ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΓΡΑΦΕΙΟ ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ
ΚΑΙ ΠΑΡΑΘΡΗΣΚΕΙΩΝ
Ἐν Πειραιεῖ τῇ 10ῃ Δεκεμβρίου 2013
Η συμμετοχή του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Δημητριάδος
κ. Ιγνατίου σε Παπική Ημερίδα.
Η
συμμετοχή του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Δημητριάδος και Αλμυρού κ.
Ιγνατίου και μάλιστα με εισήγησή του σε Hμερίδα, που οργάνωσε η ιεραρχία
της «Καθολικής Εκκλησίας της Ελλάδος» στο Λεόντειο Λύκειο Πατησίων στις
9 Νοεμβρίου με θέμα: «Β΄ Οικουμενική Σύνοδος Βατικανού, 50 χρόνια
Πίστης και Ελπίδας», αλλά και τα όσα διετύπωσε στην εισήγησή του αυτή,
δημιουργούν θλίψη και οδύνη στον κλήρο και στον πιστό λαό της Εκκλησίας.
Με δεδομένη την αγάπη προς το πρόσωπό του και την οφειλομένη τιμή προς
το αρχιερατικό του αξίωμα, όπως επίσης με την εξ’ ίσου δεδομένη άπειρη
οφειλόμενη αγάπη προς την Αλήθεια-Χριστός και την φιλτάτη μας Ορθοδοξία,
προχωρούμε στις γραμμές που ακολουθούν, προς ανασκευή και ανατροπή
κακοδόξων θέσεων και θεωριών, τις οποίες διετύπωσε.
Μια
πρώτη γενική παρατήρησή μας είναι το γεγονός, ότι στην ομιλία του ο εν
λόγω ιεράρχης εκφράζει στοχασμούς, προσωπικές του θέσεις και απόψεις,
τις οποίες αδυνατεί να θεμελιώσει πάνω στους αγίους Πατέρες της
Εκκλησίας μας. Γι’ αυτό και στην εισήγησή του δεν υπάρχουν πουθενά
Πατερικές παραπομπές. Και αυτό βέβαια ήταν φυσικό και αναμενόμενο, διότι
ως εκφραστής της Μεταπατερικής «θεολογίας» περιθωριοποιεί και
παραμερίζει την αυθεντία των Πατέρων και θέτει εαυτόν υπεράνω αυτών για
να προβάλει τις ιδικές του θέσεις.
Μια
πρώτη κακόδοξη θέση του, που διατυπώνεται ήδη στην πρώτη φράση της
εισηγήσεως του είναι, ότι αποκαλεί την παπική παρασυναγωγή ως Εκκλησία:
«Η Β΄ Σύνοδος του Βατικανού αποτελεί μεγάλο ιστορικό γεγονός όχι μόνο
για την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, αλλά και για ολόκληρο τον χριστιανικό
κόσμο». Το ότι ο Παπισμός είναι αίρεση στη διαχρονική συνείδηση της
Ορθοδόξου Εκκλησίας και μάλιστα μιά από τις φοβερότερες αιρέσεις της
εποχής μας με πλήθος αιρετικών θεωριών, αποδεικνύεται από ένα πλήθος
Ορθοδόξων Συνόδων[1] στις οποίες έχει χαρακτηριστή και καταδικαστή ως
τοιαύτη, με πρώτη αυτήν της Κωνσταντινουπόλεως του 879-880 επί Μεγάλου
Φωτίου, η οποία ασχολήθηκε με την αιρετική διδασκαλία του Filioque. Η
Σύνοδος αυτή θεωρείται στη συνείδηση της Εκκλησίας ως η Η΄ Οικουμενική
Σύνοδος, επειδή σ’ αυτή συμμετείχαν εκπρόσωποι όλων των Πατριαρχείων καί
του τότε Ορθοδόξου Πάπα της Ρώμης Ιωάννου του Η΄ καί οι αποφάσεις της
έγιναν ομόφωνα αποδεκτές. Δεύτερη δε μεγάλη σε σπουδαιότητα Σύνοδο, που
θεωρείται στη συνείδηση της Εκκλησίας ως η Θ΄ Οικουμενική Σύνοδος,
αναφέρουμε αυτή της Κωνσταντινουπόλεως το 1341 επί αγίου Γρηγορίου του
Παλαμά. Πέραν αυτού όλοι οι μετά το σχίσμα του 1054 άγιοι Πατέρες και
διδάσκαλοι της Εκκλησίας όπως ο άγιος Γερμανός Πατριάρχης
Κωνσταντινουπόλεως, ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, ο άγιος Μάρκος ο
Ευγενικός, ο άγιος Συμεών Θεσσαλονίκης, ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, ο
άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, ο άγιος Νεκτάριος Πενταπόλεως, ο άγιος
Ιουστίνος Πόποβιτς κ.α. χαρακτηρίζουν απερίφραστα τον Παπισμό ως
αίρεση.[2]
Επίσης
ο Σεβασμιώτατος θεωρεί την Β΄ Σύνοδο του Βατικανού ως «μεγάλο ιστορικό
γεγονός όχι μόνο για τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, αλλά για ολόκληρο το
χριστιανικό κόσμο... ελπίζουμε για το μέλλον των σχέσεων των δύο μεγάλων
παραδόσεων του Χριστιανισμού με βάση τις αρχές που έθεσε η Β΄ Σύνοδος
του Βατικανού». Πότε όμως στο παρελθόν υπήρξε για την Εκκλησία και τους
Πατέρες μεγάλο ιστορικό γεγονός ψευδοσύνοδος των αιρετικών; Μπορεί να
μας αναφέρει έστω ένα παράδειγμα; Και τι μπορούμε εμείς οι Ορθόδοξοι να
ελπίζουμε από μια ψευδοσύνοδο, η οποία καμιά από τις αιρετικές
διδασκαλίες, που επεσώρευσε ο Παπισμός επί μία χιλιετία ολόκληρη,
μπόρεσε να καταδικάσει; Από μια ψευδοσύνοδο η οποία, παρά το πλήθος των
Συνέδρων της (2500 μέλη), δεν ηδυνήθη δυστυχώς να συνειδητοποιήσει την
μεγίστη ευθύνη του Παπισμού για την απόσχισή της από την Ορθόδοξη
Καθολική Εκκλησία; Από μια ψευδοσύνοδο, η οποία αντί να καταδικάσει,
αντιθέτως ισχυροποίησε τα δύο βασικά δόγματα πάνω στα οποία στηρίζεται
όλο το οικοδόμημα του Παπισμού, το Πρωτείο και το Αλάθητο, τα οποία
καθιέρωσε για πρώτη φορά ως δόγματα πίστεως η Α΄ Βατικάνεια Σύνοδος;
Όπως σημειώνει σχετικά ο αείμνηστος καθηγητής κ. Ιωάννης Καρμίρης: «Η Β΄
Βατικάνειος ‘Σύνοδος’... δέν παρέλειψε νά εξάρει καί ενισχύσει ακόμη
περισσότερον καί τό παπικόν αξίωμα, μέχρι του σημείου μάλιστα ώστε υπό
τινών υμνητών αυτού εν τη ‘Συνόδῳ’ εδημιουργήθη η υπόνοια ότι κεφαλή της
Εκκλησίας δέν είναι πλέον ο Χριστός, αλλ’ ο Πέτρος καί μέσω αυτού ο
Πάπας».[3] Επίσης ομιλεί περί «των δύο μεγάλων παραδόσεων του
Χριστιανισμού», χαρακτηρίζοντας έτσι τον Παπισμό και την Ορθοδόξη
Εκκλησία, αποφεύγοντας (σκοπίμως) να χαρακτηρίσει αυτήν ως την Μία,
Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία και τοποθετώντας αυτήν στην ίδια
ευθεία και στο ίδιο επίπεδο με την αίρεση, πράγμα το οποίο μαρτυρεί
βαθειά εκκλησιολογική σύγχυση.
Στη
συνέχεια αναφέρεται σε ορισμένες αλλαγές, και ποιό συγκεκριμένα στο
άνοιγμα του Βατικανού απέναντι στις άλλες Εκκλησίες και ομολογίες, οι
οποίες πραγματοποιήθηκαν χάρις στη σύγκληση της Β΄ Βατικανής. Ωστόσο οι
επιφανειακού τύπου και για λόγους παπικής διπλωματίας γενόμενες αυτές
αλλαγές δεν πρέπει να μας ενθουσιάζουν, διότι αυτές δεν προχωρούν εις
βάθος, στην εκ θεμελίων αναίρεση και ανατροπή καμιάς από τις αιρετικές
διδσκαλίες του Παπισμού. Κριτήριο αξιολογήσεως της όποιας αλλαγής στους
κόλπους του Παπισμού δεν μπορεί να είναι για την Ορθόδοξη Εκκλησία
κανένα άλλο, παρά μόνο η καταδίκη και αναίρεσις των αιρετικών της
διδασκαλιών. Τα ανοίγματα αυτά μπορούν άριστα να εξηγηθούν στην
προσπάθεια του Βατικανού να ανταγωνιστεί τον Προτεσταντισμό, ο οποίος
ήδη από το 1948 είχε ιδρύσει, (με την συμμετοχή δυστυχώς τότε ως
ιδρυτικών μελών και τριών Ορθοδόξων Εκκλησιών, του Οικουμενικού
Πατριαρχείου, της Εκκλησίας της Ελλάδος και της Εκκλησίας της Κύπρου),
το Π.Σ.Ε. και να παίξει ηγετικό και πρωταγωνιστικό ρόλο στους
οικουμενικούς διαλόγους, ιδρύοντας τον ιδικό του Παπικό Οικουμενισμό.
Εάν λάβουμε υπ’ όψιν μας ότι ο Παπισμός, ακολουθώντας με συνέπεια την
εκκλησιολογική του αυτοσυνειδησία και θεωρώντας ότι αυτός μόνος αποτελεί
την Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, δεν μετέχει μέχρι
σήμερα ως μέλος του Π.Σ.Ε. παρά μόνον από θέσεως παρατηρητού, δεν
μπορούμε να ομιλούμε για ουσιαστικό άνοιγμα του Βατικανού απέναντι στον
προτεσταντικό κόσμο, παρά μόνον προς την Ορθόδοξη Εκκλησία.
Στη
συνέχεια προχωρεί στο εξής ανεπίτρεπτο για Ορθόδοξο πιστό και δή
επίσκοπο: «είναι γνωστό ότι η δεύτερη χιλιετία της ιστορίας της
Εκκλησίας περιέχει μελανές σελίδες, για τις οποίες πρέπει να λυπούμεθα».
Οι «δύο μεγάλες παραδόσεις» μετά το σχίσμα, «αποξενώθηκαν η μια από την
άλλη, ακολουθώντας ανεξάρτητους δρόμους και το χειρότερο, ανέπτυξαν
εχθρότητα και πολεμική στάση μεταξύ τους. Έτσι εψύγη η αγάπη που πρέπει
να συνδέει όσους πιστεύουν στον Διδάσκαλο της αγάπης…». Κατ’ αρχήν εδώ
δεν έχουμε να κάνουμε με «δύο μεγάλες παραδόσεις», αλλά με την Ορθόδοξη
Καθολική Εκκλησία και την αίρεση του Παπισμού, ο οποίος επειδή ακριβώς
ανέπτυξε μέσα στους κόλπους του αιρετικές διδασκαλίες, ως ήτο φυσικό και
επόμενο αποξενώθηκε από την Ορθοδοξία και ακολούθησε ιδικό του
ανεξάρτητο δρόμο, τον δρόμο της πλάνης και του σκότους, που οδηγεί στην
απώλεια. Γι’ αυτήν την αποξένωση βέβαια δεν ευθύνεται καθόλου η Ορθόδοξη
Εκκλησία, αλλά φέρει ακεραία την ευθύνη ο Παπισμός. Ούτε βέβαια
ευθύνονται οι άγιοι Πατέρες μας, οι οποίοι αγωνίστηκαν και συνοδικώς
απέκοψαν τον παπισμό από το σώμα της Εκκλησίας, προκειμένου να
διαφυλάξουν ανόθευτη και απαραχάρακτη από κάθε πλάνη την Ορθόδοξη πίστη.
Αντίθετα μάλιστα οι αντιπαπικοί αυτοί Πατέρες τιμώνται ως άγιοι από την
Εκκλησία μας και προβάλλονται ως παραδείγματα προς μίμησιν σε όλους
μας. Ούτε επίσης μπορούμε να καταλογίσουμε στους Πατέρες εχθρότητα και
έλλειψη αγάπης, όπως αφήνει να εννοηθεί ο Σεβασμιώτατος, επειδή
καταπολέμησαν και απέκοψαν συνοδικώς την αίρεση. Αν καταλογίσουμε στους
Πατέρες έλλειψη αγάπης, τότε θα πρέπει να καταλογίσουμε και στον ίδιο
τον Κύριο έλλειψη αγάπης , αν λάβουμε υπ’ όψιν μας τον λόγον του: «παν
κλήμα εν εμοί μη φέρον καρπόν αίρει αυτό, και παν το καρπόν φέρον…»
(Ιω.15,2). Ο αμπελουργός–Πατήρ αποκόπτει από την άμπελο–Χριστόν κάθε
κλήμα-μέλος της Εκκλησίας, το οποίο δεν παράγει καρπούς αρετής. Τι
λοιπόν συμβαίνει; Μήπως και ο Χριστός δεν έχει αγάπη επειδή «αίρει» τα
άκαρπα κλήματα; Αν λοιπόν ο Θεός αποκόπτει τα μέλη εκείνα που απλώς δεν
καρποφορούν, πολύ περισσότερο αποκόπτει τα μέλη εκείνα, που παράγουν
τους δηλητηριώδεις καρπούς της αιρέσεως. Σίγουρα αν ζούσε σήμερα ο
Χριστός, δεν θα δίσταζαν οι σημερινοί Οικουμενιστές να Τον κατηγορήσουν
για έλλειψη αγάπης επειδή «αίρει» τα άκαρπα κλήματα-μέλη της Εκκλησίας
Του. Οι άγιοι Πατέρες μας επομένως δεν έκαναν τίποτε άλλο παρά εφάρμοσαν
στην πράξη και συνοδικώς αυτό το «αίρει» του Κυρίου. Την έλλειψη αγάπης
ας ψάξει να την βρή ο Σεβασμιώτατος όχι στους αγίους Πατέρες μας αλλά
στον Παπισμό, ο οποίος από του σχίσματος και εντεύθεν δεν παύει,
(φορώντας μάλιστα το προσωπείο μιάς ψευτοαγάπης), να εκμεταλλεύεται κάθε
ευκαιρία για να πλήξη την Ορθοδοξία, όπως αποδεικνύουν τα γεγονότα,
παλαιότερα και πρόσφατα. Ας την αναζητήσει στις Σταυροφορίες, στην ιερά
Εξέταση, στην επάρατη Ουνία, η οποία μέχρι σήμερα εξακολουθεί να δρά
διαβρωτικώς εις βάρος της Ορθοδόξου Εκκλησίας, στην Γενοκτονία των
Σέρβων το 1941, στον ενεργό ρόλο που έπαιξε το Βατικανό παρασκηνιακά
στους βομβαρδισμούς εναντίον των Ορθοδόξων Σέρβων αδελφών μας το 1999
κ.λ.π. Ποιά είναι λοιπόν «η επαναφορά της αγάπης» που έφερε η Β΄
Βατικανή; Μήπως ο Σεβασμιώτατος ζή εκτός τόπου και χρόνου;
Αναφέρει
παρά κάτω πως «η Β΄ Βατικανή Σύνοδος … άνοιξε και τους εκκλησιολογικούς
ορίζοντες της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας με θεολογικές ιδέες που βοηθούν
και διευκολύνουν την προσέγγισή της με όσους βρίσκονται εκτός της
Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας». Με όσα δε στη συνέχεια παραθέτει, προσπαθεί
να αποδείξει, ότι η εν λόγω Σύνοδος με συγκεκριμένα διατάγματά της έχει
κάνει σημαντικά βήματα προόδου με τα οποία έχει προσεγγίσει την
Ορθόδοξη Εκκλησιολογία. Έτσι κάνει λόγο για την Διάταξη Lumen gentium με
την οποία εισάγει την ιδέα του λαού του Θεού. Ωστόσο η Δογματική
διδασκαλία της Εκκλησίας, όπως γνωρίζουμε, δεν περιέχει ιδέες και
ιδεολογίες, ανθρώπινα κατασκευάσματα, αλλά αιώνιες διαχρονικές αλήθειες.
Η εισαγωγή νέων δογμάτων-ιδεών στον Παπισμό, τι άλλο μπορεί να μαρτυρεί
παρά το ότι ο Παπισμός μόλις τον 20ο αιώνα ανακαλύπτει νέες δογματικές
«αλήθειες», και άρα μέχρι τώρα δεν κατείχε «πάσαν την αλήθειαν». Το
Πνεύμα το άγιο όμως ήδη από την ημέρα της Πεντηκοστής οδηγεί την
Εκκλησία «εις πάσαν την αλήθειαν» (Ιω.16,13). Κάνει λόγο επίσης για το
Διάταγμα περί Οικουμενισμού, με το οποίο «η Ορθόδοξος Εκκλησία
αναγνωρίζεται ως ‘Εκκλησία’ με πλήρη εκκλησιολογική έννοια». Και
πανηγυρίζει τρόπον τινά ο Σεβασμιώτατος διότι οι Παπικοί, μάς έκαναν επί
τέλους την Χάρι, να μας αναγνωρίσουν ως πλήρη Εκκλησία. Αλοίμονο σε πιό
κατάντημα φθάσαμε! Να περιμένουμε από τους αιρετικούς, να μας δώσουν
πιστοποιητικά εκκλησιαστικότητος! Ας γνωρίζει λοιπόν ο άγιος
Δημητριάδος, ότι η Ορθόδοξος Καθολική Εκκλησία δεν έχει καμιά ανάγκη από
τους παπικούς να της δοθούν εύσημα εκκλησιαστικότητος, ούτε έχει ανάγκη
να δοθή σ’ αυτήν η αναγνώριση, ότι «οι Ορθόδοξες Εκκλησίες έχουν πλήρες
το δικαίωμα της αυτοδιοικήσεώς των σύμφωνα με το δικό τους Κανονικό
Δίκαιο», όπως αναφέρει παρά κάτω. Η Ορθόδοξος Εκκλησία έχει «συν πάσι
τοις αγίοις» πλήρη και βεβαία την εσωτερική πληροφορία και πεποίθηση,
ότι αυτή και μόνη αποτελεί την Μία, Αγία, Καθολική, και Αποστολική
Εκκλησία.
Πέραν
αυτών εάν τόσον ο Παπισμός όσον και η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι Εκκλησίες
«με πλήρη εκκλησιολογική έννοια», τότε η Εκκλησία είναι συγχρόνως μία
και διηρημένη και επί πλέον περιέχει στους κόλπους της αληθή και ψευδή
δόγματα, αφού όπως γνωρίζουμε υπάρχουν ουσιώδεις δογματικές διαφορές
μεταξύ αυτών. Τούτο όμως είναι αδύνατον, διότι όπως λέγει ο απόστολος η
Εκκλησία είναι «στύλος και εδραίωμα της αληθείας» (Α΄ Τιμ.3,15). Τις
παρά πάνω κακόδοξες θέσεις περί διηρημένων Εκκλησιών συντρίβει
κυριολεκτικά και κονιορτοποιεί ο μεγάλος σύγχρονος άγιος της Εκκλησίας
μας άγιος Ιουστίνος ο Πόποβιτς στο μνημειώδες έργο του «Η Ορθόδοξος
Εκκλησία και ο Οικουμενισμός»: «Η ενότης της Εκκλησίας απορρέει
αναγκαίως εκ της ενότητος του προσώπου του Θεανθρώπου Χριστού. Η
Εκκλησία ούσα καθολικώς είς και μοναδικός θεανθρώπινος οργανισμός εις
όλους τους κόσμους, δεν είναι δυνατόν να διαιρεθή. Κάθε διαίρεσις θα
εσήμαινε τον θάνατόν της…Κατά την ενιαίαν στάσιν των Πατέρων και των
Συνόδων η Εκκλησία είναι όχι μόνον μία, αλλά και μοναδική, διότι ο είς
και μοναδικός Θεάνθρωπος, η κεφαλή της δεν δύναται να έχει πολλά σώματα.
Η Εκκλησία είναι μία και μοναδική, διότι είναι το σώμα του ενός και
μοναδικού Χριστού. Είναι οντολογικώς αδύνατος ο χωρισμός της Εκκλησίας,
διά τούτο ποτέ δεν υπήρχε διαίρεσις της Εκκλησίας αλλά μόνον χωρισμός
από την Εκκλησία».[4]
Παρά
κάτω ο άγιος Δημητριάδος κάνει λόγον γιά τον «Θεολογικό Διάλογο
Ορθοδόξου και Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας» και τον παρουσιάζει ως «τον
σπουδαιότερο ίσως καρπό της Β΄ Βατικανής Συνόδου», ως «τον πιό σημαντικό
αλλά συγχρόνως και τον πιό δύσκολο θεολογικό διάλογο», διεξαγόμενο «στη
βάση της κοινής πίστεως της πρώτης χιλιετίας». Κάνει λόγον για «τα
κοινά κείμενα που παρήγαγεν η Διμερής Επιτροπή του Διαλόγου μέχρι
σήμερα», τα οποία θεωρεί «σημαντικά». Αναφέρεται στο «πρόβλημα της
Ουνίας, το οποίο οξύνθηκε μετά την πτώση των κομμουνιστικών καθεστώτων».
Επίσης αναφέρεται στην παρούσα φάση του διαλόγου, κατά την οποία
συζητείται «το ακανθώδες ζήτημα του πρωτείου στην Εκκλησία, με ιδιαίτερη
αναφορά στο πρωτείο του επισκόπου Ρώμης». Ωστόσο η εικόνα που μας δίδει
σχετικά με τους διαλόγους και την μέχρι τώρα πορεία του είναι
πλασματική και παραπλανητική. Δεν λέγει τίποτε για τις μέχρι τώρα
παραμένουσες δογματικές διαφορές, παρά τον επί 33 χρόνια συνεχιζόμενο
διάλογο. Και φυσικά τι θα μπορούσε να πή αφού οι διαφορές αυτές
απλούστατα δεν συζητήθηκαν αλλά παρεκάμφθησαν μέσω του κειμένου του
Balamand. Δεν κάνει επίσης καμία αναφορά στο επαίσχυντο και προδοτικό
αυτό κείμενο, πράγμα που σημαίνει ότι το θεωρεί και αυτό «σημαντικό»,
όπως και τα άλλα κείμενα της Μικτής Επιτροπής και άρα αποδέχεται το
περιεχόμενό του. Έτσι αφήνει να εννοηθή, ότι ο Διάλογος έχει λύσει τις
υπάρχουσες δογματικές διαφορές, (προφανώς με τα «κοινά κείμενα» και
ιδιαιτέρως με το κείμενο του Balamand) και ότι οι δύο πλευρές, αφού
επέτυχαν επί τέλους δογματική συμφωνία επί Ορθοδόξου βάσεως, έφθασαν
τώρα πλέον στο σημείο να συζητούν για «το ακανθώδες ζήτημα του
πρωτείου».
Κατ’
αρχήν για να έχουμε μια σαφή εικόνα των διαλόγων και της μέχρι τώρα
πορείας του, είναι ανάγκη να ανατρέξουμε στους πρώτους αρχιτέκτονες και
θεμελιωτές του, τον πρώην Οικουμενικό Πατριάρχη κυρό Αθηναγόρα και τον
πρώην Πάπα Παύλο τον ΣΤ΄. Εάν λάβουμε υπ’ όψη μας τα όσα ο Πατριάρχης
Αθηναγόρας απεκάλυψε τον Αύγουστο του 1971: «το ’65 εσηκώσαμεν το
σχίσμα, εις την Ρώμην και εδώ, με αντιπροσώπους μας εκεί και
αντιπροσώπους εκείθεν εδώ…»[5], αλλά και την πλήρη ευθυγράμμιση των
διαδόχων του, Δημητρίου και Βαρθολομαίου, με την γραμμή, που αυτός
εχάραξε, συμπεραίνουμε, ότι τουλάχιστον για το Φανάρι, σχίσμα πλέον δεν
υφίσταται και η ένωση των Εκκλησιών ήδη έγινε, αλλά δεν είναι ακόμη
‘τελεία’». Τελεία ένωση θα γίνει όταν θα φθάσουμε πλέον στο κοινό
Ποτήριο. Πρώτο βήμα προς την ένωση αυτή υπήρξε η αντικανονική άρση των
αναθεμάτων μεταξύ Ρώμης και Φαναρίου το Δεκέμβριο του 1965. Προς τον
σκοπό αυτό εξεπονήθη ένα καλά μελετημένο σχέδιο ενώσεως από το Βατικανό,
το οποίο σταδιακά εφαρμόζεται σε στενή συνεργασία με τους
Οικουμενιστές, μέχρις ότου πραγματοποιηθεί η τελεία ένωση Ορθοδοξίας και
Παπισμού, η οποία θα είναι κατά τα πρότυπα των Ουνιτικών Εκκλησιών της
Ανατολικής Ευρώπης. Το σχέδιο αυτό αποκαλύπτουν εκκλησιαστικές
προσωπικότητες, που έλαβαν μέρος σε Διαχριστιανικούς Διαλόγους και
ασχολήθηκαν εις βάθος με αυτούς. Ένας εξ αυτών ο μακαριστός καθηγητής κ.
Ιωάννης Καρμίρης παρατηρεί: «Ο Πάπας Παύλος ο ΣΤ΄ και οι περί αυτόν
Ρωμαιοκαθολικοί θεολόγοι εξεπόνησαν εν καλώς μελετηθέν ευρύτατον
πρόγραμμα ρωμαιοκεντρικού Οικουμενισμού, σύμφωνον προς την Λατινικήν
Εκκλησιολογίαν».[6]
Σύμφωνα
με το παραπάνω σχέδιο του Βατικανού, επινοήθηκε και εφαρ-μόσθηκε ο
λεγόμενος «Διάλογος της Αγάπης», σαν ένα προκαταρκτικό στάδιο πρίν από
τον Θεολογικό διάλογο, ο οποίος αποσκοπούσε στην κατάλληλη ψυχο-λογική
προετοιμασία, με την δημιουργία κλίματος καλών σχέσεων και φιλίας, με
παροχή οικονομικών ενισχύσεων προς τους Ορθοδόξους, με υπερτονισμό της
αγάπης και παραμερισμό της σημασίας των δογματικών αληθειών της πίστεως,
ώστε να αμβλυνθεί και αποδυναμωθεί κάθε διάθεση μαρτυρίας και
ομολογίας, με ανταλλαγές επισκέψεων των προκαθημένων εκατέρωθεν, με
επιστροφές αγίων λειψάνων από την πλευρά του Βατικανού ως ένδειξη φιλίας
προς τους Ορθοδόξους, με συμπροσευχές και κοινές διακηρύξεις περί
«αδελφών εκκλησιών» για την δημιουργία ψεύτικων εντυπώσεων και
τετελεσμεσμένων γεγονότων. Όπως δε εύστοχα παρατηρήθηκε «η Ορθόδοξη
θεολογία και η Ορθόδοξη εκκλησιολογία παραχωρούν τη θέση τους στην
διπλωματία και την πολιτική. Η τήρηση των ισορροπιών, η προσχώρηση στη
λογική των συσχετισμών, η υπαγωγή στα κοινωνικά και πολιτικά δεδομένα
και απαιτήσεις, αποτελούν τη νέα κυρίαρχη αντίληψη στη σύγχρονη
οικουμενιστική θεολο-γία».[7]
Μεθοδεύεται
η έναρξη του θεολογικού διαλόγου, όχι από τα διαιρούντα αλλά από τα
ενούντα, κάτι ξένο προς την Ορθόδοξη παράδοση, ενώ παράλληλα
καλλιεργείται το πνεύμα της «αμοιβαίας αναγνωρίσεως» γιά την δημιουργία
ψευδαισθήσεων ενότητος και ταυτότητος πίστεως. Το πνεύμα αυτό μόλις
δια-κρίνεται στα πρώτα κείμενα της Μικτής Επιτροπής, για να φανεί πλέον
ξεκάθαρα και με κάθε επισημότητα στο κοινό κείμενο της Ζ΄ Συνελεύσεως
του Balamand. Με το κείμενο αυτό Παπικοί και «Ορθόδοξοι» Οικουμενιστές,
κάνοντας ένα θεαματικό άλμα και παρακάμπτοντας πλήθος αιρετικών
διδασκαλιών του Παπισμού, φθάνουν ξαφνικά στο σημείο να αναγνωρίσουν
αλλήλους ως πλήρεις και αληθείς «αδελφές Εκκλησίες», με έγκυρα μυστήρια,
με ταυτότητα πίστεως, με αποστολική διαδοχή και διά τούτο «από κοινού
υπευθύνους διά την τήρησιν της Εκκλησίας του Θεού εν τη πιστότητι προς
την θείαν οικονομίαν, ιδιαίτατα ως προς την ενότητα» (παράγρ.13 και 14),
πράγμα που συνιστά πραγματική προδοσία της Ορθοδόξου πίστεως. Πέραν
τούτου η επιτευχθείσα καταδίκη της Ουνίας στο Freising το 1990,
ανατρέπεται με νέες αποφάσεις στο Balamand, όπου πανηγυρικά αθωώνεται
και επί πλέον οι Ουνίτες αποκτούν το δικαίωμα να συμμετέχουν στο διάλογο
με εκπροσώπους της.
Στη
συνέχεια οι Ορθόδοξες Εκκλησίες επιμένουν για μιά επανεξέταση του
θέματος της Ουνίας. Με «Μήνυμα» των Προκαθημένων των Ορθοδόξων Εκκλησιών
(1992), στο οποίον καταδικάζουν ρητά την Ουνία και τον προσηλυτισμό,
αποφασίζουν «ότι δεν μπορεί να προχωρήσει ο Θεολογικός Διάλογος με την
Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, αν δεν επέλθει συμφωνία επί του ζητήματος της
Ουνίας». Ωστόσο για το Βατικανό το θέμα της Ουνίας έχει λήξει με όσα
συνεφωνήθησαν και υπεγράφησαν στο Balamand. Νέα συζήτησις επί του
θέματος της Ουνίας στη Βαλτιμόρη το 2000 καταλήγει σε ναυάγιο, χάρη στην
πεισματώδη επιμονή των Ρωμαιοκαθολικών. Το Βατικανό έκανε το πάν για να
περισώσει την Ουνία. Και τούτο είναι εύλογο αφού η σχεδιαζομένη ένωση
πρόκειται να είναι ουνιτικού τύπου. Έτσι ο πολυδιαφημησθείς «Διάλογος
της Αγάπης», αποδεικνύεται μια απάτη και ένα θέατρο εντυπώσεων.
Το
Βατικανό, μετά το ναυάγιο της Βαλτιμόρης, επιτυγχάνει νέα επανέναρξη
του διαλόγου το 2006, με άλλη θεματολογία, χωρίς βέβαια να έχει λυθεί το
πρόβλημα της Ουνίας. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο και οι άλλες Ορθόδοξες
Εκκλησίες σύρονται κυριολεκτικά και πάλι στο διάλογο, αθετούντες την
από-φαση της Γ΄ Πανορθοδόξου Διασκέψεως, ότι: «Ουνία και Διάλογος είναι
ασυμ-βίβαστα ταυτοχρόνως»[8] και διαψευδόμενοι με όσα εδήλωσαν στο
παρά πάνω «Μήνυμά» τους το 1992. Η διπλωματία του Βατικανού θριαμβεύει,
αφού πλέον κατώρθωσε να προχωρήσει και να εφαρμόσει το καλά μελετημένο
σχέδιό της, το οποίον προέβλεπε την παράκαμψη του θέματος της Ουνίας,
όπως επίσης και την παράκαμψη της συζητήσεως των δογματικών διαφορών. Οι
πολλές δογματικές μας διαφορές με τους Ρωμαιοκαθολικούς (Filioque,
Κτιστή Χάρις, άζυμα, καθαρτήριον πύρ, άσπιλη σύλληψη της Θεοτόκου,
κ.λ.π.) ουσιαστικά παραμερίστηκαν και δεν πρόκειται να συζητηθούν. Απλώς
θα θεωρηθούν ως ποικίλες παραδόσεις, ή θεολογούμενα, μη δυνάμενα να
αποτελέσουν εμπόδιο στην ένωση των Εκκλησιών. Διότι τί νόημα έχει η
συζήτησή τους μετά τις αμοι-βαίες αναγνωρίσεις του Balamand; Εφ’ όσον το
σχέδιο του Βατικανού προβλέπει ουνιτικού τύπου ένωση, για τη Ρώμη δεν
υφίστανται άλλες αναγκαίες προϋποθέσεις εκκλησιαστικής κοινωνίας με τις
Ορθόδοξες Εκκλησίες. Εκείνο που την ενδιαφέρει ουσιαστικά είναι η
αναγνώριση του Πρωτείου του Πάπα, που είναι γι’ αυτήν η μόνη αναγκαία
προϋπόθεση για να επιτευχθεί πλήρης εκκλησιαστική κοινωνία. Έτσι
εξηγείται πως στην πορεία του διαλόγου φθάσαμε από τα «ενούντα» κατ’
ευθείαν στο πρωτείο, σαν να ήταν αυτή η μόνη δογματική διαφορά μας με
τους Ρωμαιοκαθολικούς, αν εξαιρέσουμε βέβαια το θέμα της Ουνίας, το
οποίο ούτως ή άλλως δεν ήταν προγραμματισμένο στο σχέδιο του Βατικανού,
αλλά προσετέθη εκτάκτως μετά την πτώση των αθεϊστικών καθεστώτων της
Ανατολικής Ευρώπης.
Περαίνοντες
την μικρή αυτή αναφορά μας, εκφράζουμε και πάλι την λύπη μας και την
απογοήτευσή μας τόσο για την συμμετοχή του Σεβασμιωτάτου στην εν λόγω
Ημερίδα, όσον επίσης και για τις κακόδοξες και αιρετικές θέσεις και
απόψεις τις οποίες διετύπωσε με την εισήγησή του.
Εκ του Γραφείου Αιρέσεων και Παραθρησκειών.
Ο υπεύθυνος
Αρχ. Παύλος Δημητρακόπουλος.
[1]
Όπως οι εν Κωνσταντινουπόλει Σύνοδοι του 1170, 1341, 1450, 1722, 1838,
1895, σαφέστατα καταδικάζουν τόν παπισμό ως αίρεση. Βλ. Πρεσβ.
Αναστάσιος Γκοτσόπουλος, Η συμπροσευχή μέ αιρετικούς. Προσεγγίζοντας τήν
κανονική πράξη της Εκκλησίας, εκδ. Θεοδρομία, Θεσσαλονίκη 2009, σελ.
40-42.
[2] Ό.π. σελ. 33-36.
[3] Ιωάννης Καρμίρης, Ορθοδοξία και Ρωμαιοκαθολικισμός, τομ.1, Αθήναι 1964, σελ.25.
[4]
Αγίου Ιουστίνου Πόποβιτς, καθ. Πανεπιστημίου Βελιγραδίου, Η Ορθόδοξος
Εκκλησία και ο Οικουμενισμός, εκδ. Ιεράς Μονής Αρχαγγέλων Τσέλιε,
Βάλιεβο, Σερβία, σελ. 80-82.
[5] Πρωτ. Γεωργίου Μεταλληνού, «Οι διάλογοι χωρίς προσωπείον», Διαδικτυακός Τόπος: Ορθόδοξος Λόγος www.Orthodox. net.gr σελ. 2
[6] Ιω. Καρμίρη, Ορθοδοξία και Ρωμαιοκαθολικισμός, τομ. ΙΙ, Αθήναι 1965, σ. 170
[7]
Αρχ. Αθανασίου Αναστασίου, καθ. Ι. Μονής Μεγ. Μετεώρου, Η πορεία του
οικουμενικού διαλόγου με βάση την ορθόδοξη πατερική διδασκαλία και την
δογματική εκκλησιολογική συνείδηση, στο περιοδ. «Εν Συνειδήσει», Εκδ. Ι.
Μονής Μεγ. Μετεώρου, Ιούνιος 2009, σ. 9.
[8] Βλ. Ιω. Καρμίρη, Ορθοδοξία και Ρωμαιοκαθολικισμός, τομ. ΙΙ, Αθήναι 1965, σ 38