Παρασκευή 21 Σεπτεμβρίου 2012


Ὁ γέροντας Ἰωάννης Καλαΐδης


Γράφει ὁ Πρωτοπρεσβύτερος Γεώργιος Τραπεζανλίδης

Εἰσαγωγικὰ

.       Οἱ μαθητὲς καὶ κατ’ ἐπέκταση ὅλοι οἱ χριστιανοὶ ποὺ θέλουν καὶ ζοῦνε σύμφωνα μὲ τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ, χαρακτηρίζονται ἀπὸ τὸν Κύριο στὸ εὐαγγέλιο τοῦ Ματθαίου ὡς τὸ φῶς καὶ τὸ ἅλας τῆς γῆς, ἀλλὰ καὶ ὡς πόλη ποὺ βρίσκεται χτισμένη πάνω σὲ ὅρος καὶ φαίνεται ἀπὸ παντοῦ. Τονίζοντας τὶς κοσμοσωτήριες διαστάσεις ἑνὸς τέτοιου τρόπου ζωῆς, ποὺ προκύπτει ἀπὸ τὴν σύνδεση τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὴν θεία ζωὴ καὶ εἶναι καρπὸς τῆς ἐλεύθερης βούλησης καὶ τῆς συνέργειάς του μὲ τὸν ἐνεργοῦντα Τρισυπόστατο Θεὸ – ὁ Ὁποῖος τὸν ἐξομοιώνει μαζί του καὶ ἀπὸ θνητὸ τὸν καθιστᾶ κατὰ χάριν Θεό, ὥστε οἱ χριστιανοὶ διὰ τῆς μετοχῆς τοὺς αὐτῆς καὶ τὴ λαμπρὴ ἐνάρετη καὶ μεστὴ ἀπὸ καλὰ ἔργα ζωή τους, νὰ ἐξελίσσονται σὲ μαγνήτη ποὺ ἕλκει τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τὴν πλάνη στὴν ἀλήθεια, ἀπὸ τὸ σκοτάδι τῆς ἁμαρτίας στὸ φῶς τῆς ζωῆς, ὥστε νὰ ἐπιστρέφουν στὴν ἀληθινὴ ζωὴ καὶ νὰ ἀποδίδουν ὀρθὴ δόξα στὸν μόνο ἀληθινὸ Θεό.
.       Μιά τέτοια πόλη ψηλὰ κτισμένη, ὥστε νὰ μὴ διαφεύγει τὴν προσοχὴ τῶν ἀνθρώπων ἀλλὰ νὰ τοὺς ἕλκει κοντά της, γιὰ νὰ τοὺς προσφέρει ἀνάπαυση καὶ ἕνα τέτοιο φῶς ποὺ νὰ φωτίζει τὸν κόσμο, ὁ ὁποῖος περιπλανιέται στὸ σκοτάδι ἀλλὰ καὶ ἕνα τέτοιο ἅλας ποὺ ἐπιφέρει θεραπεία στὴ σήψη, τὴν ὁποία πληρώνει ἡ ἁμαρτία στὸν ἄνθρωπο, ὑπῆρξε καὶ ὁ μακαριστὸς Γέροντας Ἰωάννης τοῦ Νεοχωρίου. Ὁ λαμπρὸς αὐτὸς γέροντας τοῦ καιροῦ μας ἔλαμψε μὲ τὴν ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ζωή του στὴν ταλαιπωρημένη γενεά μας, ἡ ὁποία μὲ τὴν πορεία της στὴ δική της ἔρημο δοκιμάζεται στὴν κρίση καὶ τὴν ὀδύνη τῆς μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεὸ ἐποχῆς μας.

Παιδικὰ καὶ νεανικὰ χρόνια

.       Ὁ πατὴρ Ἰωάννης Καλαΐδης γεννήθηκε στὸ Καμαρωτὸ Σερρῶν ἀπὸ εὐσεβεῖς γονεῖς, τὸν Χρυσόστομο καὶ τὴ Θεοδώρα, στὶς 8 Μαΐου τοῦ 1925, ἡμέρα ἑορτῆς τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου. Πῆρε ἔτσι τὸ ὄνομα τοῦ εὐαγγελιστοῦ καὶ ἀγαπημένου μαθητοῦ τοῦ Κυρίου μας, Ἰωάννη – ἐνέργεια ποὺ φανερώνει τὸν φόβο Θεοῦ ἀλλὰ καὶ τὴν ἀγάπη ποὺ εἶχαν οἱ γονεῖς του πρὸς τὴν ἐκκλησία καὶ τοὺς ἁγίους της.
.       Σημαντικὸ ρόλο στὸ ἔναυσμα τῆς καλῆς πνευματικῆς του πορείας ὑπῆρξε τὸ πρόσωπο τῆς μητέρας του, ἡ ὁποία ἦταν γυναίκα μὲ πίστη καὶ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὴν ἐκκλησία του. Ἡ Θεοδώρα ἤθελε τὰ παιδιά της νὰ ἔχουν Θεὸ μέσα τους καὶ ἔτσι τὰ καθοδηγοῦσε στὴν προσευχὴ καὶ στὸν τακτικὸ ἐκκλησιασμό. Ἡ θεοφοβούμενη αὐτὴ γυναίκα εἶχε τὴν καταγωγή της ἀπὸ τὴν Μικρὰ Ἀσία, τὸν Ὄλυμπο τῆς Βιθυνίας. Στὸ ὄρος αὐτὸ τὰ βυζαντινὰ χρόνια γεννήθηκε καὶ ἄκμασε μία ὁλόκληρη μοναστικὴ πολιτεία ὁμόλογη στὸ πνευματικὸ ὕψος τῆς Θηβαΐδος τῆς Αἰγύπτου καὶ τῆς μοναστικῆς Ἀθωνικῆς πολιτείας τοῦ Ἁγίου Ὄρους, καὶ ἡ ὁποία ἔδωσε στὴν ἐκκλησία πλῆθος ἁγίων, ἀσκητῶν καὶ μαρτύρων. Στὰ χαλεπὰ χρόνια τῆς εἰκονομαχίας τὰ μοναστήρια ὑπῆρξαν φάρος καὶ προπύργιο τῆς ὀρθοδοξίας καὶ τῆς ὀρθοπραξίας. Αὐτὴ ἡ πνευματικότητα ἐπηρέασε τοὺς ἀνθρώπους τῆς περιοχῆς καὶ ἔφτασε ἕως καὶ τὴν ἐποχὴ τῆς μητέρας του Θεοδώρας. Ἔτσι, ὅταν κατὰ τὴ μικρασιατικὴ καταστροφὴ βίωσαν τὸν ξεριζωμὸ ἀπὸ τὰ πάτρια ἐδάφη τους καὶ ἔχασαν τὴν ὑλική τους περιουσία, κατάφεραν νὰ κρατήσουν μέσα τους τὴν πνευματικὴ περιουσία ποὺ γνώρισαν.
.       Ὁ Γέροντας εἶχε μεγάλη ἀγάπη γιὰ τὴν μάνα του, ἔτρεφε μεγάλη ἀδυναμία πρὸς τὸ πρόσωπό της, ἔτσι ὥστε ἀπὸ τὴν μικρή του ἡλικία στὸ Καμαρωτὸ Σερρῶν νὰ γίνεται δέκτης τῶν πνευματικῶν ἀντανακλάσεων, ποὺ κληρονόμησε ἐκείνη καὶ ἐκ τῶν ἀντανακλάσεων αὐτῶν νὰ διαμορφώνεται μέσα του ὁ σεβασμὸς καὶ ἡ ἀγάπη του πρὸς τὸν Θεό.
.       Ἡ παιδικὴ ἡλικία τοῦ Γέροντα διέφερε ἀπὸ τὴν ζωὴ τῶν ἄλλων παιδιῶν ποὺ ὡς προτεραιότητά τους εἶχαν τὸ παιχνίδι, κάτι πολὺ φυσικὸ γιὰ τὴν ζωή τους. Ὁ ἴδιος ἦταν σοβαρὸς καὶ ἀγαποῦσε πολὺ τὴν ἐκκλησία καὶ τὴν παραμονὴ μέσα σ’αὐτήν. Θαύμαζε τὴν ζωὴ τοῦ λειτουργοῦ καὶ ἤθελε καὶ ὁ ἴδιος νὰ διακονήσει τὸν Θεὸ μὲ τὸ ἴδιο ἱερὸ ἔργο. Εἶχε ἐπιθυμία νὰ γίνει κληρικός, νὰ ἀνήκει στὸν κλῆρο τοῦ Κυρίου καὶ νὰ ποιμάνει τὰ λογικὰ πρόβατα, τὴν ποίμνη, γιὰ τὴν ὁποία ὁ Χριστὸς προσέφερε τὸ αἷμα του καὶ τὴν ζωὴ του θυσία στὸν Ἐπουράνιο Πατέρα του. Ἔλεγε χαρακτηριστικά: «καθὼς θυμᾶμαι τὸν ἑαυτό μου, πήγαινα τακτικὰ στὴν ἐκκλησία καὶ βοηθοῦσα τὸν ἱερέα στὸ ἱερὸ βῆμα, καὶ ἔλεγα νὰ μὲ ἀξιώσει καὶ μένα ὁ καλὸς Θεὸς νὰ γίνω ἕνας ἱερεὺς καὶ νὰ τὸν ὑπηρετήσω, καὶ ὁ καλὸς Θεός, ποὺ ἀκούει τὰ πάντα, ἄκουσε τὴν παιδική μου προσευχή».
.       Ὁ Γέροντας βίωσε πολλὰ θαυμαστὰ γεγονότα στὴν ζωή του καὶ ἡ διήγηση τοῦ βίου του θυμίζει τὰ συναξάρια τῶν ἁγίων, τὰ ὁποῖα εἶναι γεμάτα ἀπὸ ἀνάλογες διηγήσεις καὶ προκαλοῦν ἔκπληξη στοὺς ἀνθρώπους ποὺ δὲν ἔχουν ἀνάλογες ἐμπειρίες τέτοιων πνευματικῶν ἀποκαλύψεων – ἐνῶ ταυτόχρονα ἐνισχύουν τὴν πίστη τῶν εὐσεβῶν χριστιανῶν στὸν Κύριο τῆς δόξης. Ἡ ἀρχὴ τῶν ἀποκαλύψεων αὐτῶν ξεκίνησε ἀπὸ πολὺ νωρίς. Στὴν ἡλικία τῶν δέκα ἐτῶν, ἔζησε ἕνα θαυμαστὸ γεγονός, ὄχι σὲ ὄνειρο ἀλλὰ ζωντανά. Εἶδε τρεῖς ἀρχιερεῖς ντυμένους τὰ ἱερὰ ἄμφια, νὰ μπαίνουν στὸ σπίτι τους καὶ νὰ θυμιατίζουν τὰ δίδυμα τῆς οἰκογένειας, τὸν Γιῶργο καὶ τὴν Ἀναστασία, καὶ αὐθόρμητα εἶπε στὴν μητέρα του: «Βλέπεις τοὺς τρεῖς ἱεράρχες;». Ἡ μητέρα του τότε μονολόγησε μὲ θαυμασμὸ καὶ φόβο Θεοῦ «Τί βλέπει αὐτὸ τὸ παιδί;». Τὸ ἴδιο βράδυ ἡ μικρή ἀδερφὴ του Ἀναστασία ἄφησε τὸν πρόσκαιρο κόσμο καὶ πέρασε στὸν οὐράνιο κόσμο τοῦ Θεοῦ.
.       Ὁ γέροντας ὑπηρέτησε στὸν Ἑλληνικὸ Στρατὸ στὶς 28 Ὀκτωβρίου τοῦ 1947 ἕως καὶ τὶς 20 Μαρτίου τοῦ 1950. Μία πολὺ δύσκολη περίοδος γιὰ τὴν πατρίδα μας, καθὼς αὐτὰ τὰ χρόνια συνέπεσαν μὲ τὴν περίοδο ποὺ σπάραζε τὸ δοκιμασμένο ἔθνος μας ἀπὸ τὰ δεινὰ τοῦ ἐμφυλίου πολέμου (1946-1949). Ὁ π. Ἰωάννης ἀγαποῦσε πολὺ τὴν πατρίδα του καὶ πονοῦσε πολὺ ἀπὸ τὸν βίαιο πόνο ποὺ βίωσε τὸ ἑλληνικὸ ἔθνος. Συνήθιζε νὰ λέει: «Ἀδελφὸς παρέδιδε στὸν θάνατο τὸν ἀδελφό του, φοβερὸ πράγμα». Βλέποντας τὸν φόβο καὶ τὸν θάνατο νὰ κυριαρχοῦν παντοῦ, πονοῦσε πολὺ καὶ δὲν ἄντεχε νὰ βλέπει τοὺς ἀνθρώπους νὰ ὑποφέρουν. Ὁ ἴδιος κινδύνευσε πολλὲς φορὲς καὶ σώθηκε ἀπὸ βέβαιο θάνατο. Ἡ κυριαρχία τοῦ θανάτου πάνω στοὺς ἀνθρώπους καὶ ἡ ἀπουσία τῆς ἀγάπης συγκλόνισαν τὸν Γέροντα βαθύτατα, ἔτσι κατέφευγε στὴν προσευχή, γιὰ νὰ σταματήσουν αὐτὰ τὰ δεινά, νὰ πάψουν οἱ ἄνθρωποι νὰ βιαιοπραγοῦν, νὰ διαφυλάξει ὁ Θεὸς τοὺς ἀνθρώπους καὶ τὸν ἴδιο ἀπὸ τὸν θάνατο καὶ νὰ βασιλεύσει ἡ εἰρήνη στὸ ἔθνος μας. Προσευχόμενος κάποτε ὁ π. Ἰωάννης ἀξιώθηκε μία θαυμαστὴ ἀποκάλυψη: εἶδε τὴν ὥρα τῆς καρδιακῆς του προσευχῆς στὸν στρατιωτικὸ θάλαμο τὸν Κύριο ζωντανό, ὅπως εἰκονίζεται στὶς ἐκκλησίες μας, στὴν εἰκόνα τοῦ Παντοκράτορος καὶ ἄκουσε τὴν φωνὴ τοῦ Κυρίου νὰ τὸν καθησυχάζει. Πράγματι ἡ θεία πρόνοια τὸν προστάτεψε πολλὲς φορὲς καὶ ὅπως ἔλεγε καὶ ὁ ἴδιος: «Εὐχαριστῶ τὸν καλὸ Θεὸ ποὺ μὲ ἐνεθάρρυνε καὶ μὲ γλύτωσε ἀπὸ τὸ πῦρ τοῦ πολέμου». Τὸν Αὔγουστο τοῦ 1949 τελείωσε ὁ ἐμφύλιος καὶ ὁ ἴδιος ἀφοῦ ἀπολύθηκε, ἐπέστρεψε σῶος καὶ ἀβλαβὴς στὸ χωριό του κοντὰ στοὺς γονεῖς του.
.       Ἦταν εὐσεβὴς ἄνθρωπος, πιστὸς στὸν Θεό, ἁπλός, ἥσυχος, εὐγενικὸς πρὸς ὅλους, ἐργατικὸς καὶ ντροπαλός. Ἡ ἐπιστροφὴ στὸ χωριό του, δὲν ἦταν μόνο ἐπιστροφὴ στὸ πατρικό του, κοντὰ στοὺς γονεῖς του, ποὺ σεβόταν καὶ τιμοῦσε, ἀλλὰ ἦταν καὶ ἐπιστροφὴ στὴν ἐκκλησία, ποὺ κατὰ τὴν διάρκεια τῆς θητείας του τοῦ ἔλειψε καὶ αὐτὸ τὸν στενοχωροῦσε πολύ. Ἐνῶ ἐργαζόταν στὰ χωράφια δὲν παρέλειπε νὰ ἐκκλησιάζεται τὶς Κυριακές, νὰ μελετᾶ τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ νὰ διαβάζει χριστιανικὰ ἔντυπα τῆς ἐποχῆς του.
.       Τὸ 1955 σὲ ἡλικία τριάντα ἐτῶν, ἄμεμπτος ἀπὸ σαρκικὴ ἁμαρτία, ἦλθε σὲ νόμιμο γάμο μὲ τὴν Πολυξένη, ἀπέκτησε μαζί της τὰ τρία πρῶτα του τέκνα, τὴν Θεοδώρα, τὸν Χρῆστο, καὶ τὴν Σοφία. Οἱ δυσκολίες τῆς οἰκογενειακῆς ζωῆς δὲν τὸν ἐμπόδισαν ἀπὸ τὰ πνευματικά του καθήκοντα. Ἐξ ἄλλου, δὲν μποροῦσε νὰ ζεῖ ἔξω ἀπὸ τὴν ἐκκλησία καὶ τὴ θεία Λειτουργία καὶ ἔδειχνε πολὺ ζῆλο νὰ εἶναι μέσα στὸν ναό, νὰ ἵσταται ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ προσεύχεται γιὰ τὴν σωτηρία του καὶ τὴν σωτηρία ὅλων. Δὲν ἄργησε ὅμως νὰ ἔλθει ὁ πειρασμός: πολλοὶ χωριανοὶ ποὺ τὸν ἔβλεπαν νὰ πηγαίνει μὲ τέτοια σπουδὴ στὴν ἐκκλησία, παρ᾽ ὅλη τὴν καθημερινὴ κούραση ἀπὸ τὴν ἐργασία του στοὺς ἀγρούς, ἄρχισαν νὰ τὸν πειράζουν σὲ τέτοιο βαθμό, ὥστε νὰ τὸν ἀναγκάσουν νὰ πηγαίνει κρυφὰ καὶ νὰ ἔχει λογισμοὺς νὰ βραδύνει τὸν τακτικὸ ἐκκλησιασμό του. Εὐρισκόμενος τότε στὸν χῶρο τῆς ἐργασίας του καὶ συνομιλώντας μὲ τοὺς λογισμοὺς ἐκείνους, δέχτηκε θεία ὑπόδειξη νὰ μὴν ἐγκαταλείψει τὴν ἱερή του συνήθεια, ἀλλὰ νὰ ἐκκλησιάζεται. Αὐτὴ τὴν φωνὴ τὴν ἄκουσε τρεῖς φορὲς στὴν ζωή του καὶ ἔκλαψε πικρά, γιατί αἰσθάνθηκε πὼς λύπησε τὸν Κύριο καὶ τὸν πρόδωσε ὅπως ὁ ἀπόστολος Πέτρος. Ἔκτοτε δὲν ἐπανέφερε ποτὲ ξανὰ τοὺς λογισμοὺς ἐκείνους μέσα του, πρόσεχε δὲ πολὺ νὰ μὴν λυπήσει τὸν Κύριό του, ὄχι μόνο διὰ λόγων καὶ ἔργων, ἀλλὰ καὶ διὰ τῶν λογισμῶν του. Γνώριζε πολὺ καλὰ ὅτι τὸ πονηρὸ πνεῦμα πρῶτα προσπαθεῖ νὰ ἀποσπάσει τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τὴν θεία ζωὴ μὲ τὴν ὑποβολὴ τῶν λογισμῶν καὶ ἔπειτα νὰ τοὺς ἀποσπάσει καὶ σωματικῶς. Ἔτσι ἄρχισε τὴν ἐργασία τῆς ἱερῆς νήψεως καὶ δὲν παρέλειπε τὸν ἐκκλησιασμό του. Παρέλειψε νὰ λειτουργηθεῖ μόνο δύο φορές, ὡς ἐπίστρατος, ὅταν λόγῳ τῆς στρατιωτικῆς του ὑπηρεσίας δὲν μπόρεσε νὰ πραγματοποιήσει τὴν ἀγαπημένη του ἐργασία. Μάλιστα, εἶχε κάνει τότε καὶ ἔντονα παράπονα πρὸς τοὺς ἀνωτέρους του, ζητώντας νὰ μὴν τὸν ἀποσποῦν ἀπὸ τὴν εὐλογημένη συνήθειά του, ποὺ εἶναι τόσο ἀρεστὴ στὸν Θεό, καὶ τοὺς προειδοποίησε πὼς τὴν ἑπόμενη φορὰ δὲν θὰ ἀκολουθοῦσε στὸ καθορισμένο πρόγραμμα. Ἕως τὸ 1970 διακόνησε στὴν ἐκκλησία ὡς νεωκόρος, ἐπίτροπος καὶ ψάλτης, διατηρώντας τὴν αἴσθηση πὼς δὲν εἶχε προσφέρει στὴν ἐκκλησία ἀπολύτως τίποτα. Εἶχε ταπείνωση στὴν καρδιὰ καὶ ὄχι στὰ λόγια καὶ αὐτὴ ἡ ταπείνωση ἦταν συνοδοιπόρος του σὲ ὅλα τὰ χρόνια της ζωῆς του. Ἔτσι μὲ μία τέτοια ζωή, σιγὰ σιγὰ ἦρθε τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου γιὰ τὴν Ἱερωσύνη του.

 Ἱερεύς τοῦ Ὑψίστου

.       Ἀρχὲς τοῦ 1970, στὶς 3 Ἰανουαρίου, εἶδε ἕνα περίεργο ὄνειρο, ὅπως συνήθιζε συχνὰ νὰ διηγεῖται, ἰδίως σὲ κληρικούς, γιὰ νὰ τονίσει ὅτι ἡ ἱεροσύνη εἶναι δωρεὰ τοῦ Κυρίου: «Εἶδα στὸν ὕπνο μου, τὸν σεβασμιώτατο Μητροπολίτη μας Ἰωάννη νὰ μὲ καλεῖ στὴν Μητρόπολη καὶ νὰ μοῦ δίνει τὸ εὐαγγέλιο, λέγοντάς μου νὰ διαβάσω τοὺς στίχους “πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη” (Ματθ. κη´ 19). Ἐγὼ τοὺς διάβασα, μοῦ λέει καλῶς, μέχρι τοῦ ἁγίου Ἰωάννου θὰ σὲ κάνω ἱερέα». Τὸ ὄνειρο αὐτὸ ἐπαληθεύτηκε μερικοὺς μῆνες ἀργότερα, ὅταν ὁ π. Γερβάσιος τὸν κάλεσε στὴν Μητρόπολη καὶ τὰ ὑπόλοιπα ἐξελίχτηκαν, ὅπως τὰ προεῖδε. Ἡ χειροτονία του ἔγινε στὶς 3 Ἰουλίου ἀπὸ τὸν μακαριστὸ Μητροπολίτη Σιδηροκάστρου Ἰωάννη. Ἡ χαρά του ἦταν ἀπερίγραπτη καὶ διατηρήθηκε σὲ ὅλη τὴν διάρκεια τῆς ὑπόλοιπης ζωῆς του.
.       Ὁ λόγος του διανθιζόταν μὲ διάφορα παραδείγματα καὶ συμβουλές, ὥστε νὰ παρουσιάσει τὸ μεγαλεῖο τῆς θεοσύστατης ἱερωσύνης, ἀλλὰ καὶ τῆς ἀνεπανάληπτης χάρης ποὺ προσφέρει ὁ Θεὸς στοὺς κληρικούς του. Πίστευε ὅτι οἱ ἱερεῖς πρέπει νὰ δοξάζουν τὸν Θεὸ μέρα καὶ νύχτα, ποὺ τοὺς ἀξίωσε μία τέτοια δωρεά, γιατί δὲν ὑπάρχει κανεὶς ἄξιος γιὰ νὰ τὴν ντυθεῖ. Ἔλεγε ἀκόμα πώς, ἂν ὁ Θεὸς δὲν ἤθελε, δὲν θὰ γινόταν κληρικὸς κάποιος ποὺ εἶχε τὴν ἐπιθυμία αὐτή, γιατί ὁ Κύριος καλεῖ, αὐτὸς ὁ Κύριος εἶναι ἡ θύρα. Γνώριζε πολὺ καλὰ πόσο ὁ Θεὸς σέβεται τὴν ἐλευθερία στὸν ἄνθρωπο καὶ δὲν καταργεῖ τὸ ἀνθρώπινο αὐτεξούσιο. Ἡ ἀγαπημένη του διήγηση, ἦταν ἀπὸ τὸ βιβλίο τῆς Γένεσης, γιὰ τὸν Ἀδὰμ καὶ τὴν Εὕα, γιὰ τὸ κατ᾽ εἰκόνα καὶ τὸ καθ’ ὁμοίωσιν: εἶχε τὴν ἄποψη ὅτι ἐκεῖ κρύβεται ὅλη ἡ θεολογία τῆς ἐκκλησίας μας. Χρησιμοποιοῦσε παραδείγματα ἀπὸ τὸ ἱερὸ εὐαγγέλιο, τὰ ὁποῖα καταδεικνύουν τὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Ἔλεγε: «Ὁ Θεὸς ἔχει καταμετρημένες καὶ τὶς τρίχες τῆς κεφαλῆς μας καὶ χωρὶς τὴν θέλησή του, δὲν πέφτει καμία τρίχα μας στὴ γῆ. Ὁ Θεὸς ἤθελε, γι’ αὐτὸ γίνατε ἱερεῖς του». Ἀφοῦ, δηλαδή, δείχνει ἐνδιαφέρον γιὰ μία τέτοια μικρὴ ὑπόθεση, πῶς θὰ ἀμελοῦσε τότε γιὰ ἕνα τόσο βαρυσήμαντο γεγονός, γιὰ τὸ ποιὸς θὰ γίνει ποιμένας τῶν λογικῶν προβάτων του, γιὰ τὸ ποιὸς θὰ διδάσκει τὸν λόγο του καὶ θὰ τελεῖ τὰ ἱερὰ μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας του, μὲ τὰ ὁποῖα θὰ ἁγιάζεται καὶ θὰ ἁγιάζει τοὺς ἀνθρώπους. Ἐπίσης, ἐπισύναπτε σὲ αὐτὸ πὼς ἡ ἱερωσύνη εἶναι ἀνώτερη καὶ ἀπὸ τὴν βασιλικὴ ἐξουσία καὶ ἔλεγε στοὺς κληρικοὺς πὼς εἶναι ἀσύγκριτη μὲ κάθε ἄλλη κοσμικὴ θέση ἐπὶ τῆς γῆς, τονίζοντας πὼς δὲν ἀνταλλάσσεται μὲ τίποτα: «Ἄν μοῦ ἔλεγε ὁ Θεὸς νὰ ἐπιλέξω νὰ γίνω βασιλιὰς ὴ παπάς, παπὰς θὰ ἔλεγα χίλιες φορές !».
.       Δίδασκε ὅτι οἱ Λειτουργοὶ τοῦ Ὑψίστου θὰ πρέπει νὰ ζοῦνε μὲ μεγάλη προσοχή, νὰ εἶναι διὰ τῆς προσευχῆς σὲ διαρκῆ ἐπικοινωνία μὲ τὸν Κύριο, νὰ δίνουν ἀγώνα κατὰ τὶς ἁμαρτίας, νὰ εἶναι καθαροὶ ἀπὸ αὐτήν, νὰ ἀναπαύουν τοὺς ἀνθρώπους, νὰ ἱερουργοῦν, νὰ μελετοῦν τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ: «Νὰ ἔχετε μία μικρὴ Ἁγία Γραφὴ πάνω σας συνέχεια, γιὰ νὰ τὴν διαβάζετε σὲ κάθε στιγμὴ καὶ νὰ εἶναι ὁ νοῦς σας στὸν Θεό». Νουθετοῦσε νὰ κατηχοῦν οἱ ἱερεῖς τὸν Λαὸ τοῦ Θεοῦ, νὰ τὸν παροτρύνουν μὲ πολὺ ἀγάπη νὰ ἀκολουθοῦν τὸν Χριστὸ καὶ νὰ τηροῦν τὶς ἐντολές του, γιὰ νὰ μὴ φανοῦν τελικὰ ἀνάξιοι τῆς ἱερωσύνης στὰ μάτια τοῦ Θεοῦ. Δὲν ἔπαυε νὰ παραινεῖ γιὰ τὴν ταπείνωση, πάνω στὴν ὁποία ἀναπαύεται ὁ Θεὸς καὶ οἱ ἄνθρωποι καὶ γιὰ τὴν μετὰ βδελυγμίας ἀποστροφὴ τῆς ὑπερηφάνειας, ποὺ εἶναι ἡ ἀρχὴ ὅλων τὸν κακῶν: «Ἡ ταπείνωση κάνει τοὺς ἀνθρώπους ἀγγέλους καὶ ἡ ὑπερηφάνεια τοὺς ἀγγέλους δαίμονες». Γιὰ τὶς πρεσβυτέρες ἔλεγε πὼς πρέπει νὰ εἶναι εἰρηνικὲς καὶ φιλόξενες, νὰ φροντίζουν τὸν ἱερέα τους μὲ ἀγάπη. Σὲ μία συζήτηση στὸ σπίτι τοῦ Γέροντα κάποιος ἱερομόναχος μᾶς εἶπε ὅτι ἡ παπαδιὰ κάνει τὸν μισὸ παπὰ καὶ τότε ἀναφώνησε ὁ π. Ἰωάννης: «Ὄχι τὸν μισὸ παπά, ὅλον τὸν παπὰ κάνει ἡ πρεσβυτέρα!». Ὄντως ἡ ἀγάπη τῆς πρεσβυτέρας γιὰ τὴν ἐκκλησία δίνει φτερὰ στὸν παπὰ ποὺ στέκεται δίπλα της.
.       Ὁ π. Ἰωάννης διακόνησε σὲ διάφορες ἐνορίες τῆς ἐπαρχίας τῆς Μητροπόλεως Σιδηροκάστρου καὶ ἀπ’ ὅπου πέρασε ὁ κόσμος τὸν ἀγάπησε. Ὅταν ὑπηρετοῦσε στὸ Σιδηροχώρι, στὸν ναὸ τῆς Ἁγίας Κυριακῆς, ἀπέκτησε τὸ τέταρτό του παιδί. Ἐκεῖ ξεκίνησε μία ἀπ’ τὶς πρῶτες του δοκιμασίες, καθὼς τὸ μικρότερο καὶ νεώτερο μέλος τῆς οἰκογενείας του νόσησε ἀπὸ ὀξεία λευχαιμία, οἱ γιατροὶ τοῦ ΑΧΕΠΑ ἔδωσαν στὸ παιδὶ τρεῖς μῆνες ζωή. Ἄρχισαν ἔτσι νὰ σκεπάζουν τὴ ζωὴ τῆς οἰκογενείας του τὰ πρῶτα μαῦρα σύννεφα. Ἐκεῖνος ὅμως μὲ πλήρη ἐμπιστοσύνη ὕψωνε τὰ χέρια του στὸν οὐρανό, ζητώντας νὰ παρατείνει ὁ Θεὸς τὴ ζωὴ τοῦ μικροῦ Φίλιππα. Ὄντως, πρὸς μεγάλη ἔκπληξη τῶν γιατρῶν, τὸ παιδὶ συνέχιζε νὰ ζεῖ καὶ τελικὰ ἄφησε τὴ ζωή του σὲ ἡλικία ἑπτὰ χρονῶν στὴν νέα ἐνορία τοῦ γέροντα, τὰ Κάτω Πορόϊα.
.        Στὰ Κάτω Πορόια ὑπηρέτησε στὸν ναὸ τοῦ Προδρόμου, ὅπου ἀνήγειρε καὶ ἀποπεράτωσε τὸν ναὸ τῆς ἁγίας Εἰρήνης τῆς Μεγαλομάρτυρος. Ὑπηρέτησε ἀκόμα στὴ Λειβαδειά, στὸν ναὸ τοῦ Ἁγίου Δημητρίου καὶ στὸ Νεοχώρι, στὸν ναὸ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, ὅπου ἔκτισε μὲ τὴν βοήθεια πολλῶν εὐλαβῶν ἀνθρώπων τὸν ἱερὸ ναὸ τῶν Ἁγίων Ραφαὴλ Νικολάου καὶ Εἰρήνης, τοὺς ὁποίους ὀνόμαζε ἐφημερεύοντες ἰατροὺς τῆς ἐποχῆς μας. Σήμερα αὐτὸς ὁ ναὸς εἶναι προσκύνημα τῆς Μητροπόλεώς μας (σημ. «ΧΡ. ΒΙΒΛΙ.»: Σιδηροκάστρου) καὶ ἐδῶ ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Σιδηροκάστρου κ.κ. Μακάριος, ἀναγνωρίζοντας τὸν ζῆλο του καὶ τὴν ἀγάπη τοῦ κόσμου στὸ πρόσωπο τοῦ Γέροντα, κατὰ τὴν ἡμέρα τῶν ἐγκαινίων τοῦ ἱεροῦ ναοῦ τῶν νεοφανῶν μαρτύρων, τοῦ ἀπένειμε τὸ ὀφφίκιο τοῦ πνευματικοῦ καὶ τοῦ πρωτοπρεσβυτέρου. Μὲ την πίστη του καὶ τὴν ταπείνωσή του κέρδιζε τὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων. Οἱ ἄνθρωποι ποὺ τὸν γνώρισαν μιλᾶνε μὲ πολὺ θαυμασμὸ γιὰ τὴν προσωπικότητά του, ἀλλὰ ὁ ἴδιος δὲν εἶχε ποτὲ τέτοιες ἀξιώσεις. Ἀπέδιδε τὰ πάντα στὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, δὲν ἤθελε νὰ τὸν ὀνομάζουν ἅγιο, οὔτε νὰ διαφημίζουν τὶς ἀρετές του – ὅσο ὅμως ποθοῦσε τὴν ἀφάνεια, τόσο ἡ θεία χάρις τὸν δόξαζε.

Ἡ μεγάλη ἀγάπη του γιὰ τὴν προσευχὴ

 .             Ἀφιέρωνε πολὺ ὥρα στὴν προσευχή· ἐξ ἄλλου, ἡ προσευχὴ εἶναι ἀρετὴ καὶ μητέρα τῶν ἀρετῶν καὶ ὡς μητέρα μυσταγωγεῖ τὴ σύναψη μὲ τὸν Θεό, κατὰ τὸν Μάρκο τὸν ἐρημίτη. Ὁ γέροντας κατέστη ὁ ἴδιος μία ἀδιάλειπτη προσευχή, μὲ τὴν ἑνοποίηση ποὺ προσφέρει ἡ προσευχὴ στὸν ἄνθρωπο μέσα του καὶ μὲ τὸν Θεό. Ἔκαμε τὶς ἀκολουθίες τοῦ νυχθημέρου ἐπὶ καθημερινῆς βάσεως, τοῦ Μεσονυκτικοῦ, τοῦ Ὄρθρου, διάβαζε Παράκληση καὶ μνημόνευε πλῆθος ὀνομάτων, τὰ ἀπογεύματα διάβαζε τὸν Ἑσπερινὸ καὶ τὸ Ἀπόδειπνο, ἀγρυπνοῦσε καὶ ἔλεγε τὴν εὐχὴ στὸν Κύριο, στὴ Θεοτόκο καὶ σὲ διαφόρους ἁγίους τῆς ἐκκλησίας. Πολλὲς φορὲς γιὰ ὧρες προσευχόταν ἔτσι. Ἂν λειτουργοῦσε, διάβαζε τὴν ἀκολουθία τῆς θείας μεταλήψεως καὶ μετὰ τὴν εὐχαριστία. Στὴν ἐκκλησία ὣς τὰ βαθιά του γεράματα κατὰ τὴ διάρκεια τῶν ἀκολουθιῶν καὶ τῆς θείας λειτουργίας προσευχόταν ὄρθιος ἢ γονατιστός.
.              Νήστευε ὅλη τὴν διάρκεια τοῦ ἔτους, ἔτρωγε μία σούπα μὲ ρύζι, καρότα καὶ πατάτες. Ἀκόμα καὶ στὴ διάρκεια τῶν ἀσθενειῶν του δὲν ἄλλαζε τὴν συνήθειά του, ὅσο καὶ ἂν ἐπέμεναν τὰ παιδιά του καὶ οἱ γιατροί. Συνέχεια ἀναφερόταν στὸ μαρτύριο τοῦ Χριστοῦ, τὸ ὁποῖο ἔπαθε γιὰ ἐμᾶς, στὶς ὕβρεις καὶ τοὺς ἐξευτελισμούς, στὸ μαστίγιο, στὴν φραγγέλωση καὶ στὸν σταυρικὸ θάνατο, ὥστε νὰ κατανοήσουμε τὴν μεγάλη ἀγάπη τοῦ Κυρίου πρὸς ἐμᾶς, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ εἶναι παράδειγμα ὑπομονῆς καὶ ταπείνωσης στὶς διάφορες δοκιμασίες μας, καὶ νὰ διάγουμε τὴν ζωή μας μὲ δοξολογία, ἀποβλέποντες στὸν στέφανο τῆς αἰωνίου ζωῆς κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς δευτέρας παρουσίας Του. Αὐτὴ ἡ μεγάλη ἀγάπη τοῦ Κυρίου πρὸς ἐμᾶς εἶναι ποὺ εἵλκυε καὶ ὁδηγοῦσε τὸν ἴδιο σὲ τέτοια μέτρα ἀσκήσεως.
.              Ὁ π. Σωτήριος Βραμπάκης, ποὺ στὰ γεράματα τοῦ π. Ἰωάννη ἐρχότανε μὲ ἐντολὴ τῆς Μητροπόλεώς μας νὰ τὸν βοηθήσει στὴ λειτουργία, ἀφοῦ λειτούργησε κάποτε μαζὶ μὲ τὸν Γέροντα κι ἐμένα στὸν Ἅγιο Γεώργιο Νεοχωρίου, μοῦ πρότεινε νὰ πᾶμε γιὰ ἕναν καφέ. Ἐγὼ ἐπέμενα νὰ περιμένουμε καὶ τὸν Γέροντα καὶ μοῦ ἀπάντησε γνωρίζοντας τὶς συνήθειες τοῦ γέροντα: «Τὸν παπα-Γιάννη; Τὸ μεσημέρι θὰ βγεῖ ἀπὸ τὴν ἐκκλησία!». Ἀργότερα ρώτησα τὴν πρεσβυτέρα του Πολυξένη ἂν εἶχε συνήθεια νὰ μένει προσευχόμενος στὸν Ναὸ μετὰ ἀπὸ τὴν θεία λειτουργία καὶ τότε μοῦ ἀποκάλυψε πὼς ἐρχόταν κατὰ τὴ μία μὲ δύο τὸ μεσημέρι στὸ σπίτι. Ἡ ἀπάντησή της μὲ κατέπληξε, γιατί πέραν τοῦ ὅτι ἦταν μεγάλος στὴν ἡλικία, ἦταν καὶ πολὺ φιλάσθενος. Κάποια νύχτα βυθισμένος μέσα στὸ πέλαγος μιᾶς τέτοιας προσευχῆς πρὸς τὴν θεομήτορα ὁ Γέροντας Ἰωάννης, ἡ ὁποία ξεκίνησε τὸ βράδυ καὶ τελείωσε 7 ὧρες μετά, λέγοντας τὸ «Ὑπεραγία θεοτόκε, σῶσον ἠμᾶς» καὶ ἐναλλάσσοντάς το μὲ τοὺς χαιρετισμοὺς τῆς Παναγίας μας. Ἔξαφνα ἐμφανίστηκε ζωντανὰ μπροστά του μέσα σὲ φῶς ἡ Κυρία Θεοτόκος ἀνάμεσα σὲ δύο χοροὺς ἁγίων γυναικῶν, οἱ ὁποῖες ἔψαλλαν διαφόρους θεομητορικοὺς ὕμνους, ἀπὸ τὰ δεξιὰ ὁ χορὸς τῶν μαρτύρων γυναικῶν, ποὺ ὑπέφεραν βίαιο θάνατο γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ ἀπὸ τὰ ἀριστερὰ τῶν ὁσίων γυναικῶν, ποὺ ἔλαμψαν μὲ τὴν ἄθλησή τους ἀφήνοντας ὅλα τὰ ἐγκόσμια. Τότε ἡ Θεομήτωρ μέσα στὴν δόξα της τὸν χαιρέτισε καὶ τοῦ εἶπε νὰ συμβουλεύει ὅλους καὶ κυρίως τοὺς κληρικοὺς νὰ καταφεύγουν στὶς πρεσβεῖες της καὶ θὰ λαμβάνουν μεγάλη χάρη στὸ ὄνομά της. Ἀμέσως χάθηκαν ὅλα καὶ ἀπὸ τὴν μεγάλη χαρὰ ὁ ἴδιος λιποθύμησε.

 Τὸ μέγεθος τῆς ἀγάπης καὶ τῆς ὑπομονῆς του

.            Θαύμαζε κανεὶς τὴν ἀσκητικότητά του, ἡ ὁποία πήγαζε ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ἀγάπη τοῦ πλησίον. Ἔκπληξη προκαλοῦσε ἀκόμα ἡ ὑπομονή του καὶ ἡ χαρὰ ποὺ δοκίμαζε κατὰ τὶς ἀσθένειές του. Δὲν ἔδειχνε ποτὲ τὴν παραμικρὴ ἐνόχληση, συνέχεια τὰ χείλη του ψιθύριζαν τὸ «δόξα σοι ὁ Θεός, χίλιες φορὲς δόξα σοι ὁ Θεός». Στὴν ἐρώτηση πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ ἀντιμετωπίζει ἔτσι τὰ πράγματα, ἔδινε τὴν ἀπάντηση: «Ἂν δὲν πονέσουμε, πῶς θὰ καταλάβουμε; Πῶς θὰ αἰσθανθοῦμε τὸν πόνο τοῦ ἀδελφοῦ μας καὶ πῶς θὰ προσευχηθοῦμε μὲ τὴν καρδιά μας μὲ πόνο γιὰ αὐτόν;». Ἀκριβῶς γιὰ αὐτὸν τὸ λόγο, παράδοξο γιὰ ἐμᾶς, θεωροῦσε τὶς δοκιμασίες τῶν ἀσθενειῶν εὐλογίες. Ἔνοιωθε διὰ τοῦ πόνου του τοὺς ἀνθρώπους μέσα του καὶ κατὰ τὴν διάρκεια τῆς προσευχῆς του ἔχυνε δάκρυα γιὰ ὅλους, πονοῦσε γιὰ ὅλους. Σὲ ὅλους φαινόταν πολὺ παράξενο πῶς μποροῦσε καὶ ἀγαποῦσε ἔτσι. Ὅπως ἀναφέραμε καὶ προηγουμένως, τὸ τέταρτο κατὰ σειρὰ παιδί του ἄφησε τὸν κόσμο μας σὲ ἡλικία 7 ἐτῶν· σὲ ἄλλη περίπτωση κόντευε νὰ χάσει τὸν ἐγγονό του καὶ – ὢ τοῦ θαύματος, ὅπως καὶ ὁ ἴδιος τὸ προεῖπε – τὸ παιδὶ ἔμεινε στὴ ζωή· κάποτε ἔσπασε τὸν γοφό του, εἶχε μεγάλα προβλήματα μὲ τὴν πίεσή του, μὲ τὸ ἀναπνευστικό του καὶ ἄλλα πολλὰ καὶ στεκόταν μπροστὰ στὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας καὶ στὰ τεμάχια τῶν λειψάνων τῶν πολυαγαπημένων του ἁγίων Ραφαήλ, Νικολάου καὶ Εἰρήνης καὶ παρακαλοῦσε μὲ πόνο γιὰ ὅλους, μνημονεύοντας τὰ ὀνόματά τους.
.            Πῶς πονοῦσε ἔτσι γιὰ τοὺς ἄλλους, ἀφοῦ τοὺς περισσότερους δὲν τοὺς ἤξερε; Ἂν κανεὶς ἐμβαθύνει στὴ Θεολογία τῆς Ἐκκλησίας μας, θὰ δεῖ πὼς ὅλα αὐτὰ προκύπτουν ἀπὸ τὴν ἕνωση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεό: μέσα στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ βρίσκει κανεὶς τὸν ἴδιο του τὸν ἑαυτὸ ἀλλὰ καὶ ὅλον τὸν κόσμο, σὲ μία ὀντολογικὴ ἕνωση. Αὐτὸ ἐπιτυγχάνεται διὰ τῆς ὁδοῦ ποὺ διδάσκει ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία, μὲ τὰ στάδια τῆς καθάρσεως, τοῦ φωτισμοῦ καὶ τῆς θεώσεως. Ὅταν θελήσει ὁ ἄνθρωπος νὰ συνεργήσει μὲ τὸν Θεό, ἀναδεικνύεται σὲ ἀληθινὴ ὑπόσταση. Ὅσοι ἔμειναν κοντὰ στὸν π. Ἰωάννη καὶ τὸν γνώριζαν, ἔβλεπαν ἀνθρώπους φοβισμένους, πονεμένους ἀπὸ τὰ βάσανα τῆς ζωῆς, ἀπογοητευμένους καὶ μπερδεμένους, νὰ ἔρχονται κοντά του καὶ νὰ φεύγουν γεμάτοι ἀπὸ χαρά: Ζοῦσαν τὸ δικό τους προσωπικὸ θαῦμα, ἔμεναν ἔκπληκτοι ὅταν προγνώριζε τὰ αἰτήματά τους, τὰ προβλήματά τους, τὰ ὀνόματά τους, ἀλλὰ καὶ ἔβρισκαν τὴν λύση στὰ προβλήματά τους. Ἤθελε ὅλοι νὰ ἐνεργοποιήσουν τὸ μεγάλο χάρισμα τῆς Πίστεως στὸν Χριστό, συμβούλευε τοὺς ἀνθρώπους νὰ ἐξομολογοῦνται, νὰ κάνουν εὐχέλαιο μὲ νηστεία καὶ προσευχὴ καὶ ἔχοντας τὴν ἄδεια τοῦ πνευματικοῦ τους νὰ κοινωνοῦν μὲ πίστη τῶν ἁγίων μυστηρίων. Ὁ ἴδιος κοινωνοῦσε μὲ φόβο Θεοῦ καὶ ἀπὸ τὰ μάτια του πάντοτε ἀνέβλυζαν δάκρυα πρὸ τῆς θείας Κοινωνίας, δὲν ἐξοικειώθηκε ποτὲ μὲ τὰ ἅγια, συμβούλευε νὰ μεταλαμβάνουμε δακρυσμένοι, κι ἂν δὲν μπορούσαμε, ἔλεγε, ἂς προσφέρουμε τουλάχιστον ἕναν ἀναστεναγμὸ συναισθανόμενοι τὴν ἁμαρτωλότητά μας καὶ τὴν ἀπέραντη δωρεὰ τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ μας. Ἔλεγε ἀκόμη: «παιδιά μου πάντα νὰ χαιρετᾶτε τὶς ἱερὲς εἰκόνες, ὅταν εἰσέρχεστε στὴν ἐκκλησία· σκέφτεστε νὰ ἔρθει κανεὶς στὸ σπίτι σας καὶ νὰ μὴ σᾶς χαιρετήσει; Δὲν θὰ σᾶς ἀρέσει ἡ συμπεριφορά του, θὰ στενοχωρηθεῖτε». Ἀπερίγραπτος ἦταν ὁ τρόπος τῆς εἰσόδου του στὴν ἐκκλησία – ξέρουν οἱ ἄνθρωποι ποὺ τὸν ἔβλεπαν: ἔκανε κοντὰ στὰ δέκα λεπτὰ ἢ καὶ παραπάνω, γιὰ νὰ φτάσει στὸ ἱερό, ἔμενε μπροστὰ στὶς εἰκόνες καὶ μιλοῦσε σὰν νὰ ἦταν ζωντανές.
.            Πολλὰ ἦταν αὐτὰ ποὺ μοῦ ἔκαναν ἐντύπωση στὸν π. Ἰωάννη. Κάποτε πῆγα μὲ ἕναν φίλο μου ἱερομόναχο νὰ τὸν δοῦμε, ἀφοῦ μᾶς μίλησε καὶ σηκωθήκαμε νὰ φύγουμε, ἤθελε νὰ εὐχαριστήσει τὸν ἱερομόναχο. Πῆρε μερικὰ φροῦτα καὶ τοῦ τὰ ἔδινε στὸ χέρι, ἐκεῖνος ἀπὸ εὐγένεια καὶ ντροπὴ ἀρνιότανε νὰ τὰ πάρει καὶ ἔλεγε πὼς δὲν τὰ ἔχει ἀνάγκη. Τότε ὁ Γέροντας μᾶς ἀποστόμωσε λέγοντας «ἐγὼ τὰ ἔχω ἀνάγκη, γι’ αὐτὸ τὰ δίνω»: ἤξερε καλὰ πὼς ἀναπαύοντας τοὺς ἀνθρώπους, ἀναπαύεις τὸν Θεὸ καὶ πὼς ἡ σωτηρία μας ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴν ἀγάπη στὸν πλησίον. Εἶχε ἕναν ἰδιαίτερο τρόπο νὰ διδάσκει, δίδασκε μὲ τὴν ζωή του. Ἀκόμη ἔλεγε καὶ τὸ ἐννοοῦσε ἀπὸ τὴν ψυχή του, ἀπὸ τὸ εἶναι του, πὼς εἶναι ὁ τελευταῖος παπὰς τῆς Ἑλλάδας, ὀνόμαζε τὸν ἑαυτό του ἐλεεινὸ καὶ «σκωλήκων βρῶμα», ἀσπαζόταν μὲ πολὺ χαρὰ τὸ χέρι τῶν ἐπισκόπων της Ἐκκλησίας μας, ἀλλὰ καὶ τῶν νεωτέρων ἱερέων. Μετὰ τὴν θεία Λειτουργία μᾶς φιλοῦσε στὸ μέτωπο, ἐγὼ παραπονιόμουν καὶ ἔλεγα «μὴ Γέροντα, εἶμαι ἱδρωμένος» καὶ ἔλεγε «παιδί μου αυτὸ δὲν εἶναι ἱδρώτας, εἶναι ἁγιασμός».

Θεῖες Ἐμπειρίες

.            Ἡ θεωρία τοῦ ἀκτίστου φωτός, κατὰ τοὺς ἱεροὺς νηπτικοὺς της Ἐκκλησίας μας, εἶναι ἡ ὑψίστη κατάσταση ποὺ μπορεῖ νὰ φτάσει κάποιος καὶ ἀναφέρεται στοὺς τελείους. Ἤθελα πολλὲς φορὲς νὰ τὸν ρωτήσω, ἂν εἶχε τέτοια ἐμπειρία, νὰ δεῖ τὸ ἄκτιστο Φῶς. Δὲν μποροῦσα νὰ πιστέψω πὼς δὲν ἀξιώθηκε ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος μὲ τέτοια πίστη στὸν Θεὸ ἀλλὰ καὶ τέτοια ταπείνωση νὰ δεχτεῖ τὴν ἀποκάλυψη τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ. Εἶχα τὴν πίστη πὼς ὁ Γέροντας σίγουρα εἶδε τὸ ἅγιο Φῶς, καθὼς ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, ποὺ τὸν γνώριζαν, μιλοῦσαν γιὰ τὴν λάμψη φωτὸς τοῦ προσώπου του.
.            Ἔτσι μιὰ μέρα ποὺ τὸν ἐπισκέφτηκα μαζὶ μὲ ἕνα παιδὶ τῆς ἐνορίας μας (ἀφοῦ προσκυνήσαμε τὰ ἱερὰ λείψανα, ἔψαλε τροπάρια ἁγίων, μᾶς ἔχρισε μὲ τὸ ἱερὸ ἔλαιο ποὺ ἔκαιγε μπροστὰ στὶς εἰκόνες καὶ τὰ λείψανα, διαβάζοντας εὐχὲς ὑπὲρ ὑγείας φωτίσεως καὶ σωτηρίας – αὐτὸ γινόταν ὅλη μέρα σὲ ὅποιον καὶ ἂν ἔμπαινε στὴν οἰκία του – περάσαμε στὸ καθιστικὸ ὅπου κερνοῦσε σὲ ὅλους χυμὸ πορτοκάλι), τοῦ ἔθεσα τὴν ἐρώτηση ἂν ἔχει δεῖ τὸ Ἅγιο Φῶς. Ἐκεῖνος κατέβασε ἀμέσως τὸ κεφάλι του, ἐγὼ ἔκανα τὴν ἐρώτηση καὶ πάλι, καὶ τότε ἔγνεψε ἀρνητικά. Τοῦ εἶπα λοιπόν: «λένε πὼς ἔχει ἕνα γαλάζιο φῶς» καὶ αὐτὸς ἀπάντησε: «ναὶ παιδί μου». Ἀναθάρρησα, εἶπα ὅτι θὰ μάθω, θὰ μοῦ πεῖ. Μᾶς ἀποκάλυψε λοιπὸν πὼς εἶχε δεῖ τὸ ἅγιο Φῶς ἀρκετὲς φορὲς ἀλλὰ ἡ πιὸ συγκλονιστικὴ ἦταν στὸν ἱερὸ ναὸ τοῦ τιμίου Προδρόμου στὰ Κάτω Πορόϊα. «Στὶς 24 Ἀπριλίου τοῦ 1976, Μεγάλο Σάββατο, τὴν ὥρα τῆς θείας Λειτουργίας ποὺ ἔριχνα τὶς δάφνες στὸν ἱερὸ ναὸ καὶ ἔψαλλα “ἀνάστα ὁ Θεός”, ὅταν ἔφτασα στὸ δεξιὸ μέρος τῆς ἁγίας τραπέζης, φῶς ἔλαμψε ἀπὸ ψηλὰ σὰν ἀστραπὴ καὶ μὲ περιέλουσε ὁλόκληρο. Ἔνιωσα νὰ φεύγω ὁλόκληρος ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτό, πλημμύρισε ὅλη ἡ ψυχή μου χαρὰ καὶ ἀγαλλίαση. Πολλὰ ἄτομα μέσα στὸν ναὸ ὁμολογοῦσαν πὼς πάνω στὸ κεφάλι μου ἔλαμψε φῶς καὶ κράτησε ἀρκετὰ λεπτά. Αὐτὸ ἔγινε ὅταν ἤμουν ἐφημέριος ἐκεῖ στὸν Τίμιο Πρόδρομο, ὅπου ὑπηρέτησα ἀπὸ τὸ 1973 ἕως τὸ 1989».
.            Ἀργότερα ἔμαθα ὅτι ἀπὸ τότε ἔζησε μὲ τὴν πρεσβυτέρα του σὰν νὰ ἦταν ἀδέρφια καὶ πὼς τότε ἀπέκτησε τὸ διορατικὸ καὶ τὸ ἰαματικὸ χάρισμα. Τὴν ἴδια χρονιὰ ἐπισκέφτηκε τὸν πρώην γραμματέα τῆς κοινότητας Καμαρωτοῦ, ὁ ὁποῖος νοσηλευόταν σὲ κρίσιμη κατάσταση στὴν κλινικὴ Γαληνός. Τοῦ διάβασε εὐχὲς ὑπὲρ ὑγείας καὶ τὸν σταύρωσε μὲ ἕναν ξύλινο Σταυρὸ ποὺ ἔφερε πάντα μαζί του. Ἀμέσως ὁ ἀσθενὴς θεραπεύτηκε καὶ ἀπέστειλε εὐχαριστήρια ἐπιστολή, ἡ ὁποία διαβάστηκε τὴν Κυριακὴ στὴν ἐκκλησία τοῦ Καμαρωτοῦ.

 Ποιμαντική διδασκαλία

.            Ἰδιαίτερη ἀγάπη ἔτρεφε στὰ παιδιὰ καὶ τοὺς νέους. Δὲν ἤθελε νὰ κατακρίνουμε κανέναν καὶ ἰδίως αὐτὰ γιὰ τὰ ὁποῖα ὁ Χριστὸς μίλησε μὲ τόση τρυφερότητα. Ἤθελε οἱ νέοι νὰ ἔρχονται στὴν Ἐκκλησία καὶ ἂς ἔρχονται ὅπως θέλουν. Δὲν ἤθελε νὰ τραυματίσουμε κανένα παιδὶ μὲ τὴν αὐστηρὴ συμπεριφορά μας. Ἦρθε κάποτε μία νέα κοπέλα στὴν ἐνορία, γιὰ νὰ τὴν διαβάσει ὁ Γέροντας καὶ κοντά του ἦταν μία ἀφιερωμένη στὸν Θεὸ γυναίκα, ἡ ὁποία ἐπέπληξε τὴν νέα γιατί εἶχε ἔρθει μὲ παντελόνι. Ὁ Γέροντας δὲν εἶπε τίποτα, διάβασε τὴν νέα καὶ τῆς εἶπε μὲ πολὺ ἀγάπη, ἀφοῦ ἔφυγε ἡ μοναχή: «Παιδί μου μὴ στεναχωριέσαι ἐσὺ εἶχες τὸν πόνο σου καὶ ἤθελες νὰ τὸν θεραπεύσεις, γι’ αὐτὸ ἦρθες ἔτσι». Ἤξερε πὼς καὶ ἡ μοναχὴ ἀπὸ ὑπερβάλλοντα ζῆλο ἀντέδρασε ἔτσι καὶ ἀπὸ εὐγένεια δὲν τῆς εἶπε τίποτα. Ἔλεγε συνήθως: «Μὴν τὰ κατακρίνετε τὰ παιδιά, φταῖνε πολλὰ πράγματα ποὺ εἶναι ἔτσι ἀντιδραστικά, ἡ τηλεόραση, τὰ φαγητὰ ποὺ εἶναι γεμάτα μὲ διάφορες οὐσίες καὶ ὁ ἐγωισμὸς ἀπὸ τοὺς γονεῖς, γιατί τοὺς ἀπομακρύνει ἀπὸ τὰ παιδιά». Ἐπίσης ἔλεγε: «Ἐμένα μὴν μὲ κοιτᾶτε, ἐμένα μὲ ἐπισκέφτηκε ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ἀπὸ μικρό· ἂν δὲν γινόταν αὐτὸ ποιὸς ξέρει τί θὰ γινόμουνα».
.            Ἀγαποῦσε πολὺ τὴν Ἐκκλησία, ἀγαποῦσε τοὺς ἐπισκόπους, ἔρχονταν ἀρχιερεῖς νὰ τὸν δοῦνε καὶ ποτὲ δὲν ἔλεγε τίποτα, γιατί πίστευε πὼς δὲν ἦταν ἄξιος νὰ τὸν ἐπισκέπτονται οἱ ἀρχιερεῖς. Ἤθελε ἡ Ἐκκλησία νὰ εἶναι ψηλὰ στὴν συνείδηση τοῦ λαοῦ, νὰ κατέχει τὴν πρωτοκαθεδρία στὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων. Ἕνας ἀπὸ τοὺς ἀρχιερεῖς, ποὺ ἔρχονταν πολὺ συχνὰ στὸν π. Ἰωάννη, ἦταν ὁ μακαριστὸς Σιατίστης Ἀντώνιος. Ἐπισκεπτόταν τὸν π. Ἰωάννη πολὺ συχνὰ καὶ εἶχαν ὁ ἕνας γιὰ τὸν ἄλλον πολὺ μεγάλη ἀγάπη, ποὺ δὲν διέφυγε τὴν προσοχὴ τῶν ἀνθρώπων.

Μὲ τὸν μακαριστὸ μητροπολίτη Σισανίου καὶ Σιατίστης κυρὸ Ἀντώνιο

.            Δὲν ἤθελε νὰ κατηγοροῦν τὴν Ἐκκλησία: «Ὅποιος κατηγορεῖ τὴν Ἐκκλησία, κατηγορεῖ τὸν Χριστό», ὑπενθύμιζε στοὺς πιστούς. Σὰν παράδειγμα μνημόνευε τὸ γεγονὸς ἀπὸ τὶς πράξεις τῶν Ἀποστόλων (Πράξ. θ´ 4-5) ὅπου o Σαοὺλ/Παῦλος πρὶν τὴν μεταστροφή του στὸν Χριστιανισμὸ ἐδίωκε τὴν Ἐκκλησία καὶ ὁ Κύριος τοῦ ἀποκαλύφθηκε στὸ δρόμο πρὸς τὴν Δαμασκὸ καὶ τοῦ εἶπε: Σαούλ, Σαούλ, τί μὲ διώκεις. Ἔλεγε, πὼς τὸν Χριστό, ποὺ μᾶς ἀγαπᾶ τόσο πολύ, μόνο μέσα στὴν ἐκκλησία μποροῦμε νὰ Τὸν βροῦμε, ἐδῶ πρέπει νὰ τὸν βροῦμε τόνιζε, καὶ ἂν τὸν βροῦμε, θὰ χαιρόμαστε τὴν αἰώνια ζωὴ ἀπὸ τώρα. Στὴν Ἐκκλησία εἶναι ἡ Θεοτόκος, στὴν ἐκκλησία εἶναι οἱ ἅγιοι, ἐδῶ βλέπεις τὴν αἰώνια ζωή. Ἔφερνε σὰν παράδειγμα τοὺς ἁγίους Ραφαήλ, Νικόλαο καὶ Εἰρήνη, ποὺ ἔζησαν τόσα χρόνια πρίν, πὼς μᾶς ἀκοῦνε, πὼς ἔρχονται καὶ μᾶς βοηθᾶνε, πὼς κάνουν τέτοια θαύματα σὲ ὅλον τὸν κόσμο, πὼς μᾶς ἀποκάλυψαν τὴν ζωή τους καὶ τὸ μαρτύριό τους γιὰ τὸν Χριστό. «Ὁρίστε, νὰ ἡ αἰώνιος ζωή, ἀφοῦ πέθαναν γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ εἶναι ζωντανοί, τί ἄλλο θέλουμε; Ἡ πίστη μας εἶναι ζωντανὴ καὶ μοναδική». Ἐπίσης ἔλεγε σὲ ὅσους ρωτοῦσαν γιὰ τὰ ἡμερολόγια πὼς «δὲν μᾶς σώζουν τὰ ἡμερολόγια ἀλλὰ ἡ Πίστη καὶ τὰ ἔργα μας». Γιὰ τὸ θέμα τὸν ταυτοτήτων εἶχε τὴν ἐπιθυμία νὰ ἀναγράφεται στὶς ταυτότητες ἡ ὁμολογία “Χριστιανὸς Ὀρθόδοξος”».

 Χριστιανά τὰ τέλη

 .            Ἡ κοίμησή του συνέβη στὶς 4 Αὐγούστου τοῦ 2009 στὸ Νεοχώρι, ποὺ ἦταν καὶ ὁ τελευταῖος σταθμὸς τῆς ἱερατικῆς του διακονίας. Στὸ κρεβάτι πλέον, γιὰ πολὺ καιρὸ ἀποδυναμωμένος, περίμενε νὰ τὸν καλέσει ὁ Κύριος, ποὺ τόσο ἀγάπησε καὶ μὲ τόσο ζῆλο ὑπηρέτησε, τηρώντας τὸν νόμο του, ποὺ συγκεφαλαιώνεται στὶς δύο ἐντολές, νὰ ἀγαπήσεις τὸν Θεό σου, καὶ τὸν πλησίον σου ὡς ἑαυτό σου. Πηγαίναμε γιὰ πολλοὺς μῆνες καὶ τὸν κοινωνούσαμε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων. Πάντα περίμενε μὲ εὐλάβεια καὶ ὅσο τὸν κρατοῦσαν τὰ πόδια του, σηκωνότανε ὄρθιος μόνος του. Ἔπειτα προσπαθοῦσε νὰ εἶναι ὄρθιος μὲ τὴν βοήθεια τῶν παιδιῶν του, ἢ κάποιων ἀνθρώπων ποὺ τύχαινε νὰ εἶναι στὴν οἰκία του. Ὅταν πλέον τὸν ἐγκατέλειψαν οἱ δυνάμεις του, περίμενε στὸ κρεβάτι, ὅπου βίωνε μὲ ἰώβεια ὑπομονὴ τοὺς τελευταίους πόνους καὶ ἐμεῖς δὲν ἀντέχαμε νὰ τὸν βλέπουμε νὰ δοκιμάζεται.
.            Κάποτε ἀνεβήκαμε μαζὶ μὲ τὴν πρεσβυτέρα μου Πηνελόπη νὰ πάρουμε τὴν εὐχή του, συναισθανόμενοι ὅτι ὁ Γέροντας ἑτοιμάζεται νὰ ἀφήσει τὰ ἐπίγεια. Ἀφοῦ τὸν ἀσπασθήκαμε γιὰ τελευταία φορὰ ἐν ζωῇ, φύγαμε ἀπὸ τὴν οἰκία του. Κοντά του ἦταν ἡ πρεσβυτέρα του Πολυξένη, ποὺ τοῦ ἔκανε πολὺ μεγάλη ὑπακοὴ ὅλα αὐτὰ τὰ χρόνια, τὰ παιδιά του, ἡ Θεοδώρα, ὁ Χρῆστος καὶ ἡ νύφη του Ἀναστασία. Δὲν πρόλαβε νὰ περάσει μία ὥρα καὶ μᾶς ἐνημέρωσαν τὰ παιδιά του γιὰ τὴν κοίμησή του, τὴν ὁποία βίωσαν ὡς μετάσταση. Σὲ σύντομο χρονικὸ διάστημα κατέφτασαν ἱερεῖς τῆς Μητροπόλεώς μας, γιὰ νὰ ἑτοιμάσουν τὸ σκήνωμά του, νὰ τὸ ντύσουν τὰ ἱερὰ ἄμφια, σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας. Ὁ Σταυρός του, κατὰ παράδοξο τρόπο, παρατηρήσαμε πὼς εὐωδίαζε. Πολλοὶ ἄνθρωποι ποὺ τὸν γνώρισαν καὶ ἔμαθαν γιὰ τὴν κοίμησή του, ἄρχισαν πολὺ νωρὶς νὰ ἔρχονται, γιὰ νὰ πάρουν γιὰ τελευταία φορὰ τὴν εὐχή του. Τὸ σκήνωμά του παρέμεινε ζεστὸ ἕως καὶ τὴν ὥρα τοῦ ἐνταφιασμοῦ του. Τὴν ἑπομένη ἔφτασε ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης μας κ. Μακάριος, πρωτοστάτησε καὶ ἐκφώνησε τὸν ἐπικήδειο λόγο γιὰ τὸν Γέροντα. Ψάλαμε ὅλοι μαζὶ τὴν νεκρώσιμο ἀκολουθία εἰς ἱερέα, οἱ ἱερεῖς σήκωσαν τὸ σεπτό του σκήνωμα καὶ ἡ πομπὴ ὅδευε στὴν τελευταία κατοικία τοῦ λειψάνου του. Ἐνταφιάστηκε πίσω ἀπὸ τὸν Ναὸ τῶν Ἁγίων Ραφαήλ, Νικολάου καὶ Εἰρήνης, στὸν τόπο ποὺ ὑπέδειξε καὶ ἑτοίμασε ὁ ἴδιος δύο χρόνια πρίν. Ζήτησε νὰ μοιραστεῖ τὸ βιβλίο «Κατάθεση μαρτυρίας», ποὺ ἔγραψε ὁ ἴδιος καὶ φρόντισε νὰ ἐκδοθεῖ μὲ δικά του ἔξοδα, εὐλογία τὴν ἡμέρα τῆς κηδείας του πρὸς δόξαν τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ.

.                 Ἡμέρα ἡλιόλουστη, 4 τοῦ Αὐγούστου, ὥρα δώδεκα τὸ μεσημέρι, ζέστη πολύ, ὅμως μαζὶ μὲ τὴν συγκίνηση καὶ τὸν θρῆνο ὅλων μας, ἦρθε νὰ θρηνήσει καὶ ἡ φύση, ὅπως διαβάζουμε στοὺς βίους τῶν Ἁγίων. Ἀμέσως μαζεύτηκαν σύννεφα καὶ ἄρχισε νὰ ψιχαλίζει γιὰ λίγο, μὲ διάκριση ἔκλαψε γιὰ λίγο ὁ οὐρανός, φόρεσε τὰ πένθιμα ἡ φύση, καὶ ἔπειτα γιὰ τὸν λόγο, ὅτι παραδίδαμε δίκαιο στὴ γῆ, ἦρθε τὸ φῶς τοῦ ἡλίου γιὰ νὰ μὴν χαλάσει ἡ τελευταία ἀκολουθία τοῦ κόσμου μὲ τὸν Γέροντα τῆς Ἀγάπης.
.           Ὁ Γέροντας ἀνέβηκε γιὰ τοὺς οὐρανοὺς κοντὰ στὸν Χριστὸ καὶ στοὺς πολυαγαπημένους του ἁγίους. Θὰ φύγω, ἔλεγε, ἀλλὰ θὰ σᾶς βλέπω. Ὁ π. Εὐσέβιος Βίττης εἶπε σὲ πνευματικοπαίδι του: «παιδί μου, ἂν εἶδες τὸν πάπα-Γιάννη τοῦ Νεοχωρίου, εἶδες Ἅγιο».

Γεώργιος Ι. Τραπεζανλίδης
Πρωτοπρεσβύτερος

ΠΗΓΗ: pemptousia.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου