχόταν! Σηκωνόταν πολύ πρωί, πρίν ἀπό τή θεία Λειτουργία, καί προσευχόταν μέ τίς ὦρες. Καί μετά τή θεία Λειτουργία ἤ τήν Ἱερά Ἐξομολόγηση, δέν ἔφευγε ἀμέσως. Παρέμεινε στό ναό καί προσευχόταν! Χωρίς νά γίνεται  σκυθρωπός, χωρίς νά σταματᾶ κάποια οἰκοδομητικά ἀστεία του, διατηροῦσε πάντοτε ἕνα ταπεινό καί σοβαρό ἦθος καί ὕφος, πού δίδασκε καί οἰκοδομοῦσε.

     Αναφέρει κάποιο πνευματικό του παιδί σχετικά : Μᾶς μί­λη­σε ἀ­κό­μη , ο π. Βησσαρίων, γι­ά τό προ­σκύ­νη­μά του στούς Ἁ­γί­ους Τό­πους καί τήν ἐ­πί­σκε­ψή του στή μο­νή τοῦ ἁ­γί­ου Σάβ­βα τοῦ ἠ­γι­α­σμέ­νου. Ἐ­ντύ­πω­σή μου ἔ­κα­νε τό ὅ­τι προ­σκυ­νώ­ντας τόν Πα­νά­γι­ο Τά­φο ξε­χά­στη­κε σκυμ­μέ­νος καί προ­σευ­χό­με­νος ὥ­σπου ἦρ­θε ἡ ὥ­ρα νά κλει­δώ­σουν οἱ φύ­λα­κες μο­να­χοί καί τόν προ­έ­τρε­ψαν νά βγεῖ ἔ­ξω.

    Κά­νο­ντας λό­γο γι­ά τήν πνευ­μα­τι­κή ζω­ή μας τό­νι­σε ὅ­τι ἡ ζω­ή κο­ντά στό Θε­ό εἶ­ναι χα­ρά καί ἀ­γαλ­λί­α­ση καί ὅ­τι πρέ­πει νά βά­λου­με πρό­γραμ­μα νά προ­σευ­χό­μα­στε πρω­ί καί βρά­δυ, νά κά­νου­με τό ἀ­πό­δει­πνο καί νά δι­α­βά­ζου­με τούς Χαι­ρε­τι­σμούς τῆς Πα­να­γί­ας καί ἕ­να κομ­μά­τι ἀ­πό τήν Ἁ­γί­α Γρα­φή. Νά προ­σευ­χό­μα­στε ἀ­πα­ραί­τη­τα πρίν καί με­τά τό φα­γη­τό εὐ­χα­ρι­στώ­ντας τόν Θε­ό πού μας χα­ρί­ζει τά ὑ­λι­κά ἀ­γα­θά. Ἀ­πα­ραί­τη­τα νά ἐκ­κλη­σι­α­ζό­μα­στε κά­θε Κυ­ρι­α­κή καί νά κά­νου­με εὐ­χέ­λαι­ο στό σπί­τι μας μι­ά δυ­ό φο­ρές τό χρό­νο. Ὅ­λοι οἱ χρι­στι­α­νοί κά­νουν ἁ­μαρ­τί­ες, τό πᾶν εἶ­ναι νά ση­κω­θοῦ­με πά­λι καί νά ἀ­γω­νι­στοῦ­με κα­τά τῶν πα­θῶν. Ἔ­τσι χαί­ρε­ται ὁ Χρι­στός κι ἐ­μεῖς σω­ζό­μα­στε. Ἡ ἐ­ξο­μο­λό­γη­ση στόν πα­τέ­ρα Βησ­σα­ρί­ω­να ἦ­ταν μί­α χα­ρά καί μί­α ἀ­νά­στα­ση γι­ά μᾶς.  

    Λέγεται ὅτι τή βραχνάδα τῆς φωνῆς, σκόλοπα τῆς σαρκός ἰσόβιο καί ὀδυνηρό, τήν ἀπέκτησε ἀπό κάποια περιπέτεια μέ τούς Γερμανούς κατακτητές, η οποία επεδεινώθηκε ἀπό τήν παραμονή του στό Νάρθηκα ενός ναοῦ κάποιου χωριοῦ τῆς Καρδίτσης, ἕνα παγωμένο βράδυ τοῦ χειμώνα, γιατί δέν ἤθελε νά ἐπιβαρύνει κάποιο χριστιανό, μιά κι ὁ ἱερέας τοῦ χωριοῦ ἀδυνατοῦσε νά τόν φιλοξενήσει, γιατί εἶχε ἄρρωστη τήν παπαδιά του (Μαρτυρία κ. Σ.Κ). Στό βάθος πάντως και των δύο γεγονότων βρίσκεται ἡ θυσιαστική ἀγάπη τοῦ Γέροντα χάριν τῶν ἄλλων. 

    Γ) Χειραγωγός στή Μετάνοια καί τή Σωτηρία 
    Τό κατεξοχήν ἔργο τοῦ π. Βησσαρίωνος ἦταν ἡ Ἐξομολόγηση. Ἡ διακονία του, ἡ ἀφοσίωσή του καί ἀντοχή του στό Μυστήριο τῆς ἀφέσεως καί καταλλαγῆς τῶν ἀνθρώπων μέ τό Θεό ὑπῆρξαν παροιμιώδεις. Δέν ὑπάρχει ἄνθρωπος σήμερα στή Φθιώτιδα, πού νά μή ἔχει ἐξομολογηθεῖ κάποτε στόν π. Βησσαρίωνα, αὐτός ἤ οἱ γονεῖς του. Πήγαιναν οἱ προσκυνητές στήν Ἱερά Μονή Ἀγάθωνος καί ζητοῦσαν πνευματικό. Κι ἀμέσως παρουσιαζόταν συνεσταλμένος καί σιωπηλός, χαρίεις καί φωτεινός, ὁ «καλός ποιμήν, ζητῆσαι καί σῶσαι τό ἀπολωλός» (Λουκ. ιθ’ 10).

      Ἰδιαιτέρως ὑπηρέτησε τόν πληγωμένο ἀπό τήν ἁμαρτία ἀδελφό τοῦ Χριστοῦ στό πρόσωπο τοῦ ἀρρώστου καί «ἐπί κλίνης ὀδυνηρᾶς καί στρωμνῆς κακώσεως»

πάσχοντα χριστιανό. Ἀνεξάντλητη ἡ ὑπομονή του, ἀτέλειωτες οἱ ὧρες ἐξομολογήσεως στό Νοσοκομεῖο Λαμίας, χιλιάδες οἱ ἐξομολογηθέντες (μαρτυρία  κ. Π.Κ). Ὀγδόντα κι ἑκατό ἄτομα κάθε μέρα! Ὁ πόνος σμιλεύει τίς ψυχές καί κάνει εὐπρόσδεκτο τό φάρμακο τοῦ Θεοῦ. Θεσπέσιο το φαινόμενο! Πάνω ἀπό τό προσκεφάλι τοῦ ἀρρώστου ἕνας ἰσχνός καί γλυκύς ἱερομόναχος σκύβει νά ἀκούσει τά ἀνθρώπινα πάθη καί λάθη. Κι ἀπό τά βάθη τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς ξεθάβει μέ τή βραχνή φωνή του παλαιά ἁμαρτήματα καί τά ἀποθέτει στά πόδια τοῦ φιλανθρώπου Θεοῦ μας. Ἀκόμη καί σήμερα τόν βλέπουν οἱ παλαιές Νοσοκόμες νά περιφέρεται ἀνάμεσα στούς θαλάμους κι ἕνα ρίγος διαπερνᾶ τήν ὕπαρξή τους: «ὁ π. Βησσαρίων εἶναι παρών!»

      Ο π. Βησσαρίων, σύμφωνα με τα σημειώματα ενός αμέσου συνεργάτη του στο Νοσοκομείο Λαμίας και πνευματικού του τέκνου αρχικά, του συντηρητή Παν. Κουλουκτσή, μακαρίτη και αυτού τώρα, εξομολόγησε στο παλαιό Νοσοκομείο, (κάτω Νοσοκομείο και Σανατόριο), 12 χρόνια και τέσσερες μήνες περίπου, από 1-8-1978 μέχρι 18-12-1990 ως εξής:                                                            

Από 1-8-78 μέχρι 19-12-78:  202 άτομα   Από Μάϊο ΄83  μέχρι   Απρίλιο ΄84: 917 άτομα

Από 16-1-79  μέχρι   18-11-79: 612  άτομα   Από  Μάϊο ΄84   μέχρι Απρίλιο ΄85: 816 ατ.                                                              

Από  15-1-80     «       16-12-80: 428         «      Από     «     ΄85      «   «  ΄86: 951    «

Από  20-1-81     «        15-12-81: 507        «      Από     «     ΄86    «    «   ΄87: 1.150    «

Από  12-1-82     «          4-5-82:   260       «       Από    «     ΄87    «     «  ΄88: 991    «

Από  17-5-82     «         26-4-83:  831       «       Από     «    ΄88   «     «   ΄89: 1.017    «

Και από το Μάϊο του 1989 έως 18-12-1990 εξομολόγησε 1016 άτομα.

       Συνολικά ο π. Βησσαρίων στο υπόλογο διάστημα αναδέχθηκε τα αμαρτήματα και τα βάσανα στο μυστήριο της Ιεράς Εξομολογήσεως στο Νοσοκομείο Λαμίας από 9.698 ψυχές!

       Οι σημειώσεις του αειμνήστου Παν. Κουλουκτσή, βοηθού του π. Βησσαρίωνος στο έργο της Ιεράς Εξομολογήσεως αναφέρουν και χαρακτηριστικά στιγμιότυπα και αξιόλογες παρατηρήσεις, που απηχούν την επίδραση του π. Βησσαρίωνος στις  καρδιές.

       Εξομολογήθηκαν πολλοί για πρώτη φορά, άθεοι, αντιδρώντες, καρκινοπαθείς και μελλοθάνατοι, αστεφάνωτοι, άνδρες και γυναίκες, μικροί και μεγάλοι. Γινόταν κατάλληλη προετοιμασία των εκουσίως προσερχομένων στο μυστήριο και η ευλογία του Θεού έτσι απέβαινε πιο εναργής. Σταχυολογούμε μερικές αναφορές:

          «4-5-1982: Σήμερα εξομολογήθηκαν 50 άτομα. Μεταξύ αυτών και δύο άνδρες 70 χρόνων διά πρώτην φοράν και υπό συνθήκας, όπου ο πνευματικός π. Βησσαρίων τα θεώρησε θαύμα και ότι είδε τον Θεό παρόντα. Και τούτο διότι ενώ αρχικά δεν ήθελαν, κατόπιν παρουσίασαν τέτοια συντριβή και θέληση, που μονο θαύμα Θεού κατορθώνει. Εξομολογήθηκε κι ένα ανδρόγυνο τσιγγάνων μετά μεγάλης προθυμίας».

         «21-12-1982: Εξομολογήθηκαν 50 άτομα από ώρα 3.30΄ έως 11 το βράδυ. Αν υπήρχε χρόνος και άλλοι θα εξομολογούντο».

          «7-6-1983: Εξομολογήθηκαν σήμερα στον π. Βησσαρίωνα 60 άτομα. Η ευλογία αυτή ήταν πρωτοφανής και υπερέβη κάθε προηγούμενο».

          «21-6-83: Εξομολογήθηκαν σύνολον 57. Οι 38 ήταν στα κρεββάτια τους».

      Μαζί με τους αρρώστους εξομολογούνταν και συγγενείς-συνοδοί τους, αλλά και άλλοι που ερχόντουσαν ειδικά για τον π. Βησσαρίωνα. «7-8-1979: Ενας κύριος, πρώην Πρόεδρος του Αρείου Πάγου, έκανε 6 ώρες δρόμο για να συναντήσει τον π. Βησσαρίωνα».

      Στις 7-11-1978 0 κόσμος και στο Νοσοκομείο ήταν ανάστατος από το γεγονός της Ελένης από το Κωσταλέξι. Ο π. Βησσαρίων όμως απτόητος εξομολογεί στο Νοσοκομείο με την προετοιμασία που έκαναν οι πολύτιμοι συνεργάτες του στους αρρώστους 30 άτομα. Ο πνευματικός, καίτοι κουράστηκε, έφυγε ευχαριστημένος λέγοντας χαρακτηριστικά: «Τα δίχτυα του Θεού αλίευσαν πολλές ψυχές απόψε!!». 
       Κάποτε στήν περιοχή τῆς Καρδίτσας, πού ὑπηρέτησε ἀρχικά, συνέβη νά ἐπισκεφθῆ ἐκ νέου τά μέρη ἐκεῖνα, ἐνῶ ἦταν πλέον ἱερομόναχος στή Φθιώτιδα. Μόλις κατέβηκε ἀπό τό τραῖνο, χτύπησε κάποιος τίς καμπάνες καί μαζεύτηκε ὅλο τό χωριό. Μερικοί του φιλοῦσαν γονατιστοί τό χέρι. Πῆγαν ὅλοι μαζί στό καφενεῖο, στήν πλατεία τοῦ χωριοῦ κι ἐκεῖ προθυμοποιήθηκε νά τούς κεράσει ὁ π. Βησσαρίων, « ἀλλά δέν ἔχω χρήματα», τούς εἶπε. Σηκώθηκε τότε ὁ Πρόεδρος τῆς Κοινότητος καί ἀπήντησε: «-Παππούλη, ἐσύ θέλουμε νά μᾶς κεράσεις ὅλους μία Ἐξομολόγηση»! (Μαρτυρία κ. Α.Κ) Τόσο μεγάλη ἀπήχηση εἶχε στίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων ὁ Ἐξομολόγος π. Βησσαρίων ὥστε αὐτό νά τούς ἔχει μείνει ὡς ζωηρή ἀνάμνηση ἀπό τό πέρασμά του! 

      Ὁ ἄνθρωπος αὐτός τοῦ Θεοῦ εἶχε καταλάβει βαθειά μέσα του τήν ἀνυπολόγιστη ἀξία τοῦ Μυστηρίου τῆς Μετανοίας καί Ἱερᾶς Ἐξομολογήσεως. Εἶχε ἀγαπήσει αὐτό τό ἔργο καί εἶχε ἀφοσιωθεῖ σ’ αὐτό. Γί αὐτό καί πέτυχε. Πέτυχε κατά Θεόν καί «εὐηρέστησε Θεῶ καί ἀνθρώποις». Τό ἱερό τρίπτυχο τῆς ἐπί γῆς δημόσιας δράσης τοῦ Χριστοῦ μας, «ἡ δικαιοσύνη, ὁ ἁγιασμός καί ἡ ἀπολύτρωσις» (Α’ Κορ. α’ 30), ὅπως τελειώθηκαν ἀπό τό ἀπολυτρωτικό ἔργο τοῦ Χριστοῦ μας καί μέ τό τρισσό ἀξίωμά Του, ὑπῆρξε στόχος ζωῆς τοῦ π. Βησσαρίωνα. 

      Ὁ π. Βησσαρίων κατεῖχε ὡς πνευματικός ἐξέχουσα θέση ὄχι μόνο στίς καρδιές τῶν ἀνθρώπων, ἀλλά καί στήν τοπική  οἰκογένεια τῶν κληρικῶν τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Φιώτιδος. Ὠδήγησε στήν ἱερωσύνη μέ τή συμμαρτυρία του 200 -300 ἱερεῖς. Ὑπῆρξε δηλαδή πνευματικός καί τῶν ὑποψηφίων ἐφημερίων. Μεταξύ τῶν Κληρικῶν συμμαρτυρία ἔλαβε ἀπό τόν π. Βησσαρίωνα  καί ὁ ἀείμνηστος Μητροπολίτης Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανής καί Κονίτσης κυρός Σεβαστιανός, ἐθνικός ἀγωνιστής τοῦ Βορειοηπειρωτικοῦ Ζητήματος.         

     Γράφει πνευματικό του παιδί [Παντελίδης Χαράλαμπος, Λάρισα] Ἡ ἐ­ξο­μο­λό­γη­ση στόν πα­τέ­ρα Βησ­σα­ρί­ω­να ἦ­ταν μί­α χα­ρά καί μί­α ἀ­νά­στα­ση γι­ά μᾶς.  

     Η ιερή, θεοφιλής και φιλάνθρωπη διακονία του Μυστηρίου της Ιεράς Εξομολογήσεως στις αθάνατες ψυχές από τον π. Βησσαρίωνα, αλλά κι από κάθε πνευματικό, παραμένει στο μεγαλύτερο μέρος της αφανής στα μάτια των ανθρώπων, φανερή βεβαίως στις ψυχές και πλήρως διαφανής στα μάτια του Θεού. Οι πολλοί λογαριάζουν με αριθμούς, οι συμμετέχοντες με ανεκλάλητα, συχνά, μυστικά βιώματα, ο πνευματικός με δάκρυα και προσευχή κι ο Θεός με σωτηρία, που αρχίζει από τη γή και τελειούται ατέλειωτα στον Ουρανό. Εκεί θα δουμε στην πλήρη φανέρωσή του και το έργο του π. Βησσαρίωνος, του Πνευματικού! 

    Δ) π. Βησσαρίων ὁ Ἐλεήμων καί Ὑποτακτικός 

    Ὁ π. Βησσαρίων ὑπῆρξε κατά θαυμαστό τρόπο καί φιλάνθρωπος. Ἐλεήμονας.
    Περιουσία δέν εἶχε. Τό μισθό του τόν μοίραζε. Συχνά τηλεφωνοῦσε στά Γραφεῖα τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Φθιώτιδος καί κατηύθυνε σέ φτωχές οἰκογένειες τό μηνιάτικό του. Βοήθησε ἀπηλπισμένους καί σπούδασε ἄπορα παιδιά (Μαρτυρία π. Δ.Τ). Ὅταν ἀποστελλόταν ἀπό τόν Ἡγούμενο τοῦ Μοναστηριοῦ τοῦ Ὁσίου Ἀγάθωνος, ἀείμνηστο Γέροντα π. Γερμανό Δημάκο, γιά συγκέντρωση χρημάτων, «λογία» (Α’ Κορ. ιστ’ 1-2), τά μισά χρήματα στήν ἐπιστροφή του τά μοίραζε στούς ἀναγκεμένους. Ὄχι ὅτι δέν ἐνδιαφερόταν γιά τό Μοναστήρι του, τό ὁποῖο ὑπεραγαποῦσε.  Ή ὅτι δέν εἶχε ὑπακοή στούς Γεροντάδες του. Ἡ ὑπακοή του ἦταν ἐκπληκτική, ὑπερβολική καί τυφλή, θά λέγαμε. Κάποτε τοῦ εἶπε τό Μοναστήρι νά φέρει ἀπό περιοχή τῆς περιοδείας του παπιά γιά τό κοινόβιο κι ἄλλη φορά μερικά γατιά, γιά τά ποντίκια. Ὁ π. Βησσαρίων, πού ποτέ δέν ἔλεγε «ὄχι», μέ τά μέσα τής ἐποχῆς ἐκείνης, τά λεωφορεῖα τῆς γραμμῆς ἤ τά ὑπομονετικά τετράποδα, ἀνέβαινε τόν ἀνηφορικό δρόμο «τῆς Παναγίας τῆς Ἀγάθωνης» μέ τίς ἀποσκευές τῆς ὑπακοῆς κατάφορτες ἀπό τούς καρπούς τῆς ἐκκοπῆς τοῦ ἰδίου θελήματος (Μαρτυρία π. Δ. Ζ)

      Καί στίς προσβολές μέ ὑπομονή καί ἄνευ ἀντιλογίας, καί στούς καταρτισμούς τῆς πνευματικῆς ζωῆς καί τῶν διαπροσωπικῶν σχέσεων, βράχος ἀμετακίνητος, «ἄκμων τυπτόμενος καί μή φθειρόμενος», ὑπόδειγμα μοναχοῦ δουλεμένου καί παράδειγμα ἐξαίσιο ταπεινώσεως, γιά ὅλους ἐκείνους πού κάποια στιγμή βρέθηκαν μπροστά σέ τέτοια θαυμαστά γεγονότα ἁγιότητος καί πνευματικοῦ ὕψους (Μαρτυρία δ. Σ.Π). Πόσο πίσω  εἴμαστε ἐμεῖς μερικές φορές πού δέν ἀνεχόμαστε οὔτε τήν παραμικρή ἀμφισβήτηση τῆς φανταστικῆς ἀξίας μας καί ἔχουμε κάνει ἐπιστήμη τήν εὐθιξία μας! 

    Ε) Θάρρος Ὑπάρξεως καί Ὁμολογία Πίστεως 
      Μή νομίσουμε ὅμως ὅτι ὅτι ὁ ταπεινός π. Βησσαρίων ἦταν κανένα ἀνθρωπάκι.Ὅταν ἐπρόκειτο γιά θέματα ἐκκλησιαστικῆς εὐταξίας, ἠθικῆς καί Πατρίδος, ἦταν ἀποφασιστικός καί γενναῖος. Κάποτε στό Μοναστήρι ἐμφανίστηκε ὡς ἀνάδοχος ἡ κόρη ( κα Σ.Κ.) τοῦ τότε Πρωθυπουργοῦ τῆς χώρας μας (Α.Π.) καί δέν ἤθελε ἐπ’ οὐδενί νά πεῖ τό Σύμβολον τῆς Πίστεως (τό Πιστεύω). Ὁ ἐφημέριος πού τελοῦσε τότε τό Μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος (π. Β.Ρ) μπροστά στήν πείσμονα ἄρνηση τῆς νονᾶς ταράχτηκε καί κάλεσε μέ κάποιον καλόγερο τόν π. Βησσαρίωνα ἀπό τό κελλί του νά διευθετήσει τό ζήτημα. Πῆγε ὁ ἅγιος Γέροντας καί ἔντονα παρεκάλεσε δυό-τρεῖς φορές τήν ἐπίσημη κόρη νά ἀπαγγείλει τό «Πιστεύω»: -«Πές, παιδί μου, τό <Πιστεύω>! Αὐτή ἀντέδρασε καί ἐπικαλέστηκε τήν ἰδιότητά της, ὡς θυγατέρας τοῦ Πρωθυπουργοῦ. Καί ὁ ἀοίδιμος Γέροντας: -«Τόσο τό καλύτερο, πού εἶσαι κόρη τοῦ Πρωθυπουργοῦ τῆς χώρας, ἐπιβάλλεται νά τό πεῖς!». Καί τό εἶπε, νικημένη ἀπό τήν ἐπιμονή τοῦ θαρραλέου κληρικοῦ. 
    ΣΤ) «Κρεμασμένος» ἀπό τόν θεόπνευστο λόγο 
      Ὁ Γέροντας Βησσαρίων ὁ Ἀγαθωνίτης δέν ἦταν ἕνας ἁπλούς καί ἀπαίδευτος μοναχός. Ἦταν βέβαια ἀπό τή μία μεριά ἀφανής καί ταπεινός ἐργάτης στόν Ἀμπελώνα τοῦ Κυρίου, ἀλλά ἀπό τήν ἄλλη διάβαζε καί μελετοῦσε ἐπισταμένως τήν Ἁγία Γραφή, μάλιστα δέ τήν Καινή Διαθήκη μέ τήν Ἑρμηνεία τοῦ ἀείμνηστου Καθηγητοῦ Παναγιώτη Τρεμπέλα, τήν ὁποία καί συνιστοῦσε. Εἶχε δηλαδή ὁ Γέροντας καταλάβει τήν ἀξία τοῦ θείου λόγου γιά τήν ψυχική σωτηρία τῶν πνευματικῶν του παιδιῶν. Διάβαζε ἐπίσης καί συνιστοῦσε τά ὀρθόδοξα βιβλία καί περιοδικά της Ἐκκλησίας μας, πού ἀναλύουν ἐπί τό ἁπλούστερον τόν θεόπνευστο λόγο τῆς Βίβλου. Ἐγκωμίαζε δέ τούς ἐργαζομένους ἱεραποστολικά μέσα στήν Ἐκκλησία, οἱ ὁποῖοι μαζί μέ τούς μοναχούς ἀποτελοῦν τήν ἐμπροσθοφυλακή τοῦ Πνεύματος (Μαρτυρία κ. Π.Κ). Ὁ ὅσιος αὐτός ἱερεύς πού ξεκίνησε τή μοναχική του ἀφιέρωση ἀπό τά 12 του χρόνια, ἄκουσε πολύ νωρίς καί ἔμαθε «τά ἱερά γράμματα, τά δυνάμενα νά κάνουν σοφό τόν ἄνθρωπο εἰς σωτηρίαν»(Β’ Τιμ. γ΄ 15) ἀπό τόν ἀείμνηστο Ἱεροκήρυκα Μεσσηνίας καί φλογερό Κληρικό,  Ἀρχιμ. π. Πολύκαρπο Ἀνδρώνη (Πέρ. «Σύνδεσμος» τ. Μαΐου 2006) καί μέσα στήν ψυχή του φυτεύτηκαν ἰσόβια καί καρποφόρησαν τά λόγια του Χριστοῦ μας: «Μετανοεῖτε καί πιστεύετε ἐν τῷ Εὐαγγελίῳ» (Μάρκ. α’ 15). Αὐτό ἔκανε, αὐτό ἔζησε, αὐτό δίδαξε καί μέ αὐτό ἁγίασε ὁ ἴδιος καί ἔσωσε πολλές ψυχές ἀθάνατες.

      Ἀλήθεια, μήπως εἶναι τυχαῖο τό γεγονός, τό ὅτι ὁ π. Βησσαρίων κρατᾶ σφικτά στό δεξί του χέρι τό Ἱερό Τετραυάγγελο καί στό ἀριστερό τό Ἱερό Ψαλτήριο καί δέν τά ἀφήνει , δέν τά ἀποχωρίζεται, ἀκόμη καί μετά θάνατον, στό ἱερό λείψανό του, ὅπου ἡ παράλυση πάντοτε ἀκολουθεῖ μετά ἀπό λίγες ὧρες στούς κεκοιμημένους; Ἀναφέρεται στόν βίο τοῦ Αγ. Δημητρίου τοῦ Ροστόβ, στήν Ρωσία, ὅτι πάντοτε ἔφερνε μαζί του σέ ἕνα μαρσίπιο, τό Εὐαγγέλιο καί τό Ψαλτήριο, τά βιβλία τοῦ Θεοῦ, θείας χάριτος καί ἀληθείας πεπληρωμένα, ὁδηγούς πρός τά ἄνω καί χορηγούς ἁγιότητος. 
        Ζ) Χαρισματοῦχος 
      Ὁ π. Βησσαρίων δέν ἐστερεῖτο καί ἄλλων ἐκπληκτικῶν χαρισμάτων, μέ τά ὁποία τόν εἶχε προικίσει ὁ Καλός Θεός. Ὅταν κάποτε εἶχε ἔλθει ἕνα λεωφορεῖο μέ παιδιά ἀπό κάποια πόλη τῆς Ἑλλάδος  ἐκδρομή στό Μοναστήρι καί στό διπλανό Μουσεῖο Φυσικῆς Ἱστορίας, στήν αὐλή τῆς Μονῆς τούς ὑποδέχτηκε ὁ π. Βησσαρίων, καί σύμφωνα μέ τήν προσωπική μαρτυρία τοῦ κ. Σ.Κ., ἔλεγε τά μικρά ὀνόματα τῶν μαθητῶν ἀπέξω, λές καί τά ἤξερε ἀπό χρόνια, αὐτά καί τίς οἰκογένειές τους.

      Ὁ π. Κ. Μ. ἐφημέριος σ’ ἕνα χωριό τῆς ἐπαρχίας Θεσσαλιώτιδος, ἀσπρομάλλης τώρα, θυμᾶται στά πρῶτα χρόνια τῆς Ἱερωσύνης του, ὅτι σέ μία θεία Λειτουργία στήν Ἐνορία του, στό Ἱερό Βῆμα ἦταν συμπροσευχόμενος καί ὁ π. Βησσαρίων. Μετά τή Μεγάλη Εἴσοδο, τοῦ εἶπε ταπεινά, νά προσέχει τώρα πού ἔγινε «Στρατιώτης Χριστοῦ» (Α’ Τιμ. β’  3), γιατί γύρω του τήν ὥρα τῆς Εἰσόδου περιίπταντο πλῆθος ἀπό πολύχρωμες «πεταλοῦδες». Προφανέστατα, γνωρίζουμε ὅλοι, ὅτι πρόκειται γιά τή συμμετοχή τῶν Ἀγγελικῶν Δυνάμεων στήν  τέλεση τῆς Ὀρθοδόξου Θείας Λατρείας. Σ’ ἕνα ἄλλο χωριό τοῦ Δομοκοῦ, πάλι κατά τήν ὥρα τῆς θείας Λειτουργίας, ἔβλεπε τόν ἀείμνηστο πλέον ἱερέα τῆς Ἐνορίας  π. Λ.Ζ. νά ἱερουργεῖ μέ ματωμένα χέρια, ὅπως ἀνέφερε μετά στόν συνεργάτη του ἐπί τῶν ἐξομολογήσεων κ. Π. Κ. Ἀκριβῶς, γι’  αὐτό τό λόγο, γιά τήν κρυφή του πολιτεία, τήν ταπεινή του διακονία, τά μεγάλα χαρίσματα καί τό ταπεινό φρόνημα, ὁ π. Παϊσιος ὁ Ἁγιορείτης, ὅταν συναντήθηκαν κάποια φορά στό Ἅγιο Ὅρος, τοῦ εἶπε χαρακτηριστικά: «-Σέ ζηλεύω, π. Βησσαρίωνα». Καί ἀποροῦσε μετά ὁ γέροντάς μας καί ἔλεγε στό συνοδοιπόρο του κ. Ν.Ν. «ἄκουσες τί εἶπε ὁ π. Παϊσιος; Μέ ζηλεύει, εἶπε…Ἐμένα ζηλεύει; Τί ἔχει νά ζηλέψη ἀπό μένα;» 
Η) Η εθνική του δράση  [προσωπική μαρτυρία και κατάθεση ψυχής]   
Πα­ρα­σκευ­ή 11 Νο­εμ­βρί­ου 1988.

    Μα­ζί μέ τό φί­λο μου Ἰ­ω­άν­νη Κ….. ἀ­πό τή Φα­λά­νη, ἀ­να­χω­ρή­σα­με με­ση­μέ­ρι Πα­ρα­σκευ­ῆς ἀ­πό τή Λά­ρι­σα μέ προ­ο­ρι­σμό τήν Ἱ­ε­ρά Μο­νή Ἀ­γά­θω­νος στή Λα­μί­α. Φτά­σα­με στό μο­να­στή­ρι γύ­ρω στίς 17:30. Ἐ­κεῖ μας ὑ­πο­δέ­χτη­κε ὁ ἡ­γού­με­νος πα­τήρ Γερ­μα­νός. Μᾶς ὁ­δή­γη­σε στά κε­λι­ά ὅ­που θά φι­λο­ξε­νού­μα­σταν γι­ά τό σαβ­βα­το­κύ­ρι­α­κο καί στή συ­νέ­χει­α πή­γα­με στό ἀρ­χο­ντα­ρί­κι τῆς μο­νῆς ὅ­που γνω­ρί­σα­με ἕ­ναν ἅ­γι­ο ἄν­θρω­πο τόν ἱ­ε­ρο­μό­να­χο πα­τέ­ρα Βησ­σα­ρί­ω­να Κορ­κο­λι­ά­κο, ἄ­ρι­στο πνευ­μα­τι­κό καί κα­λό λει­τουρ­γό. Ἐ­κεῖ δί­πλα στό τζά­κι ἀ­φοῦ κε­ρα­στή­κα­μέ μας δι­η­γή­θη­κε μί­α ἱ­στο­ρί­α πού συ­νέ­βη­κε στή Λά­ρι­σα κα­τά τήν πε­ρί­ο­δο τῆς γερ­μα­νι­κῆς κα­το­χῆς. Οἱ Γερ­μα­νοί εἶ­χαν συλ­λά­βει καί εἶ­χαν κλεί­σει στό ἀ­ε­ρο­δρό­μι­ο τῆς Λά­ρι­σας ὅ­λη τήν ἀ­φρό­κρε­μα τῆς πό­λης: γι­α­τρούς, ὀ­δο­ντι­ά­τρους, δα­σκά­λους, κα­θη­γη­τές, φαρ­μα­κο­ποι­ούς…συ­νο­λι­κά ὀ­κτα­κό­σι­α ἑ­βδο­μή­ντα (870) ἄ­το­μα μέ σκο­πό νά τά ἐ­κτε­λέ­σουν. Ὁ πα­τήρ Βησ­σα­ρί­ων μό­λις πλη­ρο­φο­ρή­θη­κε τό γε­γο­νός ἔ­τρε­ξε στό μη­τρο­πο­λι­τι­κό να­ό τοῦ ἁ­γί­ου Ἀ­χιλ­λεί­ου ὅ­που ὑ­πῆρ­χε ἡ πα­λι­ά ἀ­ση­μέ­νι­α εἰ­κό­να τοῦ ἁ­γί­ου, ἡ ὁ­ποί­α σώ­ζε­ται μέ­χρι σή­με­ρα, καί προ­σευ­χή­θη­κε θερ­μά γι­ά τήν δι­ά­σω­ση τῶν ἐ­πι­φα­νῶν Λα­ρι­σαί­ων. Προ­σευ­χό­με­νος ἔ­λα­βε τήν πλη­ρο­φο­ρί­α ἀ­πό τόν ἅ­γι­ο ὅ­τι θά τόν ἔ­χει βο­η­θό στήν εὔ­σπλα­χνη ἐ­να­γώ­νι­α προ­σπά­θει­ά του. Μα­ζί μέ ἕ­να δι­ά­κο­νο πού ἦ­ταν συ­νο­δός τοῦ ὅ­λη τήν νύ­χτα γύ­ρι­σε ὅ­λα τά σπί­τι­α τῆς πό­λης καί συ­γκέ­ντρω­σε 3500 λί­ρες. Τό πρω­ί μέ τό δι­ά­κο­νο πῆ­γαν στό ἀ­ε­ρο­δρό­μι­ο καί πα­ρου­σι­α­στή­κα­νε στό Γερ­μα­νό δι­οι­κη­τή πα­ρα­κα­λώ­ντας τον νά ἀ­πε­λευ­θε­ρώ­σει τούς κρα­τού­με­νους. To θαῦ­μα ἔ­γι­νε. Ἡ καρ­δι­ά τοῦ  Γερ­μα­νοῦ δι­οι­κη­τῆ δι­ά πρε­σβει­ῶν τοῦ ἁ­γί­ου Ἀ­χιλ­λεί­ου μα­λά­κω­σε καί δέ­χτη­κε νά ἀ­πε­λευ­θε­ρώ­σει τούς κρα­του­μέ­νους παίρ­νο­ντας σάν δῶ­ρο τίς λί­ρες. Ὁ πα­τήρ Βησ­σα­ρί­ω­νας συ­γκέ­ντρω­σε τούς ἀ­πε­λευ­θε­ρω­μέ­νους καί τούς μί­λη­σε μέ πύ­ρι­να λό­γι­α γι­ά με­τά­νοι­α καί προ­σευ­χή. Ὅ­λοι ἔ­φυ­γαν συ­ντε­τριμ­μέ­νοι κλαί­γο­ντας ἀ­πό χα­ρά καί συ­γκί­νη­ση καί εὐ­χα­ρι­στώ­ντας τόν ἅ­γι­ο Ἀ­χίλ­λει­ο πού ἔ­κα­νε τό θαῦ­μα του καί τούς ἔ­σω­σε ἀ­πό βέ­βαι­ο θά­να­το. Θά ἐ­κτε­λοῦ­νταν σέ λί­γες ἡ­μέ­ρες.

ΠΑΝΤΕΛΙΔΗΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ    ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟΣ
                                                 Δρά­μας 24 Λά­ρι­σα 
 Θ) Γεγονότα καί  μετά τήν κοίμησίν του       
         Στόν π. Βησσαρίωνα ἰσχύει ὁ λόγος τοῦ Κυρίου «καί οἱ ἔσχατοι ἔσονται πρῶτοι»(Μάτθ. κ’ 16).

    Ὁ «ἀγαθός Ἰσραηλίτης» π. Βησσαρίων «ἐν ω δόλος οὔχ ὑπῆρξε»(Ἰωάν. α’ 48), ἀπολάμβανε τότε τῆς ἄπειρης ἀγάπης καί συμπάθειας τῶν πιστῶν καί σήμερα ντυμένος μέ τήν ἄφθαρτη καί ἀκίνδυνη δόξα τοῦ ἀδιαφθόρου σκηνώματός του, ἔχει μπῆ καί σέ ὅσα σπίτια δέν πρόλαβε τότε, ἔχει ξεκλειδώσει καί τίς πιό πετρωμένες καρδιές, εξάλειψε καί τήν παραμικρή ἀμφιβολία ἀπό τούς ἀμφισβητίες, ἔδωσε ὤθηση στήν πνευματικότητα τοῦ λαοῦ μας, πνευματική ἀνάταση στά μοναστήρια καί τούς κληρικούς μας, ἔγινε, αὐτός εἶναι πού ἔγινε, πρῶτο θέμα στά ΜΜΕ, «τάς τῶν ἀθέων ρητόρων ἐφίμωσε σάλπιγγας καί τούς τεχνολόγους ἀλόγους ἀπέδειξε».

     Ἦταν ὁ φτωχός Λάζαρος τῆς Παραβολῆς, πού τώρα βρίσκεται στούς κόλπους τοῦ Ἀβραάμ. Ὑπῆρξε ὁ πάπα-Πλανᾶς τῆς Φθιώτιδος. Ἡ ἁγία ζωή του καί ἡ διακονία τοῦ λαοῦ τοῦ χάρισαν ἐκ Θεοῦ τό χάρισμα τῆς ἀφθαρσίας τῶν τιμίων λειψάνων του, ἀπόδειξη τῆς ἐνοικούσης στήν ὁσία ψυχή του θαυματουργοῦ καί ἁγιαστικῆς θείας χάριτος. Ἡ δέ μαρτυρία τοῦ λαοῦ, πού τόν ἔζησε καί τόν γνώρισε, δέν ἀνέχεται τίς δόλιες φωνές καί γνωματεύσεις εἴτε εἰδικῶν εἴτε ἀσχέτων, πού ἀπαξιώνουν τό πρόσωπον καί τό σκήνωμα τοῦ Γέροντος Βησσαρίωνος. Επικυρωτικά μίλησε και ἡ Ιερά Σύνοδος γιά  «Σημεῖον τοῦ οὐρανοῦ».

       Σαφώς πρόκειται γιά τήν ἀδιάσειστη διαχρονική ἀξία τῆς ἁγιότητος, ἀξία πού ὁ λαός ἀνακηρύσσει καί ὁ Θεός ἐπιβεβαιώνει «διά τῶν ἐπακολουθούντων σημείων» (Μάρκ. ιστ’ 20). Έτσι λοιπόν: 

      α) Ἀκούσαμε γιά κάποια δαιμονισμένη στήν Ἀθήνα, ὅτι ἀντιδρᾶ τό δαιμόνιο, μόλις αὐτή βλέπει στήν Τηλεόραση τόν π. Βησσαρίωνα (Μαρτυρία κ. Π.Ν). 
     β) Μία ἄλλη κυρία, ἀπό ἕνα προάστιο τῆς Λαμίας, πῆγε στό μοναστήρι καί πῆρε ἀπό τόν τάφο τοῦ ἀειμνήστου γέροντος λίγο χῶμα «γιά νά κάνει  μάγια»!! στή νύφη της. Μόλις ὅμως πῆρε κι ἔβαλε τό χῶμα στήν τσέπη της, «πιάστηκε» καί τό χέρι καί τό πόδι της ἀπό τή δεξιά μεριά. Τήν ἄλλη μέρα κάλεσε τόν ἐφημέριο της ἐνορίας της γιά ἁγιασμό, στή μέση περίπου τοῦ μήνα(!), χωρίς ὅμως νά ἀποκαλύψει τήν αἰτία καί τήν ἀνάγκη τοῦ ἁγιασμοῦ. Ὁ ἱερέας (π. Ε.Β) ὅμως διά τῆς μαιευτικῆς μεθόδου ἐξώρυξε ἀπό τήν ψυχή τῆς γυναικός αὐτῆς ὅλα, ὅσα ἔπρεπε νά μάθει, γιά νά ἐπέμβει θεραπευτικά καί ποιμαντικά. Πράγμα πού ἔγινε. Τήν ἄλλη μέρα λοιπόν, πρωί-πρωί, κατάλληλα ὁδηγημένο καί ταπεινωμένο τό ἀφελές συζυγικό ζεῦγος, ξαναπῆγαν τό χῶμα στόν ἁγιασμένο τάφο καί «ἀποκατεστάθη ἡ <πλευρά> τῆς γυναικός εκείνης ὑγιής ὡς ἡ ἄλλη» (Μάρκ. γ’ 5). 

     γ ) Ἕνας εὐλαβέστατος κληρικός τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Φθιώτιδος, ὁ π. Π. Σ., ὅπως ὠμολόγησε μέ συγκίνηση ὁ ἴδιος, πῆγε πρίν ἀπό μερικά χρόνια στό Μοναστήρι τοῦ ὁσίου Ἀγάθωνος καί θέλησε νά τελέση Τρισάγιο στό μνῆμα τοῦ π. Βησσαρίωνος. Πρίν ἀκόμη βεβαίως γίνει ἡ ἐκταφή καί η ἀνακομιδή τοῦ σκηνώματος τοῦ γέροντος. Ἐνῶ εἶχε μαζί του Ἐπιτραχήλιο καί Φυλλάδα, δέν εἶχε καρβουνάκια καί λιβάνι. Δυσκολεύτηκε ἐσωτερικά στήν ἀρχή νά προχωρήσει στήν τέλεση τοῦ Τρισαγίου, ἀλλά μετά ἀποφάσισε  νά βάλει «Εὐλογητός», ἔστω καί ἄνευ θυμιάματος. Μόλις προχώρησε λίγο ἡ τελετή, ἀνεδύθη ἀπό τόν τάφο εὐωδία καταπληκτική, πού πραγματικά συγκλόνισε τόν καλόν ἱερέα, ὁ ὁποῖος σημειωτέον εἶναι καί θεολόγος. Ἀμέσως, ἀφοῦ τελείωσε τό Τρισάγιο, δακρυσμένος καί κατανενυγμένος πῆγε καί ἀνέφερε τό γεγονός στόν πνευματικό του. Αὐτός τοῦ ἀπηγόρευσε τότε νά πεῖ σέ κανέναν κάτι, διότι κάποια φορά παρόμοια γεγονότα μπορεῖ νά εἶναι καί πλάνη τοῦ διαβόλου. Μετά ὅμως ἀπό τό πρόσφατο θαῦμα τῆς μή ἀλλοιώσεως τοῦ σώματος τοῦ π. Βησσαρίωνος, μᾶς τό ἀνέφερε ὡς μιά ἐπί πλέον ἀπόδειξη τῆς ἁγιότητος τοῦ γέροντος. 
       δ) Τό 2002 ἕνα εὐυπόληπτο ζεῦγος δημοσίων ὑπαλλήλων ἀπό μία κώμη τοῦ Δομοκοῦ καί ἀπό τήν  Ἀρχιερατική Περιφέρεια Θεσσαλιώτιδος, πού μόλις εἶχαν ἔρθει ἀπό τήν Κοζάνη, ὅπου ζοῦσαν γιά πολλά χρόνια, ἐπέστρεφαν μέ τό αὐτοκίνητό τους ἀπό προσκύνημα στήν Παναγία τή Φανερωμένη στήν Ἱερά Μονή Ξυνιάδος Δομοκού. Σέ μία  διασταύρωση τῆς ἐθνικῆς ὁδοῦ βλέπουν ἕνα ρασοφόρο νά τούς κάνει σῆμα νά σταματήσουν νά τόν πάρουν. Οἱ ἄνθρωποι αὐτοί, εὐλαβέστατοι, σταμάτησαν καί πῆραν τόν ἱερωμένο. –«Ἔρχεσθε ἀπό τό Μοναστήρι», τούς εἶπε. «Μπορεῖτε νά μέ πάρετε μαζί σας μέχρι τά σύνορα μέ τό Νομό Καρδίτσης;» «-Εὐχαρίστως, Γέροντα»,  εἶπαν ἐκεῖνοι. «Μπεῖτε στό αὐτοκίνητο». Τούς παρεξένεψαν ὅμως τά πολύ παλιά ράσα τοῦ Ἱερομονάχου, τά σκονισμένα καί ἀλλοιωμένα στό χρῶμα, καί μία τσάντα μέ δυό  θῆκες καί ξύλινα πηχάκια,  ἐπάνω ἐκεῖ πού κλείνει, ἀντικείμενο πού εἶχαν νά δοῦν ἀπό τή δεκαετία τοῦ ’60. Μάλιστα ἡ σύζυγος τοῦ ὁδηγοῦ φοβήθηκε καί κοιτοῦσε ἀπό τόν καθρέπτη τοῦ ὀχήματος ἀπό καιροῦ εἰς καιρόν τόν παράξενο αὐτόν Γέροντα. Ὅταν ἔφτασαν στό καθωρισμένο σημεῖο, ἐκεῖνος κατέβηκε, παρά τίς ἐπίμονες παρακλήσεις τοῦ εὐσεβοῦς ζεύγους, νά τόν μεταφέρουν αὐτοί,  ἀκόμη καί στήν Καρδίτσα, ἄν χρειαζόταν. Τόν ἄφησαν τελικά καί προχώρησαν λίγα μέτρα, ἀλλά «τυπτόμενοι ὑπό τοῦ συνειδότος», πού ἐγκατέλειψαν στή μέση τού δρόμου τόν κληρικό, γύρισαν ἀμέσως πίσω, δέν εἶχαν κάνει ἄλλωστε οὔτε δέκα μέτρα, ἀλλά πρός μεγάλη τους ἔκπληξη δέν βρῆκαν κανένα οὔτε στό δρόμο φαινόντουσαν ἄλλα διερχόμενα αὐτοκίνητα. Ἀπορημένοι ἐπέστρεψαν στό σπίτι τους ἀφήνοντας στό Θεό τά ὑπόλοιπα. Πέρασαν ἀπό τότε 4 χρόνια. Καί μόλις τό 2006, ὅταν εἶδαν στήν Τηλεόραση τόν π. Βησσαρίωνα, πού παρουσίαζαν τά Τηλεοπτικά Κανάλια τή μορφή του, μέ δάκρυα στά μάτια ἀνεγνώρισαν τόν κληρικό πού μετέφεραν τότε μέ τό αὐτοκίνητό τους καί τόν ὁποῖο φυσικά δέν εἶχαν γνωρίσει ποτέ ἐν ζωῇ!! (Μαρτυρία π. Σ.Ζ).
 Θ) Συμπεράσματα
     Ἡ ἀφθαρσία, προσωρινή ή μόνιμη, «Κύριος οίδεν», (δεν αναιρεί αυτό την αγιότητα του ανδρός), τοῦ λειψάνου τοῦ π. Βησσαρίωνος διέτρεξε ὅλο τόν κόσμο καί συνετάραξε τίς συνειδήσεις. Ἐπανέφερε ὁ Θεός μέ τό θαῦμα αὐτό στή συνείδηση καί στή μνήμη τοῦ λαοῦ τήν ἁγία ζωή του γιά πνευματική ὠφέλεια καί μάλιστα στήν εἴσοδο τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς του 2006. Μέσα σέ μία κοινωνία πού «τυρβάζεται καί μεριμνᾶ περί πολλά»(Λούκ. ι’ 41), τό σημεῖον αὐτό τοῦ Θεοῦ, ἀφύπνισε τίς ναρκωμένες συνειδήσεις καί ὠδήγησε πλῆθος ἀνθρώπων, ὄχι μόνο στήν Ἱερά Μονή Ἀγάθωνος, ἀλλά καί στή Θεία Λειτουργία καί στήν Ἱερά Ἐξομολόγηση. Ἔδωσε θάρρος στούς καταπτοημένους Χριστιανούς καί ἀνώρθωσε πολλῶν τά παραλελυμένα γόνατα (Ἑβρ. ιβ’ 12)

       Στό εὐλογημένο δέ Μοναστήρι τοῦ Ἀγάθωνα ἔδωσε νέα πνοή, ἰδιαιτέρως μάλιστα στούς ἀδελφούς της Μονῆς, οἱ ὁποῖοι ἐγνώριζαν ἀπό πρῶτο χέρι, ὅλες τίς θαυμαστές λεπτομέρειες, κάτω ἀπό τίς ὁποῖες ἔγιναν καί ἀποκαλύφθηκαν ὅλα τά διατρέξαντα γεγονότα. Ὅλα τά κατηύθυνε ὁ Ἅγιος Θεός μέχρι λεπτομερειῶν καί δευτερολέπτων. Ὅλοι συνειδητά ἤ ἀσυνείδητα ὑπετάγησαν στή βούληση τοῦ Θεοῦ προκειμένου νά ἀναδειχθεῖ ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ. Τίποτε ἀνθρώπινο καί ἐσκεμμένο. 

   Ι) Οἱ Ἀντίθετοι 
      Βέβαια ἡ συνομοσπονδία τῶν ἀσεβῶν καί ἡ διεθνής τῶν πονηρῶν γιά κάμποσο χρονικό διάστημα, μέ αἰχμή τοῦ δόρατος τά ΜΜΕ, προσπάθησε μέσα ἀπό βέβηλα

παραληρήματα ἀσχέτων καί ἀθέων προσώπων νά ἀποδυναμώσει τό γεγονός.

      «Σημεῖον ἀντιλεγόμενον», ὁ π. Βησσαρίων, «ὅπως ἀποκαλυφθώσι πολλῶν καρδιῶν διαλογισμοί» (Λουκ. β’ 34-35). Δέν ἀμφισβήτησαν μόνο τήν ἁγιότητα τοῦ ἀνδρός, ἀλλά ἀπέδωσαν καί δόλια καί οἰκονομικά ἐλατήρια στούς ἐκκλησιαστικούς φορεῖς. Ἑρμήνευσαν τά πάντα ὡς προσπάθεια πλουτισμοῦ ἐκ μέρους τῶν Μοναχῶν καί τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως. «Ἐξ ἰδίων ἔκριναν καί κρίνουν τά ἀλλότρια». Δέ δίστασαν ἀκόμη νά ἐπιτεθοῦν συνολικά κατά τῶν Ἱερῶν Λειψάνων, νά ἀμφισβητήσουν τό θαῦμα, νά μποῦν στά χωράφια τῆς ἰατροδικαστικῆς ἐπιστήμης ἀνυπόδητοι γνωσιολογικά καί ἐμπειρικά, νά τά βάλουν καί μέ τούς φτωχούς ντόπιους μικροπωλητές, πού ἀξιοποιώντας τήν εὐκαιρία τῆς συρροῆς πιστῶν προσπαθοῦσαν νά βγάλουν τόν ἐπιούσιο πουλώντας κάποια εἴδη, κυρίως τῆς περιοχῆς! Ἦρθαν σέ ἀντίθεση καί μέ τό κοινό αἴσθημα τοῦ λαοῦ μας, πού κυριολεκτικά -καί  μάλιστα στή Φθιώτιδα- ζοῦσε εκείνο τον καιρό σέ ἄλλες πνευματικές σφαῖρες. Ξέχασαν διά μιᾶς τούς μικροπωλητές τῶν Γηπέδων, ἀλλά καί τούς ἀκριβοπληρωμένους ποδοσφαιριστές τους. Τίς καντίνες τῶν φέστιβαλς καί τίς ἀπλησίαστες οἰκονομικά προεκλογικές τους ἐκστρατεῖες, γιορτές και διαφημίσεις. Τώρα τούς ἔπιασε ὁ ζῆλος γιά τόν Ναό καί τόν Λαό, ὁ ὁποῖος λαός ἑκουσίως προσέρχεται στόν Ναό καί προσκυνᾶ καί δίνει ὅ,τι θέλει καί ἀγοράζει ὅ,τι θέλει. Ἀπεδείχθησαν ὅμως τά λόγια τους «βέλος νηπίων» (Ψαλμ. ξγ’ 8)  καί μετά ἀπό τόν κουρνιαχτό καί τή λάσπη κρύφτηκαν πάλι στή φωλιά τους περιμένοντας πάλι κάποια εὐκαιρία νά χύσουν τό ἰδεολογικό δηλητήριο τῆς ἀπιστίας στίς ψυχές τῶν ἀστηρίκτων κυρίως. Ἀλλά ὅ,τι καί νά κάνει ὁ μικρός ἄνθρωπος, ὅσο καί νά φτύσει, δέν μπορεῖ νά σβήσει τόν Ἥλιο. «Πρός κέντρα λακτίζει» (Πράξ. κστ’ 14) μέ γυμνά πόδια. Εἶναι νόμος παγκόσμιος καί θεϊκός:  «Ὅπου βούλεται Θεός νικᾶται φύσεως τάξις». 
     ΙΑ) Μηνύματα διαχρονικά 
          Γιά τό Μήνυμα τοῦ π. Βησσαρίωνος στήν ἐποχή μας ἔγραψαν πολλοί….

    Γιά ἀνατροπή τοῦ Νομοσχεδίου γιά τήν Καύση τῶν νεκρῶν, μίλησαν ἄλλοι. Γιά ἔλεγχο καί κατακεραύνωση τῆς σκανδαλολογίας τοῦ περασμένου χρόνου, κάποιοι τρίτοι. Γιά υπενθύμιση τοῦ Θεοῦ στήν ἁμαρτωλή γενεά μας γιά τό σκοπό καί τόν προσανατολισμό τῆς ζωῆς μας. Πόσο όμως βαθύτερα πρέπει να σκάψουμε στον εύφορο αγρό της αγίας ψυχής του Γέροντος, για να βρούμε τα αληθινά διαμάντια των αρετών. Δηλαδή: 

1.Τήν τελειοποιό  ὑπομονή του 

     Τό Μήνυμα τοῦ π. Βησσαρίωνος εἶναι τό μήνυμα τῆς ὑπομονῆς καί τοῦ ἁγιασμοῦ μας. Διαβάζουμε τούς βίους τῶν ἁγίων καί θαυμάζουμε τά κατορθώματά τους. Καί θέλουμε νά τούς μοιάσουμε καί νά τούς ἀντιγράψουμε. Ναί, ἀλλά αὐτό δέ γίνεται μέσα σέ μιά μέρα. Γιά νά δεῖς τόν Παντοκράτορα σ’ ἕνα ναό, πρέπει νά περπατήσεις μέχρι νά φτάσεις κάτω ἀπό τόν τροῦλο. Νά κάνεις βήματα. Κι αὐτό θέλει ὑπομονή στίς δοκιμασίες καί τούς κόπους τῆς πνευματικῆς ζωῆς, ἐπιμονή στήν προσευχή καί στήν ἐργασία τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ, ἀναμονή τοῦ θείου θελήματος σέ κάθε στιγμή, προσμονή τῆς δικαιώσεως τοῦ ἀγώνα μας ἀπό τόν ἴδιο τό Θεό. Ἔχει λεχθῆ ἀπό κάποιον σοφό ὅτι «ἥρωας γίνεται κανείς  σέ μιά στιγμή, ἅγιος ὅμως σέ μία ζωή»! «Τοῦτο ὅμως εἶναι τό θέλημα τοῦ Θεοῦ: ὁ ἁγιασμός ήμῶν» (Α’ Τιμ. δ΄ 3). «Ἅγιοι γίνεσθε, ὅτι Ἅγιος εἰμί, λέγει Κύριος ὁ Θεός» (Λευιτ. ια’ 44). Σύνθημα εὐλογημένο καί διαχρονικό, φτάνει σέ μᾶς σήμερα ἐρχόμενο ἀπό τά πολύ παλιά χρόνια, μεταδιδόμενο σάν ἀντίλαλος τοῦ Θεοῦ διά στόματος πάντων τῶν ἁγίων «τῶν καθ’ ἑκάστην γενεάν εὐαρεστησάντων» καί σάν ἱερά λαμπαδηδρομία, κατά τήν ὁποία μεταλαμπαδεύεται ἀπό γενιά σέ γενιά αὐτό πού εἶπε ὁ Θεός τῶν Πατέρων στόν φίλον Του Ἀβραάμ:  «Εὐαρέστει ἐνώπιον ἐμοῦ καί γίνου ἄμεμπτος» (Γεν. ιζ’ 1)! 
2. Το «Ουχ ὁ τόπος, ἀλλ’ ὁ τρόπος» του αγώνος του 
     Ἅς ἐπιδιώκουμε λοιπόν τόν Ἁγιασμό μας (Ἑβρ. ιβ’ 14) μέσα ἀπό τό ταπεινό καί σταυρικό ἦθος τῆς Ὀρθοδοξίας μας, μέσα ἀπό τήν ἀσκητική Παράδοση τοῦ Ὀρθοδόξου Ἀνατολικοῦ Μοναχισμοῦ καί μέσα ἀπό τά ἁγιαστικά καί χαριτόβρυτα Μυστήρια τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας, τῆς Μίας καί Μόνης Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἀληθινῆς τού Χριστοῦ Ἐκκλησίας. Καί μή κοιτᾶμε νά βρίσκουμε δικαιολογίες τῆς ἀμελείας μας καί να τά ρίχνουμε ὅλα στό περιβάλλον καί στήν ἐποχή μας. «Ουχ ὁ τόπος, ἀλλ’  ὁ τρόπος», λέγουν οἱ ἅγιοι Πατέρες μας. Ὁ Ἀδάμ ἔπεσε μέσα στό Παράδεισο, αλλά ὁ Λώτ διαφυλάχθηκε μέσα στά Σόδομα καί τά Γόμορα! Ὁ Ἑωσφόρος χωρίς σῶμα ἐξέκλινε καί οἱ ὅσιοι μετά σώματος εὐηρέστησαν στό Θεό. Καί ὁ Θεός πάντοτε, καί ἰδιαιτέρως τόν τελευταῖο καιρό, ἀναδεικνύει τούς ἁγίους Του καί ἀπό  τόν Ἄθωνα (π. Παϊσιο) καί ἀπό τόν Ἀγάθωνα (π. Βησσαρίωνα). Καί ἀπό τήν Πολυκλινική τῆς Ὁμονοίας (π. Πορφύριο) κι ἀπό τήν περιοχή τῆς Εὐβοίας (π. Ἰάκωβο). Καί ἀπό τούς ἐγγάμους τῶν Ἀθηνῶν (π. Νικόλαο Πλανᾶ) καί ἀπό τούς οἰκογενειάρχες τῆς ἐπαρχίας (π. Δημ. Γκαγκαστάθη)… Λοιπόν, καμμιά ἀναβολή καί καμμιά δικαιολογία. «Ὑπομονῆς ἔχομεν χρείαν (Ἑβρ. ι’  36) καί  «δι’ ὑπομονῆς τρέχωμεν τόν προκείμενον ἠμίν ἀγώνα (Ἑβρ. ιβ’ 1),  «ὁ δέ ὑπομείνας εἰς τέλος οὗτος σωθήσεται» (Ματθ. ι’ 22). 

3. Την ὑψοποιό ταπείνωσή του 

     Ὁ π. Βησσαρίων ἐπίσης μέσα ἀπό τόν εὐλογημένο τάφο του στέλνει ἕνα ἀκόμη σαφέστατο μήνυμα: Ὅτι «ὁ Θεός ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται, ταπεινοίς δέ δίδωσι χάριν» (Ἰακ. δ’  6).  Ὅποιος δηλαδή ταπεινά καί διακονικά συμπεριφέρεται πρός τόν λαό τοῦ Θεοῦ, χωρίς τυμπανοκρουσίες καί αἰσχροκέρδειες ἤ  ἐξουσιαστικές καί ἐπιβλητικές τάσεις, ἀλλά ἀναλώνεται καί θυσιάζεται καθημερινά στό βωμό τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ καί γιά τίς ἀνάγκες, ὑλικές καί πνευματικές, τῶν ἀνθρώπων, βρίσκεται κοντά τους καί ἀφουγκράζεται τόν πόνο τους καί χύνει βάλσαμο στίς ψυχές τους, «παρηγορεῖ τόν λαό», «αὐτόν θά τόν τιμήσει ὁ Πατήρ» (Ἰωάν. ιβ’ 26) μέ ἄφθαρτη δόξα, ἐπίγεια καί οὐράνια. Δόξα ἁγιότητος καί αἰωνιότητος. 
4.Τήν εὐωδία τῆς ἁγιότητός του 

      Καί ἡ  ἁγιότητα εὐωδιάζει. Οἱ ἅγιοι εἶναι «εὐωδία Χριστοῦ τῷ Θεῷ» (Β’ Κορ. β’ 15). Αὐτή γίνεται στούς καλοπροαίρετους «ὀσμή ζωῆς εἰς ζωήν» και  στούς κακοπροαίρετους γίνεται «ὀσμή θανάτου εἰς θάνατον» (Β’ Κορ. β’ 16).  Ἔτσι ἔγινε καί μέ τόν π. Βησσαρίωνα. Ὅσο ζοῦσε, αἰσθάνονταν οἱ ἁγνές ψυχές τήν εὐωδία του. Στήν κηδεία του,  πρίν ἀπό 15 χρόνια, εὐωδίαζε ὅλο τό Μοναστήρι. Στήν ἐκταφή του εὐωδίαζε ὁ τάφος του. Λίγο χῶμα ἀπό τό μνῆμα του μεταφέρει τήν εὐωδία τῆς ἁγιότητος παντοῦ. Τήν νοιώθουν τήν εὐωδία τῆς ἁγιότητος, ὅσοι πορεύονται τήν Ὁδό τοῦ Ἁγιασμοῦ. Ὅσοι ἀκολουθοῦν «τήν Ὁδό, τήν Ἀλήθεια καί τή Ζωή» (Ἰωάν. ιδ’ 6), δηλαδή τόν Χριστό. Αὐτοί, καί χωρίς ἔκτακτα γεγονότα, ζοῦν καθημερινά μέσα στό θαῦμα τῆς θείας Ἀγάπης καί Παρουσίας, γεύονται τό Νέκταρ τῆς θείας χάριτος καί δοξάζουν τόν Χριστόν, τόν Ἀναστάντα ἐκ νεκρῶν, «τόν ἐνδοξαζόμενον ἐν βουλῇ ἁγίων» (Ψαλμ. πη’  8). 

ΚΙ  ΟΜΩΣ ΕΙΝΑΙ ΑΦΘΑΡΤΟΣ (Ἀνακοίνωση τῆς Ἱερᾶς Μονῆς) 
      Δυστυχῶς, παρά τόν ἄριστο χειρισμό τοῦ Σεβασμιωτάτου  Μητροπολίτου μας Κ.κ. Νικολάου στό θέμα τοῦ π. Βησσαρίωνος Κορκολιάκου, τά Μ.Μ.Ε προσπάθησαν νά βροῦν προφάσεις ὤστε νά μειωθεί τό θαυμαστό αὐτό γεγονός καί ἡ ἐνίσχυση τῆς πίστης τῶν πιστῶν. Μάλιστα, μέ ἀφορμή την κάλυψη τοῦ προσώπου τοῦ π. Βησσαρίωνος μέ τόν λεγόμενο «ἀέρα» ( κάτι πού γίνεται καί σέ ἄλλα ἅγια λείψανα, ὅπως τοῦ ὁσίου Παταπίου) ἀνάγκασαν τήν Ἱερά Μονή νά κάνει τήν ἐξής ἀνακοίνωση:

     «Ἐξεπλάγημεν μέ τήν τροπή πού ὁρισμένα  ΜΜΕ δίνουν στό θέμα τοῦ Ἱερομόναχου Βησσαρίωνος ἐπι­θυμώντας “σώνει καί καλά”, ὅπως λέει ὁ λαός, νά ἀποδείξουν πώς ἐπῆλθε “ἀλλοίωση” στό σκήνωμά του χωρίς νά λογαριάσουν ὅτι βεβηλώνουν ἔτσι τή μνήμη τοῦ Ἱερομονάχου, τόν ὁποῖο ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ, διά τόν ἐνάρετο βίο του, τήν προσφορά του στόν συνάνθρωπο καί τόν ἀναγνωρίζει ὡς ἀνάστημα ἤθους καί παράδειγμα πρός μίμηση.

      Ὁ <ἀέρας>, τό εἰδικό αὐτό λειτουργικό ὕφασμα, τοποθετήθηκε στό πρόσωπο τοῦ σκηνώματος, ὄχι ἐπειδή ὑπέστη αὐτό ἀλλοίωση, ἀλλά ἐπειδή ἔπρεπε νά ἐπανέλθει, ὅπως ἦταν ἀπό τήν ἡμέρα τῆς ταφῆς καί γιά 15 χρόνια, καί ἡ τάξη τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐπιβάλλει στά σκηνώματα τῶν Ἱερέων.

      Τό ὅτι μέχρι πρό ὀλίγων ἡμερῶν ἔμενε ἀκάλυπτο τό πρόσωπο τοῦ Γέροντος, τοῦτο ἔγινε κατ’ οἰκονομίαν, γιά νά μπορέσουν νά δοῦν οἱ Χριστιανοί ὁλόκληρο τό σκήνωμα καί νά ἀποφευχθοῦν ἀρνητικά σχόλια καί παρερμηνεῖες.

      Ὅταν κάποια ἀπό τά ΜΜΕ εἶδαν τόν “ἀέρα” ἔπρεπε νά μποῦν στόν κόπο νά ρωτήσουν καί νά μάθουν, τί συνηθίζεται νά συμβαίνει στούς κεκοιμημένους ἱερεῖς, καί ἑρμήνευσαν ἐσφαλμένως τήν ὕπαρξή του ὡς προσπάθεια καλύψεως τῆς δῆθεν ἀλλοιώσεως τοῦ προσώπου.

      Ἡ Ἱερά Μονή διαπιστώνοντας τήν ἀδικαιολόγητη στρέβλωση τῆς ἀληθείας ἐπί τῶν θαυμαστῶν αὐτῶν σημείων τοῦ Θεοῦ καί τήν ἐκτεταμένη διατάραξη τῆς μοναστικῆς γαλήνης, μεσούσης μάλιστα τῆς Ἑβδομάδος τῶν Ἀχράντων Παθῶν, παρακαλεῖ ὄλους νά ἐπιδείξουν τουλάχιστον τόν προσήκοντα σεβασμό στήν ἱερότητα τῆς Μονῆς καί στήν πίστη τῶν προσκυνητῶν». 

ΕΠΙΛΟΓΟΣ 

       Ὅλοι, ὅσοι εἶχαν τήν εὐλογία νά γνωρίσουν τόν π. Βησσαρίωνα, ὅταν ζοῦσε, κληρικοί καί λαϊκοί. Ὅσοι εἶχαν ἐξομολογηθεῖ κάτω ἀπό τό Ἐπιτραχήλι του, ὅσοι τόν εἶχαν φιλοξενήσει στό σπίτι τους, ὅσοι τόν μετέφεραν μέ τό αὐτοκίνητό τους, ὅσων πέρασε ἀπό τό χωριό τους, ὅσοι δέχτηκαν τήν βοήθειά του, πνευματική, ὑλική ἤ οἰκονομική, ὅσοι ἁπλά πῆραν μόνο τήν εὐχή τῆς Ἱερωσύνης του, ὅλοι αὐτοί ἄς μή ξεχάσουν ποτέ τόν ἅγιο Γέροντα. Ας προσεύχονται πάντοτε ὑπέρ αὐτοῦ, πρός τό παρόν, καί ἄς ζητοῦν τήν εὐχή του. Ἅς μιμοῦνται τό παράδειγμά του καί τίς ἀρετές του. Κι ἅς ξέρουμε ὅλοι, ὅτι «η αγιότητα δεν είναι μόνο για τους μεγάλους ασκητές και πατέρες. Η αγιότητα είναι και για μας τους απλούς ανθρώπους, που ζούμε είτε μέσα στα μοναστήρια είτε μέσα στον κόσμο είτε στην οικογένειά του ο καθένας. Η αγιότητα δεν είναι ένα άπιαστο όνειρο, αλλά μας ανήκει, αρκεί να ζήσουμε επί της γης σαν χριστιανοί» (περ. Ορθόδοξη Μαρτυρία, τ. 132, Ιαν-Φεβ-Μαρ. 2006, σελ. 2). Επίσης, ας μη ξεχνάμε ποτέ, ότι ἐκεῖ ψηλά στό Μοναστήρι τοῦ Ἀγάθωνος μαζί μέ τόν Ἅγιο Χαράλαμπο καί τόν Ὅσιο Ἀγάθωνα εἶναι καί ὁ δικός μας ἄνθρωπος, ὁ π. Βησσαρίων, διάπυρος εὐχέτης πρός τόν Κύριο ὑπέρ ὅλης της Φθιώτιδος καί φῶς ὁδηγητικό μέσα στό πνευματικό σκοτάδι πού βαραίνει πάνω ἀπό τήν κοινωνία μας στούς ἔσχατους καιρούς πού ζοῦμε!