Σάββατο 18 Αυγούστου 2012

Ἐπιτρέπεται τό «ξεμάτιασμα»;

Η ΒΑΣΚΑΝΙΑ. Η ΕΥΧΗ ΤΗΣ ΒΑΣΚΑΝΙΑΣ ΔΙΑΒΑΖΕΤΑΙ ΜΟΝΟ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΙΕΡΕΙΣ. ΟΤΙ ΔΕΝ ΕΠΙΤΡΕΠΕΤΑΙ ΤΟ «ΞΕΜΑΤΙΑΣΜΑ»

Η βασκανία (ΚΑΙ Ο Π. ΠΑΪΣΙΟΣ)

Η ζήλεια, όταν έχει κακότητα, μπορεί να κάνει ζημιά. Αυτή είναι η βασκανία· είναι μια δαιμονική ενέργεια.
- Γέροντα, τη βασκανία την παραδέχεται η Εκκλησία;
- Ναι, υπάρχει και ειδική ευχή (Ο Γέροντας τόνιζε πως μόνο ο ιερέας μπορεί να διαβάζει την ευχή για βασκανία). Όταν κανείς λέει κάτι με φθόνο, τότε πιάνει το «μάτι».

- Πολλοί, Γέροντα, ζητούν «ματάκια» για τα μωρά, για να μην τα ματιάζουν. Κάνει να φορούν τέτοια;
- Όχι, δεν κάνει. Να λέτε στις μητέρες σταυρό να τα φορούν.
- Γέροντα, αν κανείς επαινέσει ένα ωραίο έργο, και αυτοί που το έφτιαξαν δεχθούν τον έπαινο με υπερήφανο λογισμό και γίνει ζημιά, αυτό είναι βασκανία;
- Αυτό δεν είναι βασκανία. Σ αυτήν την περίπτωση λειτουργούν οι πνευματικοί νόμοι. Παίρνει τη Χάρη Του ο Θεός από τον άνθρωπο, και τότε γίνεται ζημιά. Βασκανία υπάρχει σε σπάνιες περιπτώσεις. Ιδίως oι άνθρωποι που έχουν ζήλεια και κακότητα – λίγοι είναι τέτοιοι – αυτοί είναι που ματιάζουν. Μια γυναίκα λ.χ. βλέπει ένα παιδάκι χαριτωμένο με την μάνα του και λέει με κακότητα: «Γιατί να μην το είχα εγώ αυτό το παιδί; Γιατί να το δώσει ο Θεός σ’ αύτη;» Τότε το παιδάκι εκείνο μπορεί να πάθει ζημιά- να μην κοιμάται, να κλαίει, να ταλαιπωρείται, γιατί εκείνη το είπε με μια κακότητα. Και αν αρρώσταινε και πέθαινε το παιδί, θα ένιωθε χαρά μέσα της. Άλλος βλέπει ένα μοσχαράκι, το λαχταρά, και αμέσως εκείνο ψοφάει.
Πολλές φορές όμως μπορεί να ταλαιπωρείται το παιδί και να φταίει η ίδια η μάνα. Μπορεί δηλαδή η μάνα να είδε καμιά φορά κανένα αδύνατο παιδάκι και να είπε: «Τί είναι αυτό; Τί σκελετωμένο παιδί!» Να καμάρωνε το δικό της και να κατηγόρησε το ξένο. Και αυτό που είπε με κακία για το ξένο παιδί, πιάνει στο παιδί της. Μετά το παιδί ταλαιπωρείται εξ αιτίας της μάνας, χωρίς να φταίει. Λειώνει-λειώνει το καημένο, για να τιμωρηθεί η μάνα και να καταλάβει το σφάλμα της. Τότε φυσικά το παιδί θα πάει μάρτυρας! Τα κρίματα του Θεού είναι άβυσσος.
(Γέροντος Παϊσίου Αγιορείτου Λόγοι Α΄, Με πόνο και αγάπη για το σύγχρονο άνθρωπο, Ιερόν Ησυχαστήριον «Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος» Σουρωτή Θεσσαλονίκης 1998,σ. 109).
Μάτιασμα»και «ξεμάτιασμα»
Παρερμηνείες της βασκανίας
Από τους χρόνους της αρχαιότητας η βασκανία συνδέθηκε και μ’ αυτό που σήμερα αποκαλούμε «μάτιασμα». Σήμερα μάλιστα όταν ακούμε τη λέξη βασκανία αμέσως εννοούμε μόνον το μάτιασμα και τίποτε άλλο. Πρόκειται για μια παλιά πρόληψη και δεισιδαιμονία ότι ο κακός με το βλέμμα του και μόνο μπορεί να βλάψει τον φθονούμενο. Αυτό φυσικά δεν είναι σωστό, και η Εκκλησία μας δεν το παραδέχεται. Βεβαίως η Εκκλησία έχει ευχές που κάνουν λόγο για «βάσκανον οφθαλμόν». Οι αναφορές αυτές εξηγούνται εύκολα, χρειάζεται όμως μια προσοχή, για να μην υπάρξουν παρανοήσεις. Η φράση «βάσκανος οφθαλμός» προέρχεται από την Αγία Γραφή και σημαίνει το φθονερό άνθρωπο, τον κακό, τον ανελεήμονα, τον άσπλαχνο, ενώ το αντίθετο, «καλό μάτι», σημαίνει τον καλόν άνθρωπο, τον εύσπλαχνο, τον ψυχόπονο. Ας μη ξεχνάμε ότι στα αρχαία ελληνικά το μάτι λέγεται και όψις, και ότι στην Αγία Γραφή «μάτι» και «όψις» και «οφθαλμός» και «είδος» λέγεται και η εμφάνιση του ανθρώπου, το παρουσιαστικό του, και ο όλος άνθρωπος. Κατ’ αρχάς εννοείται ότι, ο φθονερός άνθρωπος όταν δει το θύμα του και το φθονήσει, αυτό είναι η ρίζα του κακού που μπορεί να ακολουθήσει. Επομένως αυτή η φθονερή ματιά, είναι από όλους ανεπιθύμητη. Στην συνέχεια η φράση «βάσκανος οφθαλμός» επεκτάθηκε στους ανθρώπους που σαν υποχείρια του σατανά ασχολούνται με μαγείες, μαντείες, ξόρκια και όλα τα σχετικά. Έτσι λοιπόν ξεκαθαρίζονται τα πράγματα πως η Εκκλησία μας από τη μια δεν παραδέχεται το μάτιασμα και από την άλλη αναφέρεται στις ευχές της εναντίον της βασκανίας. Δεν πρόκειται για αντίφαση, αλλά για διαχωρισμό δυο διαφορετικών πραγμάτων. Σε αντίφαση και σύγχυση βρίσκονται όσοι λεγόμενοι Χριστιανοί από τη μια κάνουν το σταυρό τους και από την άλλη τρέχουν σε ξόρκια και μάγια. Βασκανία εννοεί η Εκκλησία τον φθόνο και το κακό που κάνουν κάποιοι κινούμενοι από φθόνο· το κακό αυτό μπορεί να είναι μία βλαπτική πράξη ή μία συκοφαντία ή μία κατάρα ή μία δαιμονική ενέργεια ή επίδραση. Η Εκκλησία δεν δέχεται ότι η απλή ματιά ενός ανθρώπου μπορεί από απόσταση να προκαλέσει με μαγικό τρόπο κακό σε κάποιον άλλο. Είναι απαράδεκτες για ανθρώπους της Εκκλησίας οι προλήψεις και δεισιδαιμονίες ότι κάποιος είναι βάσκανος, μόνο και μόνο επειδή γεννήθηκε την τάδε μέρα ή επειδή έχει στο πρόσωπο του κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, ή ότι κάποιος είναι ιδιαίτερα επιρρεπής στη βασκανία (ότι δηλαδή «ματιάζεται» εύκολα), ή ότι μπορεί να αισθανθεί άσχημα και αδιάθετος, επειδή τάχα κάποιος τον «μάτιασε», και άλλες τέτοιες αηδίες
Δεν θα κάνουμε επομένως καμιά αναφορά στο λεγόμενο «ξεμάτιασμα», που γίνεται από λαϊκούς ανθρώπους (όπως επικλήσεις, χειρονομίες, χάνδρες κλπ.), οι οποίοι εμπειρικώς τα μαθαίνουν από άλλους και εμπειρικά τα εφαρμόζουν και κανείς δεν γνωρίζει το «πώς» και το «γιατί», αφού είναι σκοτεινή και άδηλη και ανεξερεύνητη η προέλευση αυτού του «ξεματιάσματος». Και δεν έχει σχέση με τη διδασκαλία της Εκκλησίας και προφανώς προέρχεται από λαϊκές και παλιές ειδωλολατρικές δοξασίες και πρακτικές ακαθόριστες, γι’ αυτό και είναι απαράδεκτες ανάμεσα στους πιστούς και δεν τιμούν τη σύγχρονη «προοδευτική» εποχή μας. Είναι εκδηλώσεις άγνοιας και απιστίας και παγανισμού.
Η Εκκλησία θέλοντας να βοηθήσει τα μέλη της συμπεριφέρεται με πολλή συγκατάβαση και περιέλαβε στις ευχές της τις σχετικές με τη βασκανία λέξεις, αλλά τους έδωσε το σωστό νόημα. Δυστυχώς πολλές φορές παρατηρείται η εσφαλμένη λαϊκή δοξασία να επικρατεί, να επιβάλλεται και σιγά-σιγά να αλλοιώνει τη γνήσια ορθόδοξη διδασκαλία, σε σημείο άλλα να λέμε και άλλα να καταλαβαίνουμε.
Η Εκκλησία τη βασκανία με την έννοια της εξ αποστάσεως φθοροποιού μαγικής επιδράσεως μόνο με το βλέμμα (που μπορεί καμιά φορά να συνοδεύεται και από κάποιο λόγον ή ενδόμυχη σκέψη θαυμασμού ή φθόνου) τη θεωρεί, δεισιδαιμονία. Οι εκκλησιαστικοί συγγράφεις και οι πατέρες της Εκκλησίας δεν αρνούνται την πραγματική βασκανία, δηλαδή τον φθόνο και τις βλαπτικές ενέργειες που εκπορεύονται από αυτόν. Ειδικά μάλιστα τις περιπτώσεις βασκανίας που δεν έχουν εμφανή τη προέλευσή τους τις αποδίδουν στην επήρεια του πονηρού. Γενικά θεωρούν τη βασκανία ως έργο του διαβόλου και πράξη φθόνου. Ο Μέγας Βασίλειος έγραψε και λόγο «περί φθόνου και βασκανίας». Η Εκκλησία συνέθεσε και ειδική ευχή κατά της βασκανίας, με την έννοια του φθόνου.
Με όσα αναφέραμε και εξηγήσαμε μέχρι εδώ ξεκαθαρίζεται το θέμα της βασκανίας από ορθόδοξη άποψη. Επίσης εξηγούνται και εκφράσεις όπως «η βασκανία σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να αποβεί θανατηφόρος», δεν εννοείται ότι κάποιος μπορεί με το βλέμμα του να σκοτώσει έναν άλλο (αυτό είναι ανόητη, μαγική, ειδωλολατρική και αντιχριστιανική αντίληψη), διότι τότε θα είχαν φονευθεί οι μισοί άνθρωποι της γης χωρίς πολέμους και εγκλήματα και φονικά όπλα, αλλά εννοείται ότι αυτός που φθονεί και μισεί τον συνάνθρωπό του σε μερικές περιπτώσεις είναι δυνατόν να τον εξοντώσει και σωματικά. Σχεδόν πάντοτε ο φθονερός προσπαθεί να εξοντώσει το θύμα του ηθικά-ψυχικά, γι’ αυτό ο κατ’ εξοχήν βάσκανος και φθονερός διάβολος ονομάζεται και ανθρωποκτόνος και μισάνθρωπος.
Μέσα προστασίας
Όσοι άνθρωποι αισθανθούν οι ίδιοι ή κάποιος δικός τους την επήρεια της βασκανίας, πρέπει να τρέχουν στον πνευματικό ιερέα να τους σταυρώσει με το σταυρό, που έχει μεγάλη δύναμη κατά των πονηρών πνευμάτων, και να τους διαβάσει την ειδική ευχή κατά της βασκανίας.
Πολλοί άνθρωποι επινόησαν κατά της βασκανίας διάφορα μέσα, όπως τα φυλαχτά, για να τα φοράνε όσοι βασκαίνονται. Η Εκκλησία προσπαθώντας να προφυλάξει τα μέλη της από κάθε πλάνη δεν επιτρέπει στους Χριστιανούς να χρησιμοποιούν αυτά τα φυλαχτά (χάντρες, φύλλα, λουλούδια, εκκλησιαστικά αντικείμενα και λοιπά), γιατί όλα αυτά προϋποθέτουν μια μαγική αντίληψη λειτουργίας και προστασίας, τελείως αντιχριστιανική. Επίσης απαγορεύεται να χρησιμοποιούνται διάφορα «εξορκιστικά» λόγια κατά του «ματιάσματος» από άντρες ή γυναίκες, γιατί όλα αυτά τα «λαϊκά» μέσα και οι σχετικές αντιλήψεις και δεισιδαιμονίες είναι είδος μαγείας και παγανισμού, όπως αναφέρει και ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης στο βιβλίο του «Χρηστοήθεια των Χριστιανών». Κάθε άλλο πέρα από τις ευχές της Εκκλησίας αποτελεί άρνηση της πίστεως· κάθε άλλο «ξόρκι» απομακρύνει από τον άνθρωπο τη χάρη του Αγίου Πνεύματος και τον αφήνει ανίσχυρο μπροστά στις «μεθοδείες του πονηρού». Όποιος χρησιμοποιεί «ξόρκια» και «φυλαχτά» και «χαϊμαλιά» είτε για τον εαυτό του είτε για δικούς του ανθρώπους, πρέπει να ξέρει ότι έτσι μολύνει το βάπτισμά του, δείχνει απιστία και ασέβεια προς το Θεό, και επομένως αντί να προστατεύεται από το κακό, παραδίδει τον εαυτό του σε μισάνθρωπες επιρροές.
Υπάρχουν βέβαια τα χριστιανικά φυλαχτά της Εκκλησίας, τα οποία μπορούν και πρέπει να μεταχειρίζονται οι πιστοί. Πολύ αποτελεσματικό φυλαχτό είναι ο σταυρός, που πρέπει να φοράνε όλοι οι Χριστιανοί, γιατί οι δαίμονες φοβούνται τη δύναμή του, γιατί είναι το φυλακτήριο όλου του κόσμου.
Υπάρχουν βέβαια και άλλα μέσα της πίστεως μας, με τα οποία επικαλούμαστε τη δύναμη του μεγάλου Θεού και μπορούμε να αποτρέψουμε κάθε κακό. Πρέπει όμως να έχουμε υπόψη μας ότι κανένα αγιαστικό μέσο της Εκκλησίας δεν μας βοηθά χωρίς μία απαραίτητη προϋπόθεση, την πίστη. Πρέπει να έχουμε πίστη σταθερή και ακλόνητη και χωρίς αμφιβολίες στο Κύριο μας Ιησού Χριστό και στη διδασκαλία του. Και αυτή η πίστη μεταφράζεται σε έργα, τα οποία είναι η πίστη στα θεόπνευστα λόγια της Αγίας Γραφής· το να εφαρμόζουμε και να ακολουθούμε τις εντολές του Θεού στη ζωή μας, το να εκκλησιαζόμαστε τακτικά, η θερμή προσευχή, να εξομολογούμαστε συχνά, και να κοινωνούμε. Τότε βεβαίως κανένα κακό, καμία επιβουλή, καμία βασκανία δεν μπορεί να μας βλάψει, και κυρίως δεν μπορεί να μας απομακρύνει από την πίστη και από τη σωτηρία της ψυχής μας. Με την προσευχή επικοινωνούμε με το Θεό. Με την εξομολόγηση απαλλασσόμαστε από τις αμαρτίες μας, οι οποίες είναι βάρος στη ψυχή μας και τείχος που εμποδίζει τη χάρη του Θεού να μας αγιάσει και να μας προστατέψει. Με τη θεία κοινωνία ενωνόμαστε με τον ίδιο το Θεό και γινόμαστε και εμείς «θεοί κατά χάριν». Αυτά είναι τα κυριότερα αγιαστικά μέσα και φυλαχτά που με πολλή αγάπη προσφέρει η μητέρα Εκκλησία σε κάθε παιδί της, πιστό μέλος της. Από αυτά ξεκινώντας και με τις συμβουλές πάντοτε του πνευματικού μας πρέπει να χρησιμοποιούμε και τα υπόλοιπα, το σημείο του Σταυρού, τις ευχές από τον ιερέα, τον μικρό και τον μεγάλο αγιασμό και λοιπά. Προσοχή λοιπόν και μακριά από κάθε τι που δεν είναι εκκλησιαστικό μέσο αγιασμού· προσοχή και από κάποια φυλαχτά που ορισμένοι επιτήδειοι παρουσιάζουν ως «της εκκλησίας», με σακουλάκια, φυλλαράκια, ξόρκια, χαρτάκια, ψωμάκια, πανάκια και τα όμοια, διότι έτσι ξεγελούν τους απλούστερους και εκμεταλλεύονται το θρησκευτικό συναίσθημα και την ανασφάλεια πολλών, με σκοπό τη βεβήλωση της πίστης και τον προσπορισμό εύκολου πλουτισμού.
(Β.Σ.Βασιλοπούλου, «Η βασκανία στη ζωή μας»,εκδ. «Αποκάλυψις» 2003- αποσπάσματα).
Όταν τα παιδιά τα μικρά συμβεί να πάθουν εκ βασκανίας, θα παίρνετε ολίγο βαμβάκι, θα το βουτάτε εις το κανδήλι πού έχετε εις τας εικόνας, θα αλείφετε το παιδί εις το μέτωπον και το πρόσωπον σταυροειδώς και θα λέγετε τα εξής τροπάρια:
Σταυρός ο φύλαξ πάσης της Οικουμένης,
Σταυρός η ώραιότης της Εκκλησίας,
Σταυρός βασιλέων το κραταίωμα,
Σταυρός πιστών το στήριγμα,
Σταυρός Αγγέλων η δόξα καί των δαιμόνων το τραύμα.
Εξηγόρασας ημάς εκ της κατάρας του νόμου τω Σταυρώ προσηλωθείς και τη λόγχη κεντηθείς την αθανασίαν επήγασας ημίν Σωτήρ ημών Δόξα Σοι.
Ημπορείτε και με ένα Σταυρό μικρό να τα σταυρώνετε και να λέγετε τα ανωτέρω τροπάρια. Όταν υπάρχει Ιερεύς να τα σταυρώνη εκείνος και να λέγη την εύχήν της βασκανίας.
Μετά πατρικής αγάπης καί ευχών εγκαρδίων ο πνευματικός σας
Πατήρ Αρχιμανδρίτης Φιλόθεος Ζερβάκος
http://vatopaidi.wordpress.com/
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ:
Γέροντος ΠΟΡΦΥΡΙΟΥ (1906-1991)
Από πατρικές νουθεσίες του
* Μια θρησκεία μόνον είναι, η Ορθόδοξος Χριστιανική Θρησκεία. Και το πνεύμα αυτό το ορθόδοξον είναι το αληθές. Τα άλλα πνεύματα, είναι πνεύματα πλάνης και οι διδασκαλίες είναι μπερδεμένες.
* Και διάβολος υπάρχει και όλα όπως τα γράφει η Γραφή υπάρχουνε. Και διάβολος και κόλαση και όλα.
* Ο άνθρωπος έχει φτιάξει πολλούς θεούς, και οι θεοί είναι πάρα πολλοί. Ακόμη και αυτοί οι άσωτοι, οι άθεοι πιστεύουνε στον Θεό, όχι στον αληθινό, αλλά εις την σάρκα, εις τα πάθη, στην ύλη…, όλοι κάτι λατρεύουνε… Σ’ αυτό που λατρεύει κανείς σ’ αυτό δουλεύει. Δηλαδή είσαι πόρνος, είσαι άνθρωπος της σαρκός, δουλεύεις για την σάρκα, για την ύλη.
* … η αλήθεια είναι στην Ορθοδοξία… Υπάρχουν πολλά φώτα, που βλέπει κανείς και εντυπωσιάζεται, μα ένα είναι το φως το αληθινόν… αξίζει να λατρέψει κανείς τον μόνον αληθινόν Θεόν, τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν… Οι αλήθειες του Θεού, όπως τις έχει πει, από την αρχή, αυτές είναι. Δεν υπάρχουνε άλλες αλήθειες, νέες, επειδή ο κόσμος προόδεψε και η επιστήμη και οι άνθρωποι πήγανε στα άστρα…
*  Μόνο η Θρησκεία του Χριστού ενώνει και όλοι πρέπει να προσευχόμαστε να έρθουνε σ’ αυτή. Έτσι θα γίνει ένωσις, όχι με το να πιστεύεις ότι όλοι είμαστε το ίδιο και ότι όλες οι θρησκείες είναι το ίδιο. Δεν είναι το ίδιο… προσεύχομαι ο Θεός να σας δώσει φώτιση να καταλάβετε ότι δεν έχει σχέση η Θρησκεία, η Ορθοδοξία μας, με άλλες θρησκείες.
* …Αν αρνηθείς (σημ. την ύπαρξη) το σατανά, θα πει ότι δεν είσαι ορθόδοξος… Ο Θεός να μας φωτίσει όλους, να τον γνωρίσουμε και να τον αγαπήσουμε.
*  «…Τι να σου κάνη η μόρφωση; Μόνο η χάρη του Θεού, μόνο η αληθινή αγάπη μας, που θυσιάζεται μυστικά για τους άλλους, μπορεί να σώση και τους άλλους και εμάς».
*  «…Δεν πρέπει να πολεμάτε τα παιδιά σας, αλλά τον σατανά που πολεμά τα παιδιά σας. Να τους λέτε λίγα λόγια και να κάνετε πολλή προσευχή… Με την προσευχή θα τους μιλήση ο Θεός».
* «Να είμαστε ταπεινοί, αλλά να μην ταπεινολογούμε. Η ταπεινολογία είναι παγίδα του διαβόλου, που φέρνει την απελπισία και την αδράνεια, ενώ η αληθινή ταπείνωση φέρνει την ελπίδα και την εργασία των εντολών του Χριστού».
* «Αν έρθει η χάρις του Θεού, όλοι και όλα αλλάζουν, έλα όμως που, για να έρθει, χρειάζεται πρώτα να ταπεινωθούμε;»
*  «…Μπορεί κάποιος να μιλά για τις αμαρτίες του και να είναι υπερήφανος κι άλλος να μιλά για τις αρετές του και να είναι ταπεινός».
* «Να μη κατηγορής τον άλλον για τα σφάλματά του και να μην του τα υπενθυμίζης. Τότε τον καθίζει στο σκαμνί η ιδία η συνείδησή του και τον δικάζει. Μόνον έτσι διορθώνεται το κακό. Διαφορετικά, όταν εσύ τον κατακρίνεις, αμύνεται, δικαιολογεί τον εαυτό του, ρίχνει τις ευθύνες του σε σένα και σε άλλους, γίνεται σκληρός και το κακό αντί να διορθωθεί, χειροτερεύει».
* «Όταν ο αδελφός μας σφάλλει, εμείς πρέπει να βαστάξουμε τον πειρασμό του. Η αληθινή αγάπη, μας εμπνέει να κάνουμε θυσίες χάριν του πλησίον… Χωρίς θυσία, με την κατάκριση μας, σπρώχνουμε τον αδελφό μας, που αμάρτησε, να πέση πιο χαμηλά, ενώ με την σιωπηλή θυσία της αγάπης μας και την μυστική προσευχή μας για εκείνον, ξυπνάμε την συνείδησή του, που σηκώνεται και τον κατηγορεί κι έτσι μετανοεί και διορθώνεται. Με την σιωπή σου βοήθησες το παιδί».
* « … Το αν θα πάμε στον παράδεισο ή στην κόλαση δεν εξαρτάται από το εάν έχουμε λίγα ή πολλά χρήματα, αλλά από τον τρόπο που θα χρησιμοποιήσουμε αυτά που έχουμε. Τα χρήματα, τα κτήματα και όλα τα υλικά αγαθά μας δεν είναι δικά μας, του Θεού είναι, εμείς έχουμε μόνο την διαχείρησή τους. Πρέπει να ξέρουμε, ότι ο Θεός θα μας ζητήσει λογαριασμό και για την τελευταία δραχμή μας, αν την διαθέσαμε σύμφωνα με το θελημά Του ή όχι».
* «…Το παν είναι να αγαπήση ο άνθρωπος τον Χριστό και όλα τα άλλα προβλήματα τακτοποιούνται».
* «Να προσέχης ιδιαίτερα τον δαίμονα της ακηδίας. Μην τον υποτιμάς. Όταν υποτάξει την ψυχή, την ναρκώνει και την παραλύει. Είναι μεγάλος δαίμονας, όταν μπαίνει μέσα στον άνθρωπο, δεν μπαίνει μόνος του, αλλά ακολουθείται από πλήθος άλλων δαιμόνων…».
* «Ο Θεός δεν τιμωρεί, ο άνθρωπος αυτοτιμωρείται, απομακρυνόμενος από τον Θεό. Είναι, ας πούμε: Εδώ νερό, εκεί φωτιά. Είμαι ελεύθερος να διαλέξω, βάζω το χέρι μου στο νερό, δροσίζομαι, το βάζω στη φωτιά, καίγομαι».
*  «Ο Θεός σέβεται το θέλημά μας. Ό,τι κάνεις να το κάνεις επειδή το θέλεις, ελεύθερα, υπεύθυνα και με ευχαρίστηση».
*  «Απαιτείται θυσία αγάπης για τον Χριστό και για τον πλησίον».
*  «Ο σκοπός μας δεν είναι να καταδικάζουμε το κακό, αλλά να το διορθώνουμε. Με την καταδίκη ο άνθρωπος μπορεί να χαθεί, με την κατανόηση και βοήθεια θα σωθεί. Τον αμαρτωλό πρέπει να τον αντικρύζουμε με αγάπη και με σεβασμό στην ελευθερία του…».
* «Για οποιαδήποτε άδικη κατηγορία εις βάρος σου να μην αγανακτείς, ούτε από μέσα σου. Είναι κακό. Το κακό αρχίζει από τις κακές σκέψεις. Όταν πικραίνεσαι και αγανακτείς, έστω μόνον με τη σκέψη, χαλάς την πνευματική ατμόσφαιρα. Εμποδίζεις το Άγιο Πνεύμα να ενεργήσει και επιτρέπεις στο διάβολο να μεγαλώσει το κακό. Εσύ πάντοτε να προσεύχεσαι, να αγαπάς και να συγχωρείς, διώχνοντας από μέσα σου κάθε κακό λογισμό».
* «Σήμερα οι άνθρωποι ζητούν να τους αγαπήσουν και γι’ αυτό αποτυγχάνουν. Το σωστό είναι να μην ενδιαφέρεσαι αν σε αγαπούν, αλλά αν εσύ αγαπάς τον Χριστό και τους ανθρώπους. Μόνο έτσι γεμίζει η ψυχή».
* «…Όταν αγαπάμε, νομίζουμε, ότι προσφέρουμε στους άλλους, ενώ στην πραγματικότητα προσφέρουμε πρώτα στον εαυτό μας. Η αγάπη χρειάζεται θυσίες. Να θυσιάζουμε ταπεινά κάτι δικό μας, που στην πραγματικότητα είναι του Θεού».
*  «Πολλοί λένε ότι η χριστιανική ζωή είναι δυσάρεστη και δύσκολη, εγώ λέω ότι είναι ευχάριστη και εύκολη, αλλά απαιτεί δύο προϋποθέσεις: Ταπείνωση και αγάπη».
* «…Έτσι και στην ψυχή, που όλος ο χώρος της είναι κατειλημμένος από το Χριστό, δεν μπορεί να μπει και να κατοίκησει ο διάβολος, όσο και αν προσπαθήσει, διότι δεν χωράει, δεν υπάρχει κενή θέση γι’ αυτόν. Μ’ αυτό τον τρόπο θα μπορέσουμε να ζήσουμε την αληθινή χριστιανική ζωή».
* «Να προσεύχεσαι χωρίς αγωνία, ήρεμα, με εμπιστοσύνη στην αγάπη και στην Πρόνοια του Θεού. Μην κουρασθείς να προσεύχεσαι».
* «…Με την αγιότητα αλλάζει ο άνθρωπος, όσο αμαρτωλός κι αν είναι, φεύγουν τα ψυχικά τραύματα. Σήμερα οι γιατροί τα λένε ψυχασθένειες, ενώ στην πραγματικότητα είναι δαιμονική επίδραση και οφείλεται στις αμαρτίες».
* «…Αν αφήσουμε τον Χριστό να κατοικήση σ’ ολόκληρη την ψυχήν μας, τότε φεύγει η αμαρτία, φεύγει η στενοχώρια, φεύγει η αρρώστεια και πετάμε και τα φάρμακα».
* «…Η σωτηρία του παιδιού σας περνά μέσα από τον εξαγιασμό τον δικό σας· όχι την θεωρία, αλλά την πράξη του εξαγιασμού…».
* «Ο αγιασμός δεν είναι ακατόρθωτο πράγμα, είναι μάλιστα εύκολος, φθάνει εσείς να αποκτήσετε ταπείνωση και αγάπη».
* «…Το άγχος είναι ασθένεια της ψυχής και δεν εξαρτάται από υλικές ελλείψεις. Μπορεί ένας υγιής άνθρωπος να έχη πολλά εκατομμύρια στην Τράπεζα και να ζη μέσα στο άγχος. Το άγχος καταπολεμείται με την εμπιστοσύνη στην Πρόνοια του Θεού και τον καλόν αγώνα».
* «Οι ασθένειες μας βγάζουν σε καλό, όταν τις υπομένουμε αγόγγυστα, παρακαλώντας τον Θεό να μας συγχώρησει τις αμαρτίες και δοξάζοντας το όνομα Του».
* «…Τίποτε στη ζωή μας δεν είναι τυχαίο. Ο Θεός φροντίζει ακόμη και για τις πιο μικρές λεπτομέρειες της ζωής μας. Δεν αδιαφορεί για μας. Μας αγαπά πολύ, μας έχει στο νου Του κάθε στιγμή και μας προστατεύει…».
* «Πρέπει να αποκτήσουμε από τώρα τη χάρη του Θεού. Χωρίς τη χάρη του Θεού οι προσπάθειές μας δεν θα φέρουν αποτέλεσμα και δεν θα πάμε στον Παράδεισο. Ο Θεός μας δίνει τη χάρη του, όταν εμείς είμαστε ταπεινοί».
* «…Η ψυχή είναι ένας κήπος χωρισμένος σε δύο μέρη. Στον μισό φυτρώνουν αγκάθια, στον άλλο μισό λουλούδια· και έχουμε μια δεξαμενή νερού (τις δυνάμεις της ψυχής) με δύο βρύσες και δύο αυλάκια. Η μία κατευθύνει το νερό στα αγκάθια και η άλλη στα λουλούδια. Κάθε φορά μόνο μια βρύση μπορώ ν’ ανοίξω. Αφήνω απότιστα τα αγκάθια και μαραίνονται, ποτίζω τα λουλούδια και ανθίζουν».
* «…Όταν έρθη μέσα μας ο Χριστός, τότε ζούμε μόνο το καλό, την αγάπη για όλο τον κόσμο. Το κακό, η αμαρτία, το μίσος εξαφανίζονται μόνα τους, δεν μπορούν, δεν έχουν θέση να μείνουν»
*  «Δεν γίνεται κανείς χριστιανός με την τεμπελιά, χρειάζεται δουλειά, πολλή δουλειά».
* Ο πατήρ Πορφύριος διά τον εαυτόν του· «…εγώ είμαι ένας μεγάλος αμαρτωλός και προσεύχομαι ταπεινά στον Χριστό, να με ελεήσει».
* «Όταν αγαπούμε τον Χριστό, τα αμαρτωλά μας πάθη υποχωρούν μόνα τους, χάνουν την δύναμη τους, μπροστά στην δύναμη της αγάπης. Όταν ξημερώση και φωτίση το δωμάτιο μας αυτός ο ήλιος, το σκοτάδι φεύγει, δεν μπορεί να μείνει».
* «…Να μην στενοχωριέσαι ποτέ. Ο Χριστός αναστήθηκε για να μας δώση πολλή αγάπη και χαρά, από τώρα. Από τώρα, ν’ αρχίσουμε να συμμετέχουμε, όλο και πιο αισθητά, στην φωτεινή ημέρα της βασιλείας της αγάπης του Χριστού, όπου δεν βραδυάζει ποτέ».
*  «Να γίνης αθάνατος από τώρα, πεθαίνοντας για τον κακό εαυτό σου».
(Το σταχυολόγημα των πατρικών και σωτηρίων αυτών νουθεσιών έγινε από το διδακτικώτατο βιβλίον ΚΟΝΤΑ ΣΤΟ ΓΕΡΟΝΤΑ ΠΟΡΦΥΡΙΟ του πνευματικού του τέκνου Κων/νου Γιαννιτσιώτη, εκδόσεως Ιερού Ησυχαστηρίου Η ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΙΣ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ, Αθήναι 1995).
Ψυχοσωτήρια Διδάγματα Συγχρόνων Γερόντων
Εκδόσεις “Ορθόδοξος Κυψέλη”
Θεσσαλονίκη

Ἐπιστροφή ἀπό τόν ἄλλο κόσμο

  AΠO TO BIBΛIO «ΠIΣTH KAI ZΩH» TOY AΓIOPEITOY IEPOMONAXOY
ΠATPOΣ MAΞIMOY, TOY ΓEPONTOΣ IΩΣHΦ.
EΠIΣTPOΦH AΠO TON AΛΛO KOΣMO!
Συνέβη εις Mπαρναούλ Pωσίας
΄Hμουν άθεη. ΄Eβριζα το Θεό πολύ και φοβερά. Zούσα μέσα στη ντροπή και την πορνεία και ήμουν πνευματικά νεκρή στη γη. ΄Oμως ο ελεήμων Θεός δέν άφησε να χαθώ, αλλά με οδήγησε στη μετάνοια κατά τον εξής θαυμαστό τρόπο.
Tο 1962 είχα καρκίνο και ήμουν άρρωστη επί τρία χρόνια. Aλλά δεν το έβαλα κάτω· εργαζόμουνα και έκανα θεραπεία σε γιατρούς, ελπίζοντας να βρω την υγειά μου. Tους τελευταίους έξι μήνες είχα αδυνατίσει πολύ, σε σημείο που ούτε νερό μπορούσα να πιω. Mόλις έπινα λίγο, αμέσως το έκαμνα μετό. Tότε με πήγανε στο Nοσοκομείο όπου, επειδή ήμουν πολύ δραστήρια, κάλεσαν από τη Mόσχα έναν Kαθηγητή και απεφάσισαν να με χειρουργήσουν.
Mόλις όμως άνοιξαν την κοιλιά μου, αμέσως πέθανα. H ψυχή μου βγήκε από το σώμα, και στεκόταν ανάμεσα σε δυο γιατρούς. Mε μεγάλο φόβο και τρόμο κύτταζα την αρρώστια στο σώμα μου. Oλόκληρο το στομάχι και τα έντερα ήταν προσβλημένα από τον καρκίνο. Στεκόμουν και αναρωτιόμουν, γιατί είμαστε δύο; Iδέα δεν είχα, ότι υπάρχει και ψυχή. Oι άθεοι μας δίδασκαν, ότι δεν υπάρχει Θεός και ψυχή, και ότι αυτά είναι επινόηση των παπάδων, για να ξεγελάνε το λαό και να τον κρατάνε σε φόβο για κάτι που δεν υπάρχει.
Mου έβγαλαν έξω όλα τα εντόσθια, και αναζητούσαν το δωδεκαδάκτυλο. Aλλά εκεί υπήρχε μόνο πύον. Tα πάντα ήτανε κατεστραμμένα· τίποτε δεν υπήρχε υγιές. Tότε είπαν οι γιατροί: «αυτή δεν έχει με τί να ζήσει». ΄Oλα τα έβλεπα με μεγάλο φόβο καί τρόμο, αλλά και πάλι συλλογιζόμουνα: «Πώς και από που είμαστε δύο, σώμα και ψυχή; Πώς γίνεται να στέκομαι όρθια και συγχρόνως να είμαι ξαπλωμένη»;
Oι γιατροί τότε ξαναέβαλαν μέσα όπως-όπως τα εντόσθιά μου. Eίπαν, το σώμα μου να δοθεί στους νέους γιατρούς για διδασκαλία, και το μετέφεραν στο νεκροφυλάκειο. Πήγαινα κι εγώ κοντά τους, αλλά όλο απορούσα και σκεφτόμουνα: «πώς και από που είμαστε δύο»; Eκεί με άφησαν σκεπασμένη με ένα σεντόνι ως το λαιμό.
[   [   [
          ΄Yστερα βλέπω, ότι ήρθε ο αδερφός μου μαζί με το μικρό μου γυιο, τον Aντρούσκα, που ήταν έξι χρόνων. O γυιος μου πλησίασε το σώμα μου, με φίλησε στο κεφάλι, και άρχισε να κλαίει λέγοντας: «Mαμά, μαμά, γιατί πέθανες; Eίμαι ακόμα μικρός, κι εγώ πώς θα ζήσω χωρίς εσένα; Πατέρα δεν έχω, και συ πέθανες»! Eγώ τότε τον αγκάλιασα και τον φίλησα, αλλά αυτός δεν αισθάνθηκε τίποτε. Oύτε με είδε, ούτε με πρόσεξε· μόνο κύτταγε το νεκρό μου σώμα. ΄Eβλεπα επίσης, ότι και ο αδερφός μου έκλαιγε.
΄Eπειτα με μιας βρέθηκα στο σπίτι μου. Eκεί είδα που ήρθε η πεθερά μου, από τον πρώτο μου γάμο, η μητέρα μου και η αδερφή μου. Tον πρώτο μου σύζυγο τον εγκατέλειψα, επειδή πίστευε στο Θεό. Tότε άρχισε η διανομή των πραγμάτων μου. Eγώ ζούσα πλούσια και με πολυτέλεια· αλλά όλα μου τα πράγματα τα απέκτησα με αδικία και πορνεία.
H αδερφή μου άρχισε να αφαιρεί τα πιο ωραία από τα πράγματά μου, ενώ η πεθερά ζητούσε, να αφήσει κάτι και στο γυιο μου. Aλλά η αδερφή μου δεν έδινε τίποτε. Mάλιστα κορόϊδευε την πεθερά μου λέγοντας, «αυτό το παιδί δεν είναι από τον γυιο σου· και συ δεν του είσαι τίποτε». Eνώ αυτές εμάλωναν για τα πράγματά μου, είδα γύρω μας διαβόλους-σατανάδες να χορεύουν με χαρά. Ύστερα βγήκαν έξω και έκλεισαν το σπίτι. H αδερφή μου πήρε μαζί της ένα μεγάλο μπόγο μέ πράγματα δικά μου.
          Aφού συνέβησαν όλα αυτά, βρέθηκα ξαφνικά στον αέρα και βλέπω να πετώ, όπως με το αεροπλάνο. Aισθάνομαι ότι κάποιος με συγκρατεί και ότι υψώνομαι όλο και πιο πολύ. Bρέθηκα πάνω από την πόλη μου, η οποία σε λίγο χάθηκε από τα μάτια μου και απλώθηκε σκοτάδι. ΄Eπειτα άρχισε να έρχεται φως, που ήταν πάρα πολύ δυνατό και δε μπορούσα να το κοιτάξω. Mε έβαλαν πάνω σε μία μαύρη πλάκα πλάτους ενάμιση μέτρου.
΄Eβλεπα μία κοιλάδα με πλούσιο πράσινο χορτάρι, και κάτι πολύ χοντρόκορμα δέντρα με πανέμορφο ποικιλόχρωμο φύλλωμα. Aνάμεσα σε αυτά τα δέντρα υπήρχανε σπίτια, και μάλιστα καινούργια όλα, αλλά δεν είδα ποιοι ζούσαν μέσα. Σκέφτηκα, που να βρίσκομαι άραγε; Aν είμαι πάνω στη γη, τότε γιατί δεν υπάρχουν επιχειρήσεις ή εργοστάσια ούτε άλλα κτίρια; γιατί δέν υπάρχουν δρόμοι, ούτε συγκοινωνίες; Tι μέρος είναι τούτο χωρίς ανθρώπους, και ποιος τέλος πάντων να ζει εδώ;
[   [   [
          Λίγο πιο πέρα είδα να περπατάει μία ωραία ψηλή γυναίκα με βασιλικά φορέματα, κάτω απ΄ τα οποία φαίνονταν τα δάχτυλα των ποδιών της. Περπατούσε τόσο ανάλαφρα, που κάτω απ΄ τα πόδια της δεν λύγιζε ούτε το χορτάρι. Kαι κοντά της πήγαινε ένας νεαρός, που το ύψος του έφτανε ως τους ώμους της. Aυτός έκρυβε το πρόσωπό του με τα χέρια του και έκλαιγε πολύ πικρά παρακαλώντας για κάτι, αλλά δε μπορούσα να ακούσω για ποιο λόγο. Σκέφθηκα ότι θα είναι ο γυιος της, και μέσα μου διαμαρτυρήθηκα, γιατί δεν τον λυπάται και δεν του εκπληρώνει το αίτημα. Aυτός έκλαιγε και θρηνούσε, αλλά εκείνη δεν του εκπλήρωνε την αίτηση.
          (Σημείωση: Aπό όλα φαίνεται, ότι αυτός ο νεαρός ήταν ο φύλακας ΄Aγγελος της γυναίκας, που διηγείται το γεγονός. Kαι φανερώνει, το πόσο οι άγιοι ΄Aγγελοι φροντίζουνε για μας και τις ψυχές μας, χωρίς εμείς να το βλέπουμε).
΄Oταν αυτοί με πλησίασαν, ο νεαρός έπεσε μπροστά στα πόδια της και άρχισε μετά οδυρμών να την παρακαλεί εντονώτερα και να της ζητάει κάτι. Eκείνη τότε του απάντησε, αλλά εγώ δέ μπόρεσα να την καταλάβω. ΄Oταν ήρθανε κοντά μου, ήθελα να την ερωτήσω, που βρίσκομαι;
Aλλά εκείνη τη στιγμή η γυναίκα σταύρωσε τα χέρια της, ύψωσε τα μάτια προς τον ουρανό και είπε: «Kύριε, που θα πάει η ψυχή αυτή έτσι όπως είναι»; Eγώ έτρεμα, και μόλις τώρα κατάλαβα ότι είχα πεθάνει, ότι η ψυχή μου βρισκότανε στον ουρανό και το σώμα μου έμενε στη γη. Tότε άρχισα να κλαίω και να οδύρομαι, οπότε ακούω μιά φωνή να λέει: «Eπιστρέψτε την στη γη για τις αγαθοεργίες του πατέρα της». Kαι άλλη φωνή απάντησε: «Bαρέθηκα την αμαρτωλή και διεφθαρμένη της ζωή. ΄Hθελα να την εξαφανίσω από προσώπου της γης χωρίς μετάνοια, αλλά με παρεκάλεσε γι΄ αυτήν ο πατέρας της. Δείξτε της όμως το μέρος, όπου άξιζε να πάει».
[   [   [
          Aμέσως τότε, χωρίς να το καταλάβω, βρέθηκα στην κόλαση. Eκεί άρχισαν να έρπουν μέχρις εμένα φοβερά πυρακτωμένα φίδια με μακριές γλώσσες, που ξερνούσανε φωτιά και άλλες σιχαμερές βρωμιές. H δυσωδία ήταν αβάσταχτη. Aυτά τα φίδια τυλίχτηκαν γύρω μου. Tαυτόχρονα παρουσιάσθηκαν ξαφνικά και σκουλήκια, χοντρά όσο τό δάχτυλο, με ουρές που κατέληγαν σε βελόνες και άγγιστρα. Aυτά έμπαιναν σε όλα μου τα ανοιχτά μέρη, στα αυτιά, τα μάτια, τη μύτη κλπ· έτσι με βασάνιζαν, κι εγώ κραύγαζα με φωνή δυνατή. Aλλά εκεί δεν υπήρχε από πουθενά ούτε έλεος ούτε βοήθεια.
Eκεί είδα και μία γυναίκα, που πέθανε από έκτρωση. Mόλις παρουσιάσθηκε, άρχισε να ζητάει έλεος από τον Kύριο. O Oποίος όμως της απάντησε: «Eσύ, όσο ήσουνα στη γη, δεν με αναγνώριζες· σκότωνες τα παιδιά μέσα στην κοιλιά σου· κι επί πλέον έλεγες στους άλλους: “δεν πρέπει να γεννάτε παιδιά· τα παιδιά είναι περιττά”. ΄Oμως για μένα δεν είναι περιττά, διότι τα πάντα τα ρυθμίζω εγώ».
Kαι σε μένα ο Kύριος είπε: «Eγώ σου έδωσα την αρρώστια για να μετανοήσεις, αλλά εσύ με έβριζες ως το τέλος της ζωής σου. Δεν με αναγνώριζες, και γι΄ αυτόν το λόγο ούτε κι εγώ σε αναγνωρίζω. ΄Oπως έζησες στη γη χωρίς Kύριο Θεό, έτσι θα ζήσεις κι εδώ».
[   [   [
          Mετά απ΄ αυτά, ξαφνικά όλα άλλαξαν. H βρώμα χάθηκε, καθώς και ο δυνατός οδυρμός. ΄Eνοιωσα πως πέταξα, και είδα την Eκκλησία μου που κορόϊδευα. ΄Aνοιξε η πύλη, καί βγήκε ο Iερέας ντυμένος στα άσπρα. Στεκόταν με σκυμμένο το κεφάλι, και κάποια φωνή με ρώτησε, «ποιος είναι αυτός»; Eγώ απάντησα, «ο Iερέας μας». Kαι η φωνή συνέχισε: «Eσύ έλεγες πως είναι χαραμοφάης, αλλά αυτός είναι ποιμένας πραγματικός, διότι δεν είναι μισθωτός. Γνώριζε πως, αν και κατά τον βαθμό είναι μικρός, ένας συνηθισμένος ιερέας, όμως υπηρετεί εμένα. Mάθε ακόμη και τούτο· αν δεν σου διαβάσει αυτός την ευχή της εξομολογήσεως, εγώ δεν θα σε συγχωρήσω».
Tότε άρχισα να παρακαλώ: «Kύριε, γύρισέ με στη γη· έχω ένα γυιο μικρό». Kαι ο Kύριος απάντησε: «Ξέρω ότι έχεις ένα γυιο μικρό, και είναι κρίμα γι΄ αυτόν». «Kρίμα», είπα κι εγώ. Kι Eκείνος συνέχισε: «Eγώ σας λυπάμαι όλους, και μάλιστα τρεις φορές. Σας περιμένω όλους, πότε θα ξυπνήσετε από το αμαρτωλό σας όνειρο, να μετανοήσετε και να συνέλθετε».
Tη στιγμή αυτή εμφανίστηκε πάλι η Mητέρα του Θεού, που νωρίτερα την αποκαλούσε «γυναίκα», και πήρα το θάρρος να την ερωτήσω: «Yπάρχει εδώ σε σας Παράδεισος»; Kαι αντί για απάντηση, ξαναβρέθηκα στην κόλαση. Tώρα ήτανε χειρότερα από ό,τι την προηγούμενη φορά.
[   [   [
          ΄Eτρεξαν οι δαίμονες ολόγυρά μου κρατώντας καταλόγους και, δείχνοντας τα αμαρτήματά μου, φώναζαν: «Eσύ εμάς υπηρέτησες, όσο ήσουνα στη γη». ΄Aρχισα να διαβάζω τα αμαρτήματά μου. ΄Oλα μου τα έργα ήτανε γραμμένα με μεγάλα γράμματα, και ένοιωσα φόβο τρομερό. Aπό τα στόματά τους έβγαινε φωτιά. Oι δαίμονες με χτυπούσανε στο κεφάλι. Πάνω μου έπεφταν και κολλούσαν πυρακτωμένες σπίθες από φωτιά και με έκαιγαν.
Γύρω μου ακούγονταν θρήνος φοβερός και πολλών ανθρώπων κοπετός. ΄Oταν η φωτιά δυνάμωνε, έβλεπα γύρω μου τα πάντα. Oι ψυχές είχαν όψη φοβερή· ήτανε σακατεμένες, με τεντωμένους λαιμούς και πρησμένα μάτια. Mου έλεγαν: «Eίσαι υποχρεωμένη να ζήσεις μαζί μας. ΄Oπως εσύ, έτσι κι εμείς· όταν ήμασταν στη γη, δεν αναγνωρίζαμε τον Θεό, Tον βρίζαμε και κάναμε κάθε κακό, πορνεία, υπερηφάνεια και άλλα, και ποτέ δεν μετανοήσαμε. ΄Oσοι αμάρτησαν αλλά μετάνοιωσαν, εκκλησιάζονταν, προσεύχονταν, ελεούσαν τους φτωχούς και βοηθούσαν όσους βρίσκονταν σε ανάγκη ή κακοτυχία, αυτοί είναι εκεί ψηλά». Eγώ πανικοβλήθηκα από τα λόγια αυτά. Mου φαινόταν ότι βρισκόμουνα στην κόλαση ολόκληρη ζωή, κι αυτοί μου λένε ότι θά ζήσω μαζί τους αιώνια.
[   [   [
          Mετά απ΄ αυτό εμφανίστηκε πάλι η Mητέρα του Θεού, καί απλώθηκε παντού το φως. Oι δαίμονες τράπηκαν σε φυγή και οι ψυχές, που βασανίζονται στην κόλαση, άρχισαν να κραυγάζουν ικετεύοντας για έλεος: «Oυράνια Bασίλισσα, μη μας αφήνεις εδώ». ΄H φώναζαν: «Mητέρα του Θεού, καιγόμαστε και δεν υπάρχει ούτε σταγόνα νερό».
Eκείνη έκλαιγε! και μέσα από το κλάμα έλεγε: «΄Oσο ζούσατε στη γη, δεν με αναγνωρίζατε, ούτε μετανοούσατε για τις αμαρτίες σας στον Yιό μου και Θεό σας. Kι εγώ τώρα δεν μπορώ να σας βοηθήσω, δεν μπορώ να παραβώ την απόφαση του Yιού μου. Bοηθώ μόνο αυτούς, για τους οποίους παρακαλούν οι συγγενείς και για τους οποίους προσεύχεται η αγία Eκκλησία». ΄Yστερα απ΄ αυτό εμείς αρχίσαμε να υψωνόμαστε, ενώ αποκάτω έφταναν ως εμάς κραυγές γοερές: «Mη μας αφήνεις, Mητέρα του Θεού».
Ξαναβρέθηκα πάνω στην ίδια πλάκα, ενώ γύρω μου ήτανε σκοτάδι. H Mητέρα του Θεού σταύ­ρωσε πάλι τα χέρια της, ύψωσε τα μάτια προς τα πάνω, και άρχισε να προσεύχεται λέγοντας: «τι να κάνω μ΄ αυτήν; που να τήνε βάλω»; Tότε μια φωνή απάντησε: «αφήστε την από τα μαλλιά στη γη». Kαι η Παναγία έφυγε ήσυχα από μια μισανοιγμένη πόρτα, πίσω από την οποία δεν έβλεπα τίποτε.
΄Eπειτα φάνηκαν δώδεκα άμαξες χωρίς τροχούς· κινούνταν αργά, κι εγώ τις ακολουθούσα. H Mητέρα του Θεού είπε, ότι η δωδέκατη άμαξα δεν έχει πάτο. Φοβόμουν να καθήσω σ΄ αυτήν, αλλά Eκείνη με έσπρωξε απ΄ αυτήν και βρέθηκα πάνω στη γη.
[   [   [
          Mετά απ΄ αυτό συνήλθα, κι ενσυνείδητα πλέον στεκόμουνα και κύτταζα. H ώρα ήταν μιάμιση μεσημέρι. Mετά από κείνο το φώς που είδα στον ουρανό, όλα πάνω στη γη μου φαίνονταν άσχημα. Δεν μου άρεσε που ήμουνα στη γη, αλλά και τι να κάνω; Eίπα μόνη μου στην ψυχή μου: «τώρα πήγαινε μέσα στο σώμα σου»!
Tότε βρέθηκα στο νοσοκομείο, και πήγα στο ψυγείο όπου φύλαγαν τα πτώματα. ΄Hτανε κλειστό, αλλά μπήκα χωρίς εμπόδιο, και είδα εκεί το νεκρό μου σώμα. Tο κεφάλι μου ήταν γυρισμένο λίγο προς τα πλάγια, ενώ η μέση μου πιεζόταν από άλλα σώματα νεκρών του ψυγείου.
Mόλις η ψυχή μου μπήκε στο σώμα, αμέσως ένοιωσα ψύχρα ισχυρή. Aπελευθέρωσα κάπως την πιεσμένη μέση μου, διπλώθηκα και έσφιξα τα γόνατα με τα χέρια. Eκείνη τη στιγμή άνοιξαν την πόρτα του ψυγείου, και έβαλαν μέσα κάποιον νεκρό. ΄Oταν άναψαν το φώς, με είδαν που ήμουν μαζεμένη και σκυμμένη, ενώ συνήθως βάζουν όλους τους νεκρούς ανάσκελα.
Oι νοσοκόμοι βλέποντάς με έτσι φοβήθηκαν, και από το φόβο σκόρπισαν. Γύρισαν σε λίγο μαζί με δυο γιατρούς, που αμέσως διέταξαν να με βγάλουν έξω και να ζεσταθεί το μυαλό μου με λάμπες ηλεκτρικές. Στο σώμα μου υπήρχαν οχτώ τομές από νέους γιατρούς, που μάθαιναν και έκαναν πειράματα. Δύο ώρες μετά το ζέσταμα του κεφαλιού άνοιξα τα μάτια, και μόλις μετά από δώδεκα ημέρες μίλησα.
[   [   [
          Tο πρωΐ μου έφεραν τηγανίτες με βούτυρο και καφέ, αλλά, επειδή ήταν ημέρα νηστείας, τους είπα ότι δέν θέλω να φάω. Oι νοσοκόμοι έφυγαν, αλλά όλοι στο νοσοκομείο άρχισαν να με προσέχουν. ΄Hρθαν οι γιατροί και με ρώτησαν, γιατί δεν θέλω να φάω.
Kι εγώ τους απάντησα: «Kαθήστε να σας διηγηθώ, τι είδε η ψυχή μου. ΄Oποιος δεν νηστεύει τις μέρες της νηστείας, αυτός θα φάει πράγματα βρωμερά και σιχαμερά. Γι΄ αυτό κι εγώ σήμερα δεν θα φάω, όπως και σε όλες τις νηστείες δεν θα αρτυθώ». Oι γιατροί από την έκπληξη τη μια κοκκίνιζαν, την άλλη κιτρίνιζαν, και οι ασθενείς με άκουγαν προσεκτικά.
΄Yστερα συγκεντρώθηκαν πολλοί γιατροί, κι εγώ τους είπα, ότι δεν με πονάει τίποτε πλέον. Tότε άρχισε να έρχεται σε μένα κόσμος πολύς, κι εγώ διηγόμουνα σε όλους ό,τι είχε δει η ψυχή μου. Aλλά η αστυνομία άρχισε να διώχνει τον κόσμο, ενώ εμένα με μετέφεραν σε άλλο νοσοκομείο. Eκεί ανάρρωσα τελείως, και παρεκάλεσα τους γιατρούς να τακτοποιήσουν όσο το δυνατόν νωρίτερα τις τομές, που είχαν κάνει πάνω μου οι φοιτητές.
[   [   [
          Tότε με έβαλαν στο χειρουργικό τραπέζι και, όταν οι γιατροί άνοιξαν την κοιλιά μου, είπαν: «Γιατί χειρουργήσανε έναν άνθρωπο, που είναι τελείως υγιής»; Eγώ τους ρώτησα, ποια είναι η αρρώστια μου; Kι αυτοί απάντησαν: «τα εντόσθιά σας είναι υγιή και καθαρά, όπως του παιδιού». Tους είπα: «τα μάτια μου ήταν δεμένα κατά τη διάρκεια της εγχείρισης, αλλά παρ΄ όλα αυτά είδα το εσωτερικό μου, όταν η ψυχή μου είχε βγει από το σώμα και στεκότανε ψηλά στο ταβάνι».
΄Eπειτα ήρθε και ο γιατρός που είχε κάνει την εγχείριση. ΄Oταν με είδε από κοντά, είπε: «Που είναι η αρρώστια της; ΄Oλα της τα εντόσθια ήταν διαλυμένα, προσβεβλημένα από τον καρκίνο, και τώρα είναι τελείως καλά». Tου απάντησα: «O Kύριος και Θεός φανέρωσε το έλεός του πάνω σε μένα την αμαρτωλή, για να ζήσω ακόμη και να μαρτυρήσω στους άλλους τα όσα είδα και ό,τι μου συνέβη. EKEINOΣ, ο Kύριος και Θεός πήρε ό,τι κατεστραμμένο ήταν μέσα μου, και μου έδωσε καινούργια μέλη υγιή· αυτό σε όλους θα το διηγούμαι, ώσπου να πεθάνω».
΄Yστερα είπα στο γιατρό: «βλέπετε, πως γελασθήκατε»; Kι εκείνος είπε: «μέσα σου δεν ήταν τίποτε υγιές». «Tι νομίζετε τώρα;» τον ρώτησα εγώ. Eκείνος απάντησε: «σε αναγέννησε ο Yπέρτατος». Tότε είπα: «αν πιστεύετε σ΄ Aυτόν, κάντε το σταυρό σας και παντρευτείτε στην Eκκλησία. Aλλά ο γιατρός κοκκίνισε, επειδή ήταν Eβραίος. Πρόσθεσα επίσης: «γίνου αρεστός στον KYPIO και ΘEO».
[   [   [
          ΄Eπειτα άφησα το νοσοκομείο και κάλεσα τον Iερέα, που νωρίτερα κορόϊδευα και του έκαμνα επιθέσεις αποκαλώντας τον χαραμοφάη. Tου διηγήθηκα όλα όσα μου συνέβησαν, εξομολογήθηκα και μετέλαβα των αγίων Mυστηρίων του Xριστού. Στη συνέχεια τον κάλεσα κι ευλόγησε το σπίτι μου, διότι ως τώρα βασίλευε η μικρότητα, το μεθύσι, η μάχη και ο εμπαιγμός.
Tώρα εγώ η αμαρτωλή Kλαυδία, που είμαι σαράντα χρόνων, με τη βοήθεια του Θεού και της ουράνιας Bασίλισσας ζω χριστιανικά. Πηγαίνω τακτικά στην Eκκλησία, στο Nαό του Θεού, και ο Kύριος με βοηθάει. ΄Eχω επισκέπτες από  όλα τα μέρη του κόσμου, κι εγώ τους διηγούμαι όλα όσα μου συνέβησαν, ό,τι είδα και άκουσα. Mε τη βοήθεια του Θεού τους δέχομαι όλους και τους εξιστορώ, τι ήμουνα πριν, ό,τι μου συνέβη, και για ποιο λόγο είμαι τώρα πιστή.
Aς είναι δοξασμένος Kύριος ο Θεός! ΄Oλους τους συμβουλεύω, να προσέχουνε πως ζούνε, διότι πραγματικά υπάρχει άλλος κόσμος και άλλη ζωή· ο καθένας θα δώσει λόγο για τα επί γης έργα του, και  ανάλογα με αυτά θα έχει πλήρως δίκαιη ανταμοιβή ή τιμωρία, και μάλιστα αιώνια. ΄Oλοι να ζήτε κατά Θεόν και χριστιανικά. Aμήν!
Oυστγιουζίνα Kλαυδίγια Nικίτσισνα
Mεταφρασμένο από τά ρωσικά.
http://www.maximosathos.com/pia.htm

Ὁ Μακαριστός Ἰάκωβος Τσαλίκης – Στυλ. Γ. Παπαδόπουλος Ὁμότ. Καθ. Παν. Αθηνῶν


  Ο Μακαριστός Ιάκωβος Τσαλίκης

Από το ομώνυμο βιβλίο, εκδόσεις «Τροχαλία»
Το Ηγουμενείο και το ταγάρι που δεν άδειαζε.

Κάποιοι, τρία χρόνια μετά, τον προτρέπανε να φτιάξει ένα καλό Ηγουμενείο, γιατί λείπει στη Μονή. Και τους ξένους, από διάκο μέχρι πατριάρχη κι από κλητήρα μέχρι υπουργό, συνήθως τους δεχότανε σε μια στενή, απέριττη και χωριάτικη τραπεζαρία, εκεί που τρώγανε και τρώνε οι μοναχοί. Ένα δωμάτιο με λίγες καλές καρέκλες επάνω, είναι κι αυτό ανεπαρκές. Δεν του άρεσε η ιδέα του μεγάλου Ηγουμενείου και, όταν τον πίεσαν, τα είπε κάπως αυστηρά:
–Άκουσε. Εγώ ούτε ηγουμενεία ζήλεψα, ούτε δόξα ζήλεψα, ούτε κτίρια, ούτε τιμές. Ζήλεψα τον παράδεισο! Ο άγιος Δαβίδ, που ζούσε στα σπήλαια και στις ερήμους και δεν είχε αυτά, τι έκανε; Με την απλότητα και την ταπείνωση κέρδισε τον παράδεισο. Διάβασες σε κανένα Βίο αγίων ότι φτιάξανε το τάδε ηγουμενείο, το τάδε κτήριο και κερδίσανε τον παράδεισο; Αλλά έκαναν θυσίες, προσευχές, νηστείες, χαμαικοιτίες και τέτοια. Είχαν αρετές, μ’αυτές κερδίσανε τον παράδεισο. Εγώ θέλω τουλάχιστον μια γωνία στον παράδεισο, σε μια άκρη…

Και όμως χρήματα θά’βρισκε για το Ηγουμενείο… Το ταγαράκι στεκότανε πάντα στη θέση του, πάντα γεμάτο:
–Έρχονται, έλεγε, οι φτωχοί μου και λέω και τους δίνω. Και κείνο δεν αδειάζει. Γυρίζω και το βρίσκω ξεχειλισμένο.
Για να μην ξεχνάει τις πολλές περιπτώσεις, που έκρινε ότι πρέπει να στέλνει χρήματα, είχε καταλόγους. Τους βρήκαμε στο κελάκι του μακαριστού γέροντα. Κι επειδή χρειάζονταν μεγάλα
χρηματικά ποσά, έλεγε σε προσκυνητές, ευκατάστατους, με τρόπο γενικό:
–Τα χρήματα δεν τα δίνει ο Θεός όλα για τον εαυτό μας.

Και το θαυμαστό ήτανε ότι το ταγαράκι τις περισσότερες φορές γέμιζε χωρίς ο ίδιος να βάζει μέσα κάτι, Δεν μπορούσε μάλιστα να το βλέπει γεμάτο. Ήξερε πολύ καλά ότι για να γεμίζει μόνο του, εκείνος πρέπει να δίνει.
Φώναξε μια μέρα τον π. Π. και του έδινε πολλά χρήματα για κάποιον που έκανε εγχειρήσεις στο εξωτερικό. Ο π. Π. υπενθύμισε ότι «πριν λίγες ημέρες δώσαμε» και ότι ακόμα είναι νωρίς για νέα προσφορά.
–Αυτά που στείλαμε τελείωσαν. Ξέρω εγώ τι σου λέω. Το σακούλι μου πάλι γέμισε. Τι να τα κάνω; Πέντε δίνω, πενήντα έρχονται…

Εκβάλει δαιμόνια και καθυβρίζεται από αυτά.
Από νωρίς, από τότε που οι δαίμονες τον χτυπούσαν και τον άφηναν αναίσθητο, άρχισε να του παρέχεται κι ένα άλλο χάρισμα. Να εκβάλλει δαιμόνια από ανθρώπους. Παλιά η μεθοδεία του Σατανά. Ταλαιπωρεί αφάνταστα και μεταβάλλει τον άνθρωπο σε απαίσιο τυφλό του όργανο. Ιδιαίτερα στη δεκαετία του 1980 φέρνανε συχνά δαιμονισμένους στη Μονή, για να τους διαβάσει εξορκισμούς ο π. Ιάκωβος και να τους σταυρώσει με την κάρα του οσίου Δαβίδ.
Στις 13 του Σεπτέμβρη, το 1987, δαιμόνιο ενόχλησε το Γιώργο Λ., ένα παληκάρι 22 ετών. Κάθε μέρα και η κατάστασή του χειροτέρευε. Τον Οκτώβρη η μητέρα του και ο αδερφός του φέρανε το Γιώργο στη Μονή. Παρακάλεσαν τον π. Ιάκωβο να προσευχηθεί και να διαβάσει εξορκισμούς. Μπροστά στο ναό το δαιμόνιο αντέδρασε φοβερά. Έβριζε κι αισχρολογούσε, χειρονομούσε και απειλούσε. Μέσα στο ναό συνέχισε πιο έντονα την αντίδραση. Άνοιξε τη λειψανοθήκη ο π. Ιάκωβος, κατέβασε την κάρα του οσίου και άρχισε να διαβάζει εξορκισμούς. Τότε, από τη μητέρα, που κι αυτή μπήκε στο ναό, ακούστηκε μια κραυγή:
–Θεέ μου, τι βλέπουν τα μάτια μου, ας γίνει καλά το παιδί μου! Τελειώνοντας οι εξορκισμοί, ο Γιώργος ελευθερώθηκε από το δαιμόνιο και ηρέμησε. Η μητέρα του, μόλις βγήκε από το ναό, εξήγησε σε μοναχό πως είδε τον π. Ιάκωβο όταν εκείνη έβγαζε τη φωνή. Τον είδε είπε, όσο διάβαζε τους εξορκισμούς, υψωμένον περίπου μισό μέτρο πάνω από τη γη και να πατάει σ’ ένα μαύρο νάνο με κέρατα και ουρά (στο δαιμόνιο).
Στη Μονή έφερναν δαιμονισμένους, έφερναν και ψυχοπαθείς, με διαφόρων βαθμών και τύπων σχιζοφρένειες. Τις περισσότερες φορές είναι πολύ, μα πάρα πολύ, δύσκολο να διακρίνει κανείς πότε ο δυστυχής άνθρωπος πάσχει από σχιζοφρένεια και πότε κατέχεται από δαιμόνιο. Ο π. Ιάκωβος είχε το χάρισμα να διακρίνει και ανάλογα με την περίπτωση, έλεγε:
–Αυτός (ο ψυχοπαθής) πρέπει να πάει στο γιατρό.
–Αυτός, παιδί μου, έχει δαιμόνιο (άρα χρειαζόταν εξορκισμούς).
Πολλοί παρακολουθούσανε τους εξορκισμούς αυτούς και κάποιοι καταγράψανε διαλόγους μεταξύ του π. Ιακώβου και των δαιμόνων. Οι δαίμονες μιλούσανε με το στόμα των δαιμονισμένων, που βρίζανε άσχημα και συχνά, ως δαίμονες, δείχνανε γνώση πραγμάτων, που δεν τα γνωρίζουν οι άνθρωποι. Η δαιμονισμένη Παναγιώτα χτυπιόταν και δεν ήθελε να πάει στον π. Ιάκωβο, τον οποίο έλεγε ότι θα τον τυφλώσει τη νύχτα, να μην μπορεί να διαβάζει. Το πρωί ο γέροντας τη ρώτησε το όνομά της και αυτή απάντησε: Οσμάν. Άλλη μία δαιμονισμένη απάντησε ότι τη λένε Βελιάρ. Τότε ο γέροντας:
–Εσύ, Βελιάρ, και ο πατέρας σου είστε ψεύτες. Βεελζεβούλ ο πατέρας σου.
Εκείνη βεβαίωσε:
–Ναι, έτσι λέγεται και μου δίνει ξύλο για να κάνω κακό, δεν αντέχω άλλο.
–Τώρα –επιτάσσει ο γέροντας– θέλω να φύγεις από την Παναγιώτα.
–Να φύγω –προλαβαίνει η Παναγιώτα– να φύγω, παλιόγερε κοκαλιάρη.
–Να πας στα όρη –συνεχίζει ο γέροντας.
Και η Παναγιώτα με παράπονο κι επιμονή:
–Να μην πάω στα όρη, να πάω σε άνθρωπο…
Ο γέροντας βάζει την κάρα του Οσίου στο κεφάλι της.
–Μου σπας τα κέρατα… Σε πολεμάω εξήντα πέντε χρόνια. Δεν μπορώ να σε ρίξω σε κάποια αμαρτία, να σε πάω στην κόλαση. Να εύχεσθε σ’αυτόν το Γέρο (=τον όσιο Δαβίδ), αλλιώς θα σας είχα λιώσει…
Έπειτα το δαιμόνιο άλλαξε τακτική και φώναζε στο γέροντα:
–Είσαι άγιος… Έχετε άγιο εδώ και δεν το καταλάβατε.
Ο γέροντας αποστόμωνε αμέσως:
–Τα λες να με παρασύρεις, αμ’ δε σ’ακούω… γη και σποδός είμαι… εγώ είμαι ταπεινός…
Το δαιμόνιο ήξερε καλά, ομολογούσε και αντιδρούσε:
–Αυτή η ταπείνωση, ρε κερατά, με καίει… φύγε ρε…
Την ίδια εποχή, πήγανε οι γονείς στην Μονή την κόρη τους, που δεν έμπαινε στο ναό. Βγήκε ο γέροντας με την κάρα του Οσίου, οπότε η δαιμονισμένη ξέσπασε:
–Σκάσε, να μη σ’ακούω παλιόγερε. Να ψοφήσεις (και χτυπιότανε φοβερά η κοπέλα). Είμαι κοσμοκράτωρ (φώναζε με το στόμα της ο δαίμονας). Κρατώ την Αθήνα στα χέρια μου… Εκείνο που ήθελα το’κανα, τους παπάδες τους κούρεψα…
Πολεμάω χρόνια το μοναστήρι× σας φυλάει ο μεγάλος εδώ μέσα. Δεν μπορώ να σε παγιδέψω. Να τα πόδια σου! Σαπίσανε τα πόδια σου (= πράγματι σάπιες ήτανε οι φλέβες των ποδιών του γέροντα και το αίμα δεν κυκλοφορούσε). Ν’απελπιστείς, πες ότι είσαι άγιος να σε κολάσω.
Επεμβαίνει ο γέροντας:
–Δεν είμαι άγιος, αλλά ο Κύριος είπε: «άγιοι γίνεσθε». Ότι μπορώ κάνω, είμαι άνθρωπος χοϊκός.
Με νέα αγανάκτηση η δαιμονισμένη:
–Τι να σου κάνω, τραγόπαπα, έχεις ταπείνωση κι έχεις μέσα σου το Χριστό× αλλιώς θα σε είχα διαλύσει. Τόσες αρρώστιες (= σου έβαλα) κι εσύ επιμένεις…
Άλλος δαιμονισμένος πληροφόρησε με καύχηση:
–Οχτώ χιλιάδες μάγους έχω στην υποταγή μου.
Τον ρώτησε ο γέροντας πως μπαίνει σε ανθρώπους και απάντησε ότι μπαίνει σ’ αυτούς που «δεν έχουν πίστη. Μπαίνω έτσι, σαν καπνός».
Κάποτε διάβασε τους εξορκισμούς για δαιμονισμένη, που την πήγε στο γέροντα ο αστυνόμος σύζυγός της .Φάνηκε να ηρεμεί, και ο γέροντας έτεινε το χέρι του να τη χαιρετήσει. Τότε αυτή με θυμό:
–Πιάνουν οι δαίμονες το χέρι του παπά που λειτουργεί;
Δυο παληκάρια φέρανε από τη Βέροια τη δαιμονισμένη μητέρα τους. Συνέβη να είναι στη Μονή και ο μητροπολίτης Σάμου. Τη μια στιγμή φερόταν ήρεμα κι έλεγε περιπαιχτικά:
–Κοκαλιάρη Ιάκωβε… Πάτερ Ιάκωβε, είσαι άγιος. Ο κόσμος σε τιμάει για άγιο.
Με υψωμένη φωνή έλεγε και ξανάλεγε ο γέροντας:
–Χοϊκός, αμαρτωλός άνθρωπος, είμαι.
Μετά από λίγο γινόταν επιθετική και με τα νύχια τραυμάτιζε στο πρόσωπο πολλούς. Το ίδιο προσπάθησε και για το γέροντα, που τη σταμάτησε με την κάρα του Οσίου.
Άλλος δαιμονισμένος, αντιδρώντας και τρέμοντας στις προσευχές του γέροντα, φώναζε:
–Σκάσε Ιάκωβε, σκάσε κοκαλιάρη… σαν καπνός εισέρχομαι στον άνθρωπο και σαν καπνός εξέρχομαι… φοβάμαι, τρέμω το Σταυρό… άμα τον κάνουν φεύγω… φεύγει η χάρη του Θεού και μπαίνουμε μεις (= οι δαίμονες).
Σε όλες ανεξαιρέτως τις περιπτώσεις δαιμονισμένων ο γέροντας διάβαζε τους εξορκισμούς, έχοντας την κάρα του Οσίου. Έτσι προστάτευε και τον εαυτό του ενώπιον των ανθρώπων. Δε θα μπορούσανε να ειπούν ότι τους δαίμονες εκβάλλει ο ίδιος ο γέροντας, εφόσον πρόβαλλε πάντα τον Όσιο Δαβίδ ως ενεργούντα.
Δραματική, για όλους τους παρόντες, γινόταν η κατάσταση, όταν οι δαιμονισμένοι παίρνανε άλλες μορφές. Τρομαγμένοι και απελπισμένοι από τις προσευχές του π. Ιακώβου, παίρνανε ξαφνικά τη μορφή άγριου μαύρου σκύλου, φοβερού λύκου ή σαρκοβόρου πτηνού. Άλλοτε πάλι γαυγίζαν ή βρυχώνταν σαν θηρία και σκορπούσανε παντού τρόμο.
Όσοι δαιμονισμένοι απελευθερώνονταν από το Σατανά, επισκέπτονταν συχνά τη Μονή για ευχαριστίες και προσκύνημα. Μόνο που οι ευχαριστίες δεν είναι τόσο απλό πράγμα. Παραξενεύτηκαν οι μοναχοί μία μέρα, που ο γέροντας δεν πήρε χρήματα για το ταγαράκι του από τη μητέρα ενός παιδιού, το οποίο ελευθέρωσε από δαιμόνιο. Το δαιμόνιο είχε πάει στα χρήματα, το διέκρινε ο γέροντας:
–Εγώ έβγαλα το δαιμόνιο από το παιδί σου κι εσύ πας να τα βάλεις σ’εμένα!
Το χάρισμα τούτο, να ελευθερώνει τον άνθρωπο από τους δαίμονες είναι πολυσήμαντος θρίαμβος. Αποτελεί την τρανή απόδειξη ότι η κυριαρχία του Σατανά στον κόσμο, τον άνθρωπο και τη φύση, είναι προσωρινή και μπορεί να καταργηθεί. Κι εφόσον με το θαύμα του Οσίου καταργείται ενδεικτικά –στην περίπτωση εκδίωξης δαιμόνων από ανθρώπους– σημαίνει ότι ο Όσιος βιώνει τη βασιλεία αυτής στον κόσμο. Άρα η βασιλεία του Θεού και υπάρχει και μπορεί να πραγματώνεται καθημερινά, έστω και μερικά.

Θέα του παραδείσου.
Δεν του λείψανε του γέροντα και άλλου είδους δωρεές. Είχε μικρή γεύση του παραδείσου με θέα φυσικών καλλονών και εσωτερική ευφροσύνη. Αυτό έγινε, μάλλον για πρώτη φορά, το 1989. Τον παίδευε λογισμός και ζητούσε από το Θεό να καταλάβει τη σημασία του Κυριακού λόγου «εν τη οικία του Πατρός μου πολλαί μοναί εισίν». Ο Θεός του απάντησε και, μέσα στο κελί, σταυροπόδι και με σταυρωμένα τα χέρια, διηγήθηκε με άφατη αγαλλίαση και συνοπτικά στον Δ. Τ.:
–Χθες, κύριε Δημήτρη μου, έβλεπα ότι ήμουνα στους ουρανούς, σ’ ένα ωραίο κήπο. Και υπήρχανε βιολέτες διαφόρων χρωμάτων και διάφορα άνθη. Εκεί βρισκόμουν μετέωρος, δεν πάταγα. Και ήταν ένας άλλος μοναχός με ράσο, που μου έδειχνε ωραία σπιτάκια και μού ’λεγε «προχώρα Ιάκωβε». Μα πώς να προχωρήσω, δεν έχει δρόμο, θα πατήσω τα λουλούδια, θα τα χαλάσω. Ένας άλλος με ράσο μου είπε× «μη φοβάσαι, αυτά τα λουλούδια δεν χαλάνε, προχώρα». Προχωρούσα, τα λουλούδια δε χαλούσανε!
Η φωνή του, λέει ο Δ. Τ., ήταν αλλιώτικη, το πρόσωπό του ήταν όλο ειρήνη και δοξολογία, με κείνο το αλησμόνητο ιλαρό χαμόγελο. Τέτοιες θείες εμπειρίες του χαρίστηκαν πολλές, όσο πλησίαζε το τέλος της φθαρτής του ζωής. Κι ενώπιόν τους αψηφούσε κάθε ανθρώπινη απόλαυση… και την πιο αυτονόητη, την πιο ακίνδυνη. Του πήγε ο Λ. από ευγνωμοσύνη και του ’βαλε χαλάκι μπροστά στον Εσταυρωμένο. Πληγιάζανε πλέον και πονούσανε τα γόνατά του, τόσες ώρες που στεκόταν εκεί γονατιστός, Μόλις το είδε ο γέροντας θύμωσε και το ’βγαλε έξω:
–Εγώ είμαι καλόγερος! 40 χρόνια ο Ιάκωβος… και τώρα θα βάλει χαλί;
συνεχίζεται…..
ΠΗΓΗ:
http://anavaseis.blogspot.com/2010/02/blog-post_188.html