Παρήγορη, διδακτική καί ψυχοσωτήρια είναι η ακόλουθη διήγηση, από την οποία μαθαίνουμε μέ πόση καρδιακή συντριβή καί ταπείνωση ετοιμάζονται οι δίκαιοι γιά τόν θάνατο καί μέ πόσον άγιο φόβο τόν υποδέχονται:
Ο Θεός ικανοποιούσε πάντοτε τά αιτήματα ενός γέροντα μέ μεγάλη αρετή. Μια μέρα, λοιπόν, ο γέροντας αυτός, καθώς προσευχόταν, θέλησε να δει την ψυχή ενός αμαρτωλού καί την ψυχή ενός δικαίου την ώρα πού θα χωρίζονταν από τά σώματά τους.
Οδηγημένος από τό χέρι τού Θεού, έφτασε σε μια πόλη. Έξω από την πόλη, σ’ ένα μοναστήρι, ζούσε ένας αναχωρητής μέ μεγάλη φήμη, πού τώρα ήταν άρρωστος καί περίμενε τόν θάνατο. Ο γέροντας είδε να έχουν ετοιμαστεί γι’ αυτόν πολλά κεριά καί καντήλια. Όλη η πόλη τόν έκλαιγε, λέγοντας:
— Ο Θεός μέ τίς ευχές του αναχωρητή μάς έδινε τό ψωμί καί τό νερό. Όλη την πόλη την έσωζε ο Θεός χάρη σ’ αυτόν. Αν, λοιπόν, πάθει κάτι, όλοι θα πεθάνουμε.
Όταν ήρθε η ώρα του θανάτου του, ο γέροντας είδε τόν άγγελο του θανάτου μέ πύρινη τρίαινα στο χέρι να έρχεται κοντά στον αναχωρητή, καί άκουσε μια φωνή να λέει: