Τρίτη 1 Ιανουαρίου 2013

Περί ὑπηρεσίας πρός τόν Θεό καί τόν συνάνθρωπο

 

. Αν σε κάθε οικογένεια υπήρχε έστω και ένα πρόσωπο που υπηρετούσε τον Θεό με ζήλο, τί αρμονία θα υπήρχε στον κόσμο! Θυμάμαι συχνά την ιστορία κάποιας κοπέλας. Συνήθιζε να έρχεται και να συζητάμε τότε που ήμουν ακόμα στο Μοναστήρι του Τουμάν . Ήρθε κάποια μέρα στο Μοναστήρι μαζί με ένα οργανωμένο γκρουπ προσκυνητών, και μου διαμαρτυρήθηκε το εξής: «Δεν το αντέχω πια! Οι άνθρωποι είναι τόσο αγενείς μεταξύ τους!». Και κατόπιν μου είπε ότι θα κοίταζε να βρει άλλη δουλειά. Την απέτρεψα , λέγοντας ότι ήταν λίγες οι δουλειές εκείνο τον καιρό και τα επίπεδα της ανεργίας υψηλά. Της είπα να πάψει να πολεμά τους συναδέλφους της στη δουλειά. «Μα δεν μάχομαι κανένα!», απάντησε.Της εξήγησα ότι μολονότι δεν μάχεται κανένα σωματικά  εντούτοις με το να είναι δυσαρεστημένη στη θέση της, διεξάγει πόλεμο εναντίον των  συναδέλφων της με τους λογισμούς της. Εκείνη αντέτεινε ότι κάθε άλλη αντίδραση θα υπερέβαινε τα όρια αντοχής του καθενός. «Μα ασφαλώς και τα υπερβαίνει», της είπα, «αλλά δεν μπορείς να το κάνεις μόνη σου. Χρειάζεσαι τη βοήθεια του Θεού. Κανείς δεν γνωρίζει αν προσεύχεσαι ή όχι την ώρα της δουλειάς σου. Κατά συνέπεια, όταν αρχίζουν να σε προσβάλλουν, μην τους αντιγυρίζεις τις προσβολές ούτε με λόγια ούτε με αρνητικές σκέψεις. Προσπάθησε να μην τους προσβάλλεις ούτε καν με τους λογισμούς σου∙ προσευχήσου στον θεό να τους στείλει έναν άγγελο ειρήνης. Ζήτησέ Του επίσης να μην ξεχάσει και σένα. Αυτό δεν θα μπορέσεις να το κάνεις αμέσως , αλλά αν προσεύχεσαι πάντοτε έτσι, θα δεις πώς θα αλλάξουν τα πράγματα με τον καιρό και πώς θα αλλάξουν επίσης και οι άνθρωποι.  Κατ’ ουσίαν θα αλλάξεις  κι εσύ». Εκείνο τον καιρό δεν ήξερα αν επρόκειτο να δώσει βάση στη συμβουλή μου.
Αυτό συνέβη στο Μοναστήρι του Τουμάν το 1980. Το 1981 με έστειλαν στο μοναστήρι της Βιτόβνιτσα. Κάποια μέρα στεκόμουν πλάι στην κυδωνιά , όταν είδα ένα γκρουπ προσκυνητών να πλησιάζει. Ήταν κι εκείνη ανάμεσα στο γκρουπ και με πλησίασε για να πάρει ευλογία. Και να τι μου είπε: «Αχ πάτερ! Δεν είχα ιδέα ότι οι άνθρωποι είναι τόσο καλοί!». Τη ρώτησα αν αναφερόταν στους συναδέλφους της στη δουλειά κι εκείνη  μου απάντησε θετικά. «Άλλαξαν τόσο πολύ  πάτερ, είναι απίστευτο! Κανείς δεν με προσβάλλει πλέον, και βλέπω και σε μένα επίσης τη διαφορά!». Τη ρώτησα αν είχε ειρηνεύσει με όλους και μου απάντησε ότι υπήρχε μόνο ένα πρόσωπο μονάχα με το οποίο δεν μπορούσε να ειρηνεύσει για πολύ καιρό. Κατόπιν ,καθώς διάβαζε τα Ευαγγέλια, έφτασε κάποια στιγμή στο σημείο όπου ο Κύριος μας ζητά να αγαπάμε τους εχθρούς μας. Και τότε είπε στον εαυτό της: «Θα αγαπήσεις αυτό το πρόσωπο είτε το θέλεις είτε όχι, διότι αυτό είναι που μας ζητά ο Κύριος». Και τώρα, ξέρετε, είναι οι δυό τους οι καλύτεροι φίλοι!
Μακάρι να υπήρχε έστω και ένας τέτοιος άνθρωπος σε κάθε επιχείρηση, εργοστάσιο ή γραφείο! Έτσι θα ανοιγόταν ο δρόμος προς την ειρήνη. Μόνο ένας άνθρωπος χρειάζεται, ένας άνθρωπος συνδεδεμένος προσευχητικά με τον Θεό, και θα έχουμε παντού ειρήνη- στην οικογένεια, στην δουλειά, στην κυβέρνηση και παντού. Η παρουσία ενός τέτοιου ανθρώπου είναι που μπορεί να μας ελευθερώσει από ζοφερούς και δυσβάσταχτους λογισμούς.  


Από το βιβλίο : «ΟΙ ΛΟΓΙΣΜΟΙ ΚΑΘΟΡΙΖΟΥΝ ΤΗ ΖΩΗ ΜΑΣ
Βίος και διδαχές του γέροντα Θαδδαίου της Βιτόβνιτσα»
Εκδόσεις : «Εν πλω»

Χριστούγεννα στό Ἅγιον Ὄρος

Χριστούγεννα στο Άγιο Όρος
του μοναχού (†)Θεόκλητου Διονυσιάτη

Όπως σ’ ολόκληρη την Ορθοδοξία έτσι και στο Άγιον Όρος, η προετοιμασία των Μοναχών αρχίζει με αγνιστικές νηστείες από τις 15 Νοεμβρίου. Κατά τό χρονικόν αυτό διάστημα, οι ψυχές τών μονοτρόπων μυσταγωγούνται στό Μυστήριο τής Γεννήσεως μέ τούς εισαγωγικούς ‘Υμνους, μέ τά Καθίσματα, τά Τριώδια τών Αποδείπνων, τίς μελίρρυτες Καταβασίες καί μέ τούς εξαίσιους Ασματικούς Κανόνες, που κορυφώνονται στίς Μεγάλες ‘Ωρες τής προπαραμονής. ‘Ετσι, μέ όλα τά υμνολογικά αριστουργήματα τής ποιητικής γραμματείας τής Ορθοδοξίας, που καλύπτουν τίς θείες διαστάσεις τής Ενανθρωπήσεως τού Θεού, οι μονάζοντες ζούν σέ ένα κλίμα λειτουργικής συμμετοχής ως ιερουργούμενοι στό ανήκουστο Μυστήριον, ουρανοφάντορες, μυούμενοι στήν υπέρ φύση Αποκάλυψη. Αυτά όλα, βέβαια, βιούνται σέ ένα διάφορο μέτρο γνώσεως καί εφέσεως, κατά τήν δεκτικότητα καί τό σκεύος εκάστου, αλλά καί τό μέτρο που χορηγεί η άκτιστη χάρις.Σέ όλες τίς βυζαντινές Μονές, τίς ιερές Σκήτες, τά Ερημητήρια καί τίς θεόκτιστες Καλύβες η τυπική τάξη φυσικά διαφέρει, αφού οι δύο τελευταίες μορφές ασκητικής ακολουθούν μεθόδους που υπερβαίνουν τόν τύπο καί τήν τάξη. Αλλά στίς δύο πρώτες, κατά τήν παραμονή τών Χριστουγέννων τελείται τό καθιερωμένον άγιον ευχέλαιον «εις ίασιν ψυχής καί σώματος» καί ακολουθεί ο Μέγας Εσπερινός μέ τή θεία Λειτουργία τού Μ. Βασιλείου, όου διαβάζονται οι δεκαπέντε Προφητείες, που αναφέρονται μέ σύμβολα καί άλλες μέ σαφείς προφητικές υποτυπώσεις στήν ενανθρώπηση τού Θεού.
Στή συνέχεια, αφού όλοι, μέ λειτουργική τάξη, μεταλάβουν τού Σώματος καί τού Αίματος τού Χριστού, που σαρκώθηκε ακριβώς γιά νά ενωθή ασυγχύτως καί αδιαιρέτως μέ «τών χειρών του τό πλαστούρ-γημα» καί νά τό Θεώση, απέρχονται στήν απέριττη κοινή Τράπεζα. Καί μετά τρίωρη ανάπαυση, οι εκτός κόσμου Μοναχοί, επανέρχονται στόν ιερό Ναό γιά τήν ολονύχτια αγρυπνία, που αρχίζει από τήν Λιτήν, όπου ψάλλονται «μετά μέλους» οι θεολογικώτατοι ‘Υμνοι τής Δεσποτικής εορτής.
Η ατμόσφαιρα που δημιουργείται από τήν «εν πνεύματι καί αληθεία» λατρείαν, αποβαίνει αληθινή μυσταγωγία τών πιό υψηλών θεολογικών καί πνευματικών εμπειριών. Νομίζει κανείς, ότι ‘Αγγελοι Κυρίου επεδήμησαν εξ ουρανού καί συμψάλλουν εναρμόνια μελωδήματα μέ τούς αποδήμους τού κόσμου ορεσιτρόφους Μοναχούς καί ότι η θριαμβεύουσα στόν ουράνιο κόσμον Εκκλησία, σέ μιά λειτουργική Σύναξη μέ τούς ερημικούς καί αρνησικόσμους χριστιανούς, υμνολογούν κατά τήν ιερή νύχτα τής Γεννήσεως τού Χριστού: «Ο ουρανός καί η γή, σήμερον ηνώθησαν, τεχθέντος τού Χριστού. Σήμερον Θεός επί γής παραγέγονε καί άνθρωπος εις ουρανούς αναβέβηκε …».
Καί πραγματικά, μέσα στόν λαμπρότατον, υποβλητικώτατο καί κατανυκτικό βυζαντινό διάκοσμο καί υπό τίς ποικιλόχρωμες ανταύγειες, που διαχέουν τά κατινοβολούντα πολύφωτα τών στιλβωμένων πολυελαίων, τά τοιχογραφημένα πρόσωπα τών Αγίων – που «ιστόρησεν» ο εμπνευσμένος χρωστήρας τής Κρητικής ή Μακεδονικής Σχολής – παίρνουν μιά τέτοια έκφραση, που οι θεώμενοι Μοναχοί νά αισθάνωνται ότι είναι ζωντανά μαζί τους. Καί, όπως διατελούν στήν μεταρσίωση αυτή, νά βλέπουν εκστατικοί μπροστά τους, όπως στέκονται στό στασίδι τους μέ μεταστοιχειωμένη τήν ψυχή. Αποστόλους, Προφήτες, Μάρτυρες, Ιεράρχες. Οσίους Ασκητές καί Ησυχαστές, αυτήν τήν Θεοτόκον μέσα στό πάνσεπτο Σπήλαιο πλησίον τού Θείου Βρέφους Της, που έχει η ίδια ανακλίνει ως Λόγο σαρκωμένο στή Φάτνη τών αλόγων ζώων καί που πλαισιώνονται από τούς Αγγέλους καί τούς ποιμένες – όπως αποδίδει η βυζαντινή Αγιογραφία τή Γέννηση τού Χριστού – μέ έκφραση απείρου αγαλλιάσεως, όλους συμμετέχοντας μέ τήν παρουσία τους στούς θείους ύμνους…
Οι υμνολογίες συνεχίζονται, οι προσευχές διάπυρες ανεβαίνουν πρός τόν Κύριον, τά πρόσωπα τών μοναστών αστράφτουν από μυστική χαρά γιά τήν ελπιζομένη καί επιδιωκομένη θέωσή τους. Τίς μεστές δογματικού καί θεολογικού περιεχομένου Ωδές, ακολουθούν τά πνευματικότατα Μεγαλυνάρια καί η γλυκυτάτη Εννάτη Ωδή τής Θεοτόκου – μιά Ωδή Χαράς αρρήτου, μπροστά στήν οποία – άς μού επιτραπή η βέβηλη σύγκριση – η περίφημη «Εννάτη» τού Μπετόβεν, που τόσο συγκινεί τούς αγεύστους από ορθόδοξες εμπειρίες μέ τόν έντεχνο νατουραλισμό της – κυριολεκτικά εξαφανίζεται.
Τούς θείους Αίνους διαδέχεται η αγγελική δοξολογία, γιά νά επακολουθήση τό ουσιαστικόν άνοιγμα τών ουρανίων Πυλών μέ τό υπερφυέστατ Μυστήριο τής θείας Ευχαριστίας. Καί οι Μοναχοί αλλοιωμένοι «τήν καλήν αλλοίωσιν» – πάλιν αναλογικά – κοινωνούν μέ κατάνυξη καί γίνονται «θείας φύσεως κοινωνοί» από τό «τεθεωμένον» Σώμα καί Αίμα τού Χριστού.
Τά Χριστούγεννα, λοιπόν, εορτάζονται στόν ‘Αθω μέ Ορθόδοξη μέθεξη στό Μυστήριο. Καί κατανοείται η δογματική καί πνευματική σημασία τής Σαρκώσεως κατά τό μέτρο τής θεώσεως εκάστου, που επέτυχε μέ τήν θεία αγάπη. «Τοσούτον τώ ανθρώπω τόν Θεόν διά φιλανθρωπίαν ανθρωπίζεσθαι, όσον ο άνθρωπος εαυτόν τώ Θεώ δι’ αγάπης δυνηθείς απεθέωσε».
Μέ πλαίσιο μιά απαράμιλλη, σέ ομορφιά καί ποικιλία χειμερινών φυσικών εικόνων, φύση, μέ τήν βαθύτατη αγιορετική ησυχία, μέσα στή γεμάτη μυστήριο καί διαφάνεια Βηθλεεμική νύχτα, οι ολονύχτιες θεοτερπείς ψαλμωδίες τών Μοναχών σ’ ολόκληρη τήν Αθωνική χερσόνησο, μέ δεσπόζοντα τόν λαμπρόν Αστέρα, που μαρμαίρει κατά Ανατολάς, ζωντανεύουν τήν Γέννηση τού Θεού Λόγου στό αιδέσιμο Σπήλαιο καί μεταφέρουν τούς Μοναχούς στην αγία εκείνη νύχτα, που φωτεινός ‘Αγγελος Κυρίου ανήγγειλλε στούς απλοϊκούς «αγραυλούντας» ποιμένες: «ιδού γάρ ευαγγελίζομαι υμίν χαράν μεγάλην ήτις έσται παντί τώ λαώ. ‘Οτι ετέχθη υμίν σήμερον σωτήρ, ός εστι Χριστός Κύριος, εν πόλει Δαβίδ». Γι’ αυτό καί, κατά τήν αναλογία τής καθαρότητός τους, οι Μοναχοί συντηρούν στό διηνεκές μέσα στίς καρδιές τους αυτή τήν ίδια λευκή νύχτα, που «πλήθος στρατιάς ουρανίου» έψαλλε «διά τήν τών πάντων θέωσιν», τό «Δόξα εν υψίστοις Θεώ καί επί γής ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία».