Η απίστευτη ιστορία του «Νίκολσον» (Νίκος Καραδημητρίου) που από τα κάτεργα των Ναζί βρέθηκε στα κοσμικά σαλόνια και στο Hollywood πριν φορέσει το ράσο
Του Δημήτρη Ριζούλη, από την «Κυριακάτικη Δημοκρατία»
To 1927 στη Σάμο, εν μέσω πολλών οικονομικών δυσκολιών και επιδημίας ο Μανώλης και η Αφροδίτη Καραδημητρίου αποκτούν το έβδομο παιδί τους. Το νεογέννητο δείχνει εξασθενημένο και ο φόβος της επιδημίας κάνει τη μητέρα του να ανησυχεί ότι θα πεθάνει αβάπτιστο. Καλεί λοιπόν εσπευσμένα τον παπά να το βαπτίσει στο σπίτι ,όχι σε κολυμπήθρα (που ήταν δύσκολο να μεταφερθεί) αλλά μέσα στη λεκάνη που ζύμωναν το ψωμί! Το όνομα που του έδωσαν ήταν Νικόλαος. Το μωρό τελικά όχι μόνο επιβίωσε αλλά έμελλε να ζήσει μια ζωή που κάλλιστα θα μπορούσε να είναι σενάριο ταινίας του Hollywood.
Ο Νίκος Καραδημητρίου τα επόμενα χρόνια θα βρεθεί στον Πειραιά όπου μετακόμισε η οικογένεια. Η ζωή θα είναι δύσκολη με φτώχεια και δυσκολίες αλλά και πολύ αγάπη από τους βιοπαλαιστές πολύτεκνους γονείς. Όμως το 1939 η μοίρα θα αποδειχτεί πολύ σκληρή για τον μικρό Νικόλα και τα αδέλφια του που θα χάσουν πρώτα τον πατέρα τους και λίγο καιρό μετά και τη μητέρα τους. Μέσα στα μαύρα χρόνια της κατοχής τα αδέλφια μένουν μόνα και πεινασμένα προσπαθώντας να επιβιώσουν με κάθε τρόπο. Το δράμα όμως για το 14χρονο (πλέον) παιδί δεν είχε ακόμα κορυφωθεί. Ένα μεσημέρι περιπλανώμενος στην Πατησίων και αναζητώντας δουλειά συλλαμβάνεται από τους Γερμανούς επειδή είχε την ατυχία να περάσει από μπλόκο. Λίγο πριν Έλληνες αντιστασιακοί είχαν σκοτώσει έναν αξιωματικό των ναζί. Ο Νικόλας αν και άσχετος με την υπόθεση με συνοπτικές διαδικασίες οδηγείται σε ανάκριση και μετά αποφασίζεται η μεταφορά του σε στρατόπεδο καταναγκαστικών έργων στην Αυστρία. Στοιβάζεται στο τρένο με προορισμό το Σάλτσμουργκ και καταλήγει στα κάτεργα του Λιντζ με αριθμό κρατουμένου «Ι 3012728». Το μαρτύριο του διαρκεί μέχρι το 1945 όταν το στρατόπεδο απελευθερώνεται από τους συμμάχους. Ο Νικόλας Καραδημητρίου άντρας πια, ξεκινάει το μακρύ ταξίδι της επιστροφής. Φθάνοντας μετά από ένα περιπετειώδες ταξίδι στον Πειραιά αναζητεί τις αδελφές του Βαρβάρα και Αλεξάνδρα που όταν τον αντικρίζουν δεν πιστεύουν στα μάτια τους αφού τον θεωρούσαν νεκρό.
Κάπου εκεί τελειώνουν οι τραυματικές εμπειρίες και τα συνεχή χτυπήματα της μοίρας και ξεκινά ένας νέος κύκλος για τον Νικόλα που θα τον οδηγήσει στην κορυφή της κοσμικής ζωής. Η αρχή γίνεται με την εγγραφή του στη σχολή χορού «Ζουρούδη» και τις πρώτες δουλειές για ελάχιστα χρήματα σε νυχτερινά μαγαζιά του Πειραιά. Ο Νικόλας σιγά σιγά εξελίσσεται και το ταλέντο του στον χορό γίνεται όλο και πιο αντιληπτό στους γύρω του. Σταδιακά μετατρέπεται σε επαγγελματία χορευτή και οι προτάσεις για τα μεγάλα βαριετέ της εποχής δεν αργούν να έρθουν. Θα εργαστεί στο «Μισούρι», στο «Argentina», στο «Κιτ κατ» και σε άλλα φημισμένα κέντρα διασκέδασης της εποχής. Φτιάχνει το πρώτο του μπαλέτο και αποκτά το καλλιτεχνικό όνομα που θα τον καθιερώσει: Νίκολσον. Το μπαλέτο του γίνεται ένα από τα πιο γνωστά της Αθήνας και λίγο μετά του προτείνουν να εργαστεί στην Τουρκία. Σε δύσκολες εποχές για τα ελληνοτουρκικά όχι μόνο αποδέχεται την πρόσκληση αλλά βρίσκεται να χορεύει ελληνικούς χορούς με φουστανέλα ενώπιον ανώτατων πολιτικών αρχόντων της Τουρκίας. Το γεγονός αποτέλεσε πρόκληση και ξεσήκωσε θύελλα εναντίον του στις τοπικές εφημερίδες. Τελικά συνελήφθη, ανακρίθηκε και μετά από πολλές ταλαιπωρίες εκδιώχθηκε.
Επιστρέφοντας στην Ελλάδα εργάζεται στο «κόπα καμπάνα» (μαζί με τον Χάρυ κλιν στα πρώτα του βήματα), όπου μαζεύεται κάθε βράδυ όλη η κοσμική Αθήνα. Εκεί θα τον γνωρίσει ένας Ελληνοαιγύπτιος manager που θα τον καλέσει στο Κάιρο. Ο Νίκολσον με το μπαλέτο του ξεκινά τότε μια μεγάλη περιοδεία στην Αίγυπτο, στη Βηρυτό, στη Βαγδάτη, τη Βασόρα και την Τεχεράνη. Γνωρίζει μεγάλη αναγνώριση από πάμπλουτους και καλοπληρωτές Σεΐχηδες και Εμίρηδες, ανακαλύπτει τόπους μαγικούς και εξωτικούς και χορεύει στα μεγαλύτερα κέντρα διασκέδασης του Αραβικού κόσμου. Οι περιπέτειες του όμως είναι συνεχής αφού πολλές κινδύνεψε στα ταξίδια. Τη μια φορά όταν το καραβάκι που έπλεε στον Τίγρη ποταμό άρχισε να μπάζει νερά και σώθηκαν από θαύμα, ή όταν έπρεπε να διασχίσουν με λεωφορείο την κορυφή του βουνού Αλέι της Συρίας για να γλιτώσουν από ληστές που παραμόνευαν. Μετά την ολοκλήρωση της μεγάλης περιοδείας ο Νίκολσον επιστρέφει στην Αθήνα (με μια μικρή στάση και στην Κύπρο) και πιάνει δουλειά στο «Μουσείο» ως χορευτής του Μανώλη Χιώτη και της Μαίρης Λίντα . Είναι η εποχή του mambo και όλοι θέλουν να δουν και να μάθουν τον νέο χορό. Θα εργαστεί παράλληλα στη «σπηλιά του Παρασκευά» πριν πάλι την απόφαση για ένα νέο ταξίδι αυτή τη φορά στην Ιταλία. Εκεί ο Νίκολσον θα κάνει μεγάλη καριέρα. Θα εργαστεί στην «ορχιδέα» της Γένοβας, στο «πόρτα ντόρο» του Μιλάνου, στη Φλωρεντία, το Τορίνο, τη Νάπολη και τη Ρώμη. Θα γνωρίσει τον Αντριάνο Τσελεντάνο και πολλούς Ιταλούς καλλιτέχνες και θα χορεύει συχνά μπροστά σε διάσημους πελάτες όπως η Σοφία Λόρεν και ο Βίτορι Γκάσμαν. Το αποκορύφωμα της αναγνώρισης θα έρθει με τη συμμετοχή του στην μεγαλειώδη παραγωγή «Αντώνιος και Κλεοπάτρα» με πρωταγωνιστές τη Λιζ Τέιλορ και τον Ρίτσαρντ Μπαρντον. Ο Νίκολσον θα πάρει μέρος σε πολλές χορευτικές σκηνές ενώ θα υποδυθεί και έναν από τους Βασιλείς που εμφανίζονται στην ταινία. Όταν ολοκληρώθηκαν τα γυρίσματα ταξιδεύει για εμφανίσεις στην Ισπανία, την Πορτογαλία., την Καζαμπλάνκα στο Μαρόκο, τη Γερμανία και την Αυστρία. Μετά από συνεχείς Ευρωπαϊκές περιοδείες με το μπαλέτο του και μεγάλες επιτυχίες επιστρέφει στην Ελλάδα αποφασισμένος να σταματήσει τις εμφανίσεις. Κουρασμένος από τα ταξίδια και τα ξενύχτια ανοίγει καλλιτεχνικό γραφείο με μεγάλη επιτυχία. Οργανώνει εκδηλώσεις και συνεργάζεται με τα μεγαλύτερα ονόματα της ελληνικής μουσικής σκηνής. Τη Μαρινέλλα. Τον Γιώργο Ζαμπέτα, τη Μοσχολιού, τον Βοσκόπουλο κ.α. Ο Νίκολσον ως καλλιτεχνικός manager γίνεται ο «βασιλιάς» της νύχτας και της διασκέδασης. Δική του ανακάλυψη μάλιστα στην Γερμανία ήταν η 17χρονη τότε Κατερίνα Στανίση την οποία έφερε στην Αθήνα και ανέδειξε.
Ξαφνικά όμως όλα αλλάζουν για τον Νίκολσον όταν η αγαπημένη του αδελφή Αλεξάνδρα αρρωσταίνει και πεθαίνει το 1993. Ο μέτρ της διασκέδασης και του γλεντιού πέφτει σε βαθιά θλίψη συγκλονισμένος απ΄ τον χαμό της.
Μεγάλη Τρίτη 1993. Ο Νίκολσον πηγαίνει μετά από παράκληση φίλων του στο μικρό μοναστηράκι της Αγίας Σκέπης στον Σταυρό για να νιώσει καλύτερα. Εκεί ξύπνησε μέσα του κάτι διαφορετικό. Ένιωσε ηρεμία και πληρότητα που δεν είχε ξαναζήσει. Έφυγε πολύ επηρεασμένος και επέστρεψε στο σπίτι του βυθισμένος σε σκέψεις. Μπαίνοντας αποφάσισε να προσευχηθεί στο δωμάτιο της αδελφής του. Η μόνη προσευχή που ήξερε ήταν το «πάτερ ημών». Ξεκίνησε και ξέσπασε σε λυγμούς ενώ γύρω του στο δωμάτιο έβλεπε παντού σταυρούς. Αυτό το όραμα (όπως το θεώρησε) ξύπνησε μέσα του την βαθιά κρυμμένη πίστη που του είχε μεταδώσει όταν ήταν παιδάκι η πολύ ευσεβής μητέρα του. Συνειδητοποίησε ότι είχε μεγαλώσει κοινωνώντας συχνά και έχοντας στενή σύνδεση με την Εκκλησία. Βρήκε ξανά το πραγματικό νόημα της ζωής που είχε χάσει για χρόνια. Από τότε άρχισε να αδιαφορεί για τη δουλειά του και το γραφείο. Ξεκίνησε να διαβάζει την Αγία Γραφή και αποφάσισε να επισκεφθεί το Μοναστήρι της Πάτμου. Φθάνοντας στο νησί της αποκάλυψης και προσκυνώντας στο εκκλησάκι του σπηλαίου λαμβάνει την μεγαλύτερη απόφαση της ζωής του. Συναντά τους μοναχούς και τους αποκαλύπτει την πρόθεση του. Τους ζητεί να του υποδείξουν ένα απομονωμένο σημείο που ανήκει στη Μονή για να χτίσει εκεί ένα εκκλησάκι και να ζήσει το υπόλοιπο της ζωής του ως ερημίτης! Οι μοναχοί δεν του απάντησαν αμέσως θέλοντας πρώτα να βεβαιωθούν για τις προθέσεις του. Ο Νίκολσον επέστρεψε στην Αθήνα αναμένοντας την απάντηση αν και ήταν σίγουρος ότι θα ήταν θετική. Είχε νιώσει τη θεία κλίση. Η απάντηση δεν άργησε να έρθει και ήταν θετική. Του υπέδειξαν ως κατάλληλη την περιοχή «Καλαμωτή» και σιγά σιγά άρχιζε με πενιχρά μέσα, λίγα χρήματα και εργάτες και πολύ προσωπική εργασία να χτίζει το εκκλησάκι του. Οι φίλοι του καλλιτέχνες που πλέον έβλεπαν ότι δεν θα γυρίσει πίσω, προσπαθούσαν να τον μεταπείσουν. Εκείνος ανένδοτος συνέχιζε αφοσιωμένος να χτίσει το εκκλησάκι που θα ήταν και σπίτι του, ένα πραγματικό ησυχαστήριο στη μέση του πουθενά. Τότε ο ηγούμενος του προτείνει να τον κάνει μοναχό και ο Νίκολσον με συγκίνηση δέχεται λαμβάνοντας το όνομα Αλέξανδρος. Η κουρά του έγινε στις 8 Ιανουαρίου 1995. Όμως χρήματα δεν είχε πλέον για συνέχιση των εργασιών στον ναό. Και τότε γίνεται το θαύμα. Από το πουθενά λαμβάνει μια σημαντική αποζημίωση από το Αυστριακό κράτος για το μαρτύριο που πέρασε στα κάτεργα των Ναζί. Όλα τα χρήματα τα ρίχνει στην ανέγερση το ναού και σύντομα εγκαινιάζει το «ιερό κάθισμα μεταμορφώσεως του Σωτήρος Πάτμου». Πλήθος κόσμου τον επισκέφθηκε όλα αυτά τα χρόνια στο ησυχαστήριο του. Ο ταπεινός ερημίτης με την μεγάλη αγάπη για τη φύση και τα ζώα έγινε πόλος έλξης των πιστών. Μεταξύ αυτών και πολλοί καλλιτέχνες, παλαιοί του φίλοι έσπευσαν να τον δουν. Ο π. Αλέξανδρος συνδέθηκε τα 18 αυτά χρόνια με σειρά θαυμαστών γεγονότων και θεραπείες ασθενών. Παρά τα σοβαρά προβλήματα υγείας που αντιμετωπίζει εδώ και καιρό συνεχίζει να διακονεί τον θεό με την ίδια αυταπάρνηση. Όσο για τη μεταστροφή του αρκούν όσα λέει ο ίδιος για την απίθανη ζωή του: « Ζούσα θαυμάσια. Τα είχα όλα. Βέβαια έτσι νόμιζα. Από τότε που βρήκα τον Θεό πίκρες και προβλήματα δεν υπάρχουν. Έκανα τέσσερις εγχειρήσεις και ούτε που το κατάλαβα. Μερικοί παλαιοί φίλοι μπορεί να πουν «καλά, ο Νίκολσον τα λέει αυτά, είναι δυνατόν, αυτός που ζούσε μέσα στη διασκέδαση;”. Ναι φίλοι μου, εγώ, Θέλει τόλμη η αλλαγή αλλά αξίζει. Την πραγματική ευτυχία τη βρίσκεις μόνο κοντά στο Θεό».
Info:
Τη ζωή του Νίκολσον και πλέον μοναχού Αλέξανδρου έχει συγγράψει ο π. Θεμιστοκλής Χριστοδούλου και την εξέδωσε σε ένα θαυμάσιο βιβλίο με τον τίτλο «από χορευτής μοναχός» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Ομολογία».