Παρασκευή 8 Σεπτεμβρίου 2017

Πώς οικονομεί τα πράγματα ο Θεός;


Κάποτε ένας Άγιος γέροντας προσευχόταν στο Θεό να του αποκαλύψει το μυστήριο, γιατί άνθρω­ποι δίκαιοι και ευσεβείς είναι φτωχοί, δυστυχούν και αδικούνται, ενώ πολλοί άδικοι και αμαρτωλοί είναι πλούσιοι και αναπαύονται και πώς ερμηνεύονται οι κρίσεις του Θεού.

Ο Θεός, θέλοντας να τον πληροφορήσει, του έβαλε στην καρδιά το λογισμό να κατεβεί στον κόσμο.

Περπατώντας, λοιπόν, ο γέροντας, βρέθηκε σε ένα δρόμο πλατύ, απ’ όπου περνούσαν πολλοί. Εκεί υπήρχε ένα λιβάδι και μια βρύση με καθαρό νερό. Ο Αββάς κρύφτηκε στην κουφάλα ενός δέντρου.

Ύστερα από λίγο, εμφανίστηκε ένας άνθρωπος πλούσιος που ξεπέζεψε και κάθισε να φάει. Εκεί που αναπαυόταν, έβγαλε ένα πουγκί με εκατό φλου­ριά για να τα μετρήσει. Αφού, λοιπόν, τα μέτρησε, νόμισε πως τα έβαλε πάλι στο ρούχο του, αλλά εκεί­να είχαν πέσει στο έδαφος. Στη συνέχεια, σηκώθηκε και καβαλίκεψε το άλογό του χωρίς να γνωρίζει ότι αφήνει πίσω τα φλουριά.

Έπειτα, πέρασε κάποιος άλλος οδοιπόρος για να πιει νερό. Βρήκε τα φλουριά, τα πήρε κι έφυγε γρήγορα.

Κατόπιν, ήρθε άλλος ένας φτωχός οδοιπόρος, φορ­τωμένος και κουρασμένος, για να αναπαυθεί. Ενώ έβγαζε ένα παξιμάδι για να φάει, γύρισε πίσω ο πλού­σιος, έπεσε πάνω στο φτωχό με θυμό και του είπε: «Γρήγορα, δώσε μου τα φλουριά που βρήκες!». Ο φτω­χός, με όρκους μεγάλους, έλεγε πως δεν είδε τέτοιο πράγμα. Τότε, ο πλούσιος άρχισε να τον δέρνει με το λουρί του άλογου και, με ένα χτύπημα στο μήνιγγα, τον σκότωσε. Έψαξε όλα τα ρούχα του νεκρού, δεν βρήκε τίποτα και έφυγε πολύ λυπημένος.

Συγκλονιστική συνομιλία του Ιησού Χριστού με τον διάβολο για έναν…


Κάποιος μοναχός νικήθηκε από το πάθος της πορνείας και έκανε την αμαρτία καθημερινά., αλλά και καθημερινά ζητούσε έλεος από τον Κύριό του με δάκρυα και προσευχές. Ενεργώντας λοιπόν έτσι, τον ξεγελούσε η κακή συνήθεια, και έκανε την αμαρτία·
έπειτα πάλι, μετά την αμαρτία, πήγαινε στην εκκλησία, και βλέποντας την ιερή και σεβάσμια εικόνα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, έπεφτε μπροστά της με πικρά δάκρυα και έλεγε: «Σπλαχνίσου με, Κύριε, και πάρε από επάνω μου αυτόν τον ύπουλο πειρασμό, γιατί με ταλαιπωρεί φοβερά και με τραυματίζει με τις πικρές ηδονές. Δεν έχω πρόσωπο, Κύριε, να αντικρύσω και να δω την αγία εικόνα σου και την υπέρλαμπρη μορφή του προσώπου σου, ώστε να γλυκαθεί η καρδιά μου».
Τέτοια έλεγε, και όταν έβγαινε από την εκκλησία έπεφτε πάλι στον βούρκο. Όμως και πάλι δεν απελπιζόταν για τη σωτηρία του, αλλά από την αμαρτία ξαναγύριζε στην εκκλησία και έλεγε τα παρόμοια προς τον φιλάνθρωπο Κύριο και Θεό: «Εσένα, Κύριε, βάζω εγγυητή, ότι από εδώ και πέρα δεν θα ξανακάνω αυτή την αμαρτία· μόνο, αγαθέ, συγχώρησε μου όσες αμαρτίες σου έκανα από την αρχή μέχρι τώρα». Και αφού έδινε αυτές τις φοβερές υποσχέσεις, πάλι γύριζε στη βαριά αμαρτία του. Και έβλεπε κανείς τη γλυκύτατη φιλανθρωπία και την άπειρη αγαθότητα του Θεού να ανέχεται καθημερινά και να υπομένει την αδιόρθωτη και βαριά παράβαση και την αχαριστία του αδελφού και να θέλει από πολλή ευσπλαχνία τη μετάνοιά του και την οριστική επιστροφή του.