Η
Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος ευρισκομένη σε
Συνεδρία κατά την ετήσια συνέλευση Αυτής από 4 έως 7 Οκτωβρίου ε.ε.,
απεφάσισεν ομοφώνως να απευθυνθή προς το Ποίμνιο Αυτής, με αποκλειστικό
θέμα την οξύτατη οικονομική κρίση που ξέσπασε στην Πατρίδα μας, με
αβάσταχτες και δυσμενέστατες συνθήκες για τον λαό και την αξιοπρέπειά
μας, ως Γένους στην κονίστρα των λαών της Ευρωπαϊκής Ενώσεως.
Πριν
από οποιαδήποτε λεκτική διατύπωση επικοινωνίας μαζί σας και αναφοράς
στο επίμαχο αυτό θέμα, θέλουμε να σας διαβεβαιώσουμε μέσα από τα βάθη
της καρδιάς μας, ότι όλοι εμείς οι Επίσκοποι και πνευματικοί Ποιμένες
της Εκκλησίας της Ελλάδος, οι Πατέρες και Αδελφοί σας, μετά των
συλλειτουργών και συνεργατών μας Ιερέων από άκρου εις άκρον της
Πατρίδος μας, προσευχόμεθα αδιαλείπτως προς τον Τριαδικόν Θεόν, την
Παναγία πανάχραντον Μητέρα του Σωτήρος μας Ιησού Χριστού και τους
προστάτες Αγίους μας, για να επιβλέψουν επί την ταπείνωσή μας και να
μας εξαγάγουν από την δεινή αυτή περιπέτεια στα δύσβατα μονοπάτια και
τα ελώδη θολά νερά της ανελπίστου αυτής πραγματικότητος.
Αδέλφια μας και παιδιά μας.
Τούτη
την ώρα της σκληρής δοκιμασίας μας, των αμφιβολιών και των
απογοητεύσεων, των φημών και των εικασιών για το πιθανό ζοφερό μέλλον
της Πατρίδος μας και για τις δυσάρεστες συνέπειες από την αφαίρεση
ατομικών δικαιωμάτων μας, σας προτρέπουμε και σας παρακαλούμε να
ακούσετε ουσιαστικές αλήθειες, οι οποίες αναφέρονται στην προβληματική
της παρούσας εφιαλτικής όντως καταστάσεως, που κατά γενική εκτίμηση δεν
είναι μόνον οικονομική, αλλά και βαθύτατα ηθική και πνευματική, αφού η
κυριαρχία της αμαρτίας, χωρίς μετάνοια, είναι η αιτία παντός κακού σε
κάθε ανθρώπινη κοινωνία και εποχή.
Η
Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδος, διαχρονικά, και αναλόγως προς τις
ανάγκες κάθε εποχής, συμπαρίσταται στους αδυνάτους και στους ενδεείς
και παρηγορεί τους πονεμένους με έμπρακτες ενέργειες συναντιλήψεως και
αγάπης εν Χριστώ.
Έτσι και τώρα η
Εκκλησία μας συμπαρίσταται και θα συνεχίση να βοηθή όσον δύναται, με τα
μέσα που διαθέτει, όσους πλήττονται καίρια από την λαίλαπα της
οικονομικής κρίσεως.
Και βεβαίως τα
εκκλησιαστικά ιδρύματα, τα εξατομικευμένα βοηθήματα, τα εξειδικευμένα
κέντρα προνοίας και τα συσσίτια με τις χιλιάδες μερίδες φαγητού στους
απόρους, χωρίς φυλετικές η θρησκευτικές διακρίσεις, συνεχίζονται.
Η
Εκκλησία όμως σεβόμενη την αξιοπρέπεια και την προσωπικότητα των
εμπεριστάτων αδελφών μας ουδέποτε επεδίωξε τον σχολαστικό προσδιορισμό
του ύψους και της έκτασης του προνοιακού, κοινωνικού και φιλανθρωπικού
έργου Της, παρά τις κατά καιρούς προκλήσεις και αμφισβητήσεις, από
μέρους ιδιοτελών κέντρων παραπληροφόρησης.
Δεν
αγνούμε και δεν παραβλέπουμε σε καμμιά περίπτωση την σκληρή
πραγματικότητα για τους χαμηλομίσθους, τους χαμηλοσυνταξιούχους, τους
ανέργους και τους απολυθέντες από τις δουλειές τους, τους
αγανακτισμένους και τους δοκιμαζόμενους αδελφούς μας, γι’ αυτό και τους
συμπαραστεκόμεθα χωρίς καμία ιδιοτέλεια η αλλότριες επιδιώξεις.
Φθάνουν πια οι επιβαρύνσεις στους αδελφούς μας που έχουν χαμηλό εισόδημα και χαμηλή σύνταξη.
Φθάνουν πια οι φόροι και οι περικοπές των χαμηλών εισοδημάτων.
Φθάνουν πια οι στρατιές των ανέργων.
Αναζητήστε τους φοροδιαφυγάδες και ελέγξτε το κεφάλαιο.
Σε
πολλές τοπικές κοινωνίες η προσφορά της Εκκλησίας στο επίπεδο της
πρόνοιας και της κοινωνικής μέριμνας αντικαθιστά απόλυτα και αυτό το
Κράτος, στο οποίο ο Έλληνας πολίτης καταθέτει τη φορολογία του και τις
ασφαλιστικές εισφορές του.
Αν
και δεν κρίνουμε σκόπιμο στην παρούσα συγκυρία να καταθέσουμε
απολογιστικές θέσεις για τη διαχρονική προσφορά προς το λαό και το
ποίμνιο της Εκκλησίας, εν τούτοις το συνεχές παραλήρημα της άγνοιας η
της μυθοπλασίας σχετικά με τον αμύθητο πλούτο της ακίνητης περιουσίας
Της, «τον οποίο θα πρέπει να μοιράσει στο λαό», μας οδηγεί να δηλώσουμε
ότι η Εκκλησία θα δώσει ο,τι της απέμεινε όμως όταν Αυτή κρίνει
χρονικά και με τον τρόπο που Αυτή γνωρίζει.
Αυτό
το οποίο πρέπει να διατηρήσουμε είναι η ενότητα και η ομοψυχία μας,
γιατί μόνο έτσι θα μπορέσουμε να ξεπεράσουμε τα δεινά της κρίσης, και
συγχρόνως να αναζητήσουμε πρότυπα επιβίωσης μέσα από μία διαδικασία
ανθρωπίνων σχέσεων αλληλεγγύης και αλληλοβοηθείας, η οποία αποτελεί και
τον κατ’ εξοχήν τρόπο ύπαρξης και ζωής. Συγχρόνως να
επαναπροσδιορίσουμε τον στόχο και τον σκοπό της ζωής.
Να
αλλάξουμε τον τρόπο σκέψης και συμπεριφοράς και να επανέλθουμε στις
διαχρονικές και πατρογονικές μας ρίζες από τις οποίες θα αντλήσουμε
πρότυπα ζωής και κοινωνίας.
Η
υπέρβαση των εγωισμών μας, η αποδοχή του συνανθρώπου μας, η προσφορά
μας προς αυτόν, ο σεβασμός μας προς την ιδιοπροσωπία του, η καταλλαγή
και η συμβίωση όλων μαζί, σηματοδοτούν το νέο μοντέλο κοινωνίας, το
οποίο ο Χριστός ευαγγελίζεται και η Εκκλησία προβάλλει, μέσα στη σκληρή
σημερινή και απάνθρωπη κοσμική πραγματικότητα. Α
ς μην ξεχνάμε τον αγιογραφικό λόγο «αλλήλων τα βάρη βαστάζετε» (Γαλ. Στ , 2).
Πρέπει
να ομολογήσουμε όλοι, ότι ενεπλάκημεν στα πλοκάμια της σύγχρονης
καταναλωτικής κοινωνίας, ότι παραμερίσαμε τον Θεό και τις ευαγγελικές
διδαχές Του, ότι εμπιστευθήκαμε τους εαυτούς μας ανεπιφύλακτα σε όλους
τους διαχειριστές των καρπών και των μόχθων του ελληνικού λαού και οι
οποίοι επειδή είχαν τις δικές τους υστεροβουλίες δεν απεδείχθησαν
δίκαιοι και ειλικρινείς.
Αδέλφια
μας και παιδιά μας, η Εκκλησία ως Μητέρα δεν πρόκειται ποτέ να σας
απογοητεύσει και να σας εγκαταλείψει. Αγρυπνεί. Συνεχώς θα προσφέρει
και θα προσφέρεται έμπρακτα, εστω και αν την αμφισβητούν. Σταθείτε
κοντά Της, στηριχθείτε σε Αυτήν.
Κλείστε
τα αυτιά σας στις σειρήνες των σκοπιμοτήτων και ακούστε το μήνυμα της
ελπίδας και της προσδοκίας που σας απευθύνει για ένα καλύτερο αύριο,
περισσότερο ανθρώπινο και κοινωνικό.
Το
λοιπόν αδελφοί, «Χαίρετε, καταρτίζεσθε, παρακαλείσθε, ειρηνεύετε, το
αυτό φρονήτε και ο Θεός της αγάπης και της ειρήνης έσται μεθ’ υμών.
Αμήν».
ΑΠΟ ΤΗΝ ΡΟΜΦΑΙΑ