Κάποτε
ένας Άγιος γέροντας προσευχόταν στο Θεό να του αποκαλύψει το μυστήριο,
γιατί άνθρωποι δίκαιοι και ευσεβείς είναι φτωχοί, δυστυχούν και
αδικούνται, ενώ πολλοί άδικοι και αμαρτωλοί είναι πλούσιοι και
αναπαύονται και πώς ερμηνεύονται οι κρίσεις του Θεού.
Ο Θεός, θέλοντας να τον πληροφορήσει, του έβαλε στην καρδιά το λογισμό να κατεβεί στον κόσμο.
Περπατώντας, λοιπόν, ο γέροντας, βρέθηκε σε ένα δρόμο πλατύ, απ’ όπου περνούσαν πολλοί. Εκεί υπήρχε ένα λιβάδι και μια βρύση με καθαρό νερό. Ο Αββάς κρύφτηκε στην κουφάλα ενός δέντρου.
Ύστερα από λίγο, εμφανίστηκε ένας άνθρωπος πλούσιος που ξεπέζεψε και κάθισε να φάει. Εκεί που αναπαυόταν, έβγαλε ένα πουγκί με εκατό φλουριά για να τα μετρήσει. Αφού, λοιπόν, τα μέτρησε, νόμισε πως τα έβαλε πάλι στο ρούχο του, αλλά εκείνα είχαν πέσει στο έδαφος. Στη συνέχεια, σηκώθηκε και καβαλίκεψε το άλογό του χωρίς να γνωρίζει ότι αφήνει πίσω τα φλουριά.
Έπειτα, πέρασε κάποιος άλλος οδοιπόρος για να πιει νερό. Βρήκε τα φλουριά, τα πήρε κι έφυγε γρήγορα.
Κατόπιν, ήρθε άλλος ένας φτωχός οδοιπόρος, φορτωμένος και κουρασμένος, για να αναπαυθεί. Ενώ έβγαζε ένα παξιμάδι για να φάει, γύρισε πίσω ο πλούσιος, έπεσε πάνω στο φτωχό με θυμό και του είπε: «Γρήγορα, δώσε μου τα φλουριά που βρήκες!». Ο φτωχός, με όρκους μεγάλους, έλεγε πως δεν είδε τέτοιο πράγμα. Τότε, ο πλούσιος άρχισε να τον δέρνει με το λουρί του άλογου και, με ένα χτύπημα στο μήνιγγα, τον σκότωσε. Έψαξε όλα τα ρούχα του νεκρού, δεν βρήκε τίποτα και έφυγε πολύ λυπημένος.
Ο Θεός, θέλοντας να τον πληροφορήσει, του έβαλε στην καρδιά το λογισμό να κατεβεί στον κόσμο.
Περπατώντας, λοιπόν, ο γέροντας, βρέθηκε σε ένα δρόμο πλατύ, απ’ όπου περνούσαν πολλοί. Εκεί υπήρχε ένα λιβάδι και μια βρύση με καθαρό νερό. Ο Αββάς κρύφτηκε στην κουφάλα ενός δέντρου.
Ύστερα από λίγο, εμφανίστηκε ένας άνθρωπος πλούσιος που ξεπέζεψε και κάθισε να φάει. Εκεί που αναπαυόταν, έβγαλε ένα πουγκί με εκατό φλουριά για να τα μετρήσει. Αφού, λοιπόν, τα μέτρησε, νόμισε πως τα έβαλε πάλι στο ρούχο του, αλλά εκείνα είχαν πέσει στο έδαφος. Στη συνέχεια, σηκώθηκε και καβαλίκεψε το άλογό του χωρίς να γνωρίζει ότι αφήνει πίσω τα φλουριά.
Έπειτα, πέρασε κάποιος άλλος οδοιπόρος για να πιει νερό. Βρήκε τα φλουριά, τα πήρε κι έφυγε γρήγορα.
Κατόπιν, ήρθε άλλος ένας φτωχός οδοιπόρος, φορτωμένος και κουρασμένος, για να αναπαυθεί. Ενώ έβγαζε ένα παξιμάδι για να φάει, γύρισε πίσω ο πλούσιος, έπεσε πάνω στο φτωχό με θυμό και του είπε: «Γρήγορα, δώσε μου τα φλουριά που βρήκες!». Ο φτωχός, με όρκους μεγάλους, έλεγε πως δεν είδε τέτοιο πράγμα. Τότε, ο πλούσιος άρχισε να τον δέρνει με το λουρί του άλογου και, με ένα χτύπημα στο μήνιγγα, τον σκότωσε. Έψαξε όλα τα ρούχα του νεκρού, δεν βρήκε τίποτα και έφυγε πολύ λυπημένος.