«Ένας γέροντας μου διηγήθηκε το εξής: Στην Κρήτη, στο χωριό του, στη γειτονιά του, μια γυναίκα πολύ υπέφερε από τον άνδρα της. Ήσαν φτωχοί, πάμφτωχοι. Ο άνδρας ήτο καπνιστής μανιώδης, και όταν δεν είχε τσιγάρο, στη γυναίκα του ξεθύμαινε. Πολύ ξύλο της έδινε.
Μια βραδιά πήγε στο σπίτι του και εκτύπησε τη γυναίκα του πολύ. Η Μαρία όμως, έτσι λεγόταν η γυναίκα του, υπέμενε γενναίως και όλο την Παναγία επεκαλείτο. Τα μεσάνυχτα σηκώθηκε, λούστηκε, χτενίστηκε, φόρεσε τα καλά της ρούχα, και πλάγιασε, για να μην ξυπνήσει πλέον. Απέθανε. Όταν μετά από έναν χρόνο την έκαμαν ανακομιδή, όλος ο τόπος ευωδίασε! Δεν είχαν φθάσει ακόμη σκάπτοντας στα οστά της και μια άρρητος ευωδία εξήλθε.