Κι όλα πάγωσαν μπροστά στο χρέος...
Του Ανδρέα Παπαστάμου
Ζούμε σε μια παγωμένη πόλη. Ακίνητη στο χρόνο. Λες και κάποιος πάτησε το stop στην κάμερα, αδύναμος να συνεχίσει... Ένα γυάλινο αποστειρωμένο θερμοκήπιο, με μοναδική συντροφιά μας το τετράγωνο κουτί της ενημέρωσης, με χαρτιά, εφημερίδες και περιοδικά. Ειδήσεις σκληρές, ωμές, με ακατανόητες λέξεις για δανεικά και χρέη, τρόϊκες κι άλλα δεινά.
Ζούμε σε μια παγωμένη πόλη. Ακίνητη στο χρόνο. Λες και κάποιος πάτησε το stop στην κάμερα, αδύναμος να συνεχίσει... Ένα γυάλινο αποστειρωμένο θερμοκήπιο, με μοναδική συντροφιά μας το τετράγωνο κουτί της ενημέρωσης, με χαρτιά, εφημερίδες και περιοδικά. Ειδήσεις σκληρές, ωμές, με ακατανόητες λέξεις για δανεικά και χρέη, τρόϊκες κι άλλα δεινά.
Κι εμείς, αποσβολωμένοι ακροατές σε ένα θέατρο του παραλόγου, που μόλις
μας πάγωσε τη ζωή, όνειρα κι ελπίδες…έτσι, χωρίς αιτία, χωρίς σχόλια, σε
ένα σήμερα χωρίς νόημα.
Ποιος μας έκλεψε το νόημα; Ποιος μας στέρησε το γέλιο; Ποιος ξέβαψε το χθες και το αύριο, θυσία στο βωμό του χρήματος... κι αυτού δανεικού; Τι κακό κάναμε και μας λοιδορούν, μας βρίζουν, μας συκοφαντούν, μας εμπαίζουν, μας κοροϊδεύουν καθημερινά, μπρος στα μάτια μας, πίσω από την πλάτη μας, δίπλα μας, στους γειτόνους, τους φίλους και τους συγγενείς; Τι κακό τους κάναμε;
Ξένα δάχτυλα ψάχνουν στις τσέπες μας, ξένα στόματα τρώνε το φαϊ μας, ξένα αυτιά ακούνε τον πόνο μας, ξένα και τα βήματά μας στο άδικο μονοπάτι που μας έφτιαξαν.
Ποιος τους άνοιξε την πόρτα; Ποιος τους έβαλε στο σπίτι μας; Ποιος τους έδωσε να φάνε; Ποιος τους έκανε αυτό που είναι σήμερα, χαρίζοντάς τους πλούτη, εξουσίες και παράσημα; Ποιος τους στήριξε όταν ζητούσαν τη βοήθειά μας, όταν παρακαλούσαν και ικέτευαν για μια ψήφο, ένα όνομα στην κάλπη και πέντε ευρώ από το υστέρημά μας;
Και τώρα…Πάγωσε η πόλη. Όλα πάγωσαν. Χιόνι βαρύ έπεσε στην αυλή μας. Πάγος άθραυστος και γκρίζος, έτσι όπως παρέσυρε σκουπίδια, χαλασμένα τρόφιμα και χαλαρές συνειδήσεις…για ένα κομμάτι ψωμί, ένα διορισμό, μια άδεια οικοδομής, ένα μικρό αυθαίρετο να στεγάσει τα παιδιά μας, μια μετάθεση πιο κοντά στην οικογένεια, μια αθώα θέση στο στρατό, και ένα φτηνό τάφο, έτσι, για τα γηρατειά μας…
Ποιος θα κουνήσει την εικόνα; Ποιος θα πατήσει το κουμπί της κάμερας της ύπαρξής μας; Ποιος θα μας δείξει τι υπάρχει έξω από το γυάλινο γκρίζο θερμοκήπιο που μας έκλεισαν; Ποιος θα μας ανοίξει την πόρτα να αντικρίσουμε το χρώμα της ζωής, τον έρωτα, το παιχνίδι, τους φίλους, τις παρέες; Ποιος θα μας χαρίσει ένα χαμόγελο, ένα ανέκδοτο, μια ιστορία από το χτες, τότε που όλα φάνταζαν αθώα στα παιδικά μας μάτια; Ποιος θα δώσει μια υπόσχεση ελπίδας στους πικραμένους; Ποιος θα δώσει την αγκαλιά του σε όσους τη στερήθηκαν; Ποιος θα ψιθυρίσει μια καλή κουβέντα, ένα μπράβο, για το μόχθο του μεροκαματιάρη, του τεχνίτη, του καλλιτέχνη;
Ποιος θα μας πιάσει από τον ώμο, δείχνοντας μας μια ανέμελη βόλτα στο διπλανό πάρκο; Ποιος θα σηκώσει την ευθύνη της ελπίδας, όταν όλα έχουν παγώσει σε ένα δραματικό μονόλογο για δανεικά και χρέη;
Πού είναι οι αντιπρόσωποι του λαού, οι βουλευτές, οι δήμαρχοι κι οι σύμβουλοί τους, εκτός από τα κανάλια: Χλωμοί, σουρωμένοι από την καθημερινή ενασχόληση με την απομύζηση των συμπολιτών τους, με τα λογιστικά των οργανισμών που διοικούν, των εταιρειών που διαχειρίζονται, και των μη-κυβερνητικών οργανώσεων που συμβουλεύουν…που πήγαν;
Πού είναι ο πρωθυπουργός κι οι απομονωμένοι υπουργοί του, εκτός από τις αίθουσες συνεδριάσεων στα ξένα ή τη δική μας τη Βουλή, με πλήθος φρουρών στο πέρασμά τους, λες κι η δημοκρατία τους ζητούσε προστασία; Πού είναι τώρα που τους έχουμε ανάγκη;
Πού είναι ο πνευματικός μας κόσμος, οι πρυτάνεις κι οι καθηγητές των πανεπιστημίων, των πολυτεχνείων, των ΤΕΙ, των επαγγελματικών σχολών, λυκείων, γυμνασίων και σχολείων; Πού είναι τώρα που τους χρειαζόμαστε;
Πού είναι οι καλλιτέχνες, οι άνθρωποι της τέχνης που μπορούν να εμπνεύσουν, για να εμπνευστούν κι αυτοί με τη σειρά τους, από την καθημερινή βιοπάλη; Πού είναι οι ζωγράφοι, οι μουσικοί κι οι ποιητές; Πού πήγαν όσοι μας υποσχέθηκαν ένα δειλινό και μια αυγή;
Πού πήγαν όλοι;
Ποιος μας έκλεψε το νόημα; Ποιος μας στέρησε το γέλιο; Ποιος ξέβαψε το χθες και το αύριο, θυσία στο βωμό του χρήματος... κι αυτού δανεικού; Τι κακό κάναμε και μας λοιδορούν, μας βρίζουν, μας συκοφαντούν, μας εμπαίζουν, μας κοροϊδεύουν καθημερινά, μπρος στα μάτια μας, πίσω από την πλάτη μας, δίπλα μας, στους γειτόνους, τους φίλους και τους συγγενείς; Τι κακό τους κάναμε;
Ξένα δάχτυλα ψάχνουν στις τσέπες μας, ξένα στόματα τρώνε το φαϊ μας, ξένα αυτιά ακούνε τον πόνο μας, ξένα και τα βήματά μας στο άδικο μονοπάτι που μας έφτιαξαν.
Ποιος τους άνοιξε την πόρτα; Ποιος τους έβαλε στο σπίτι μας; Ποιος τους έδωσε να φάνε; Ποιος τους έκανε αυτό που είναι σήμερα, χαρίζοντάς τους πλούτη, εξουσίες και παράσημα; Ποιος τους στήριξε όταν ζητούσαν τη βοήθειά μας, όταν παρακαλούσαν και ικέτευαν για μια ψήφο, ένα όνομα στην κάλπη και πέντε ευρώ από το υστέρημά μας;
Και τώρα…Πάγωσε η πόλη. Όλα πάγωσαν. Χιόνι βαρύ έπεσε στην αυλή μας. Πάγος άθραυστος και γκρίζος, έτσι όπως παρέσυρε σκουπίδια, χαλασμένα τρόφιμα και χαλαρές συνειδήσεις…για ένα κομμάτι ψωμί, ένα διορισμό, μια άδεια οικοδομής, ένα μικρό αυθαίρετο να στεγάσει τα παιδιά μας, μια μετάθεση πιο κοντά στην οικογένεια, μια αθώα θέση στο στρατό, και ένα φτηνό τάφο, έτσι, για τα γηρατειά μας…
Ποιος θα κουνήσει την εικόνα; Ποιος θα πατήσει το κουμπί της κάμερας της ύπαρξής μας; Ποιος θα μας δείξει τι υπάρχει έξω από το γυάλινο γκρίζο θερμοκήπιο που μας έκλεισαν; Ποιος θα μας ανοίξει την πόρτα να αντικρίσουμε το χρώμα της ζωής, τον έρωτα, το παιχνίδι, τους φίλους, τις παρέες; Ποιος θα μας χαρίσει ένα χαμόγελο, ένα ανέκδοτο, μια ιστορία από το χτες, τότε που όλα φάνταζαν αθώα στα παιδικά μας μάτια; Ποιος θα δώσει μια υπόσχεση ελπίδας στους πικραμένους; Ποιος θα δώσει την αγκαλιά του σε όσους τη στερήθηκαν; Ποιος θα ψιθυρίσει μια καλή κουβέντα, ένα μπράβο, για το μόχθο του μεροκαματιάρη, του τεχνίτη, του καλλιτέχνη;
Ποιος θα μας πιάσει από τον ώμο, δείχνοντας μας μια ανέμελη βόλτα στο διπλανό πάρκο; Ποιος θα σηκώσει την ευθύνη της ελπίδας, όταν όλα έχουν παγώσει σε ένα δραματικό μονόλογο για δανεικά και χρέη;
Πού είναι οι αντιπρόσωποι του λαού, οι βουλευτές, οι δήμαρχοι κι οι σύμβουλοί τους, εκτός από τα κανάλια: Χλωμοί, σουρωμένοι από την καθημερινή ενασχόληση με την απομύζηση των συμπολιτών τους, με τα λογιστικά των οργανισμών που διοικούν, των εταιρειών που διαχειρίζονται, και των μη-κυβερνητικών οργανώσεων που συμβουλεύουν…που πήγαν;
Πού είναι ο πρωθυπουργός κι οι απομονωμένοι υπουργοί του, εκτός από τις αίθουσες συνεδριάσεων στα ξένα ή τη δική μας τη Βουλή, με πλήθος φρουρών στο πέρασμά τους, λες κι η δημοκρατία τους ζητούσε προστασία; Πού είναι τώρα που τους έχουμε ανάγκη;
Πού είναι ο πνευματικός μας κόσμος, οι πρυτάνεις κι οι καθηγητές των πανεπιστημίων, των πολυτεχνείων, των ΤΕΙ, των επαγγελματικών σχολών, λυκείων, γυμνασίων και σχολείων; Πού είναι τώρα που τους χρειαζόμαστε;
Πού είναι οι καλλιτέχνες, οι άνθρωποι της τέχνης που μπορούν να εμπνεύσουν, για να εμπνευστούν κι αυτοί με τη σειρά τους, από την καθημερινή βιοπάλη; Πού είναι οι ζωγράφοι, οι μουσικοί κι οι ποιητές; Πού πήγαν όσοι μας υποσχέθηκαν ένα δειλινό και μια αυγή;
Πού πήγαν όλοι;
* Ο κ. Ανδρέας Παπαστάμου είναι οικονομικός σύμβουλος στη μόνιμη αντιπροσωπεία της Ελλάδος στη Γενεύη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου