Κυριακή 21 Ιουνίου 2020

Μετά τους ναούς, κλειδώνουν και τις θύρες της ιστορίας


Δημήτριος Νατσιός
«Στου Κιλκίς την ολόμαυρη ράχη
περπατώντας η Δόξα μονάχη
μελετά τα λαμπρά παλληκάρια
και στην κόμη στεφάνι φορεί
γινωμένο απ’ ολίγα χορτάρια
πού ‘χαν μείνη στην έρημη γη».
Διαβάζω από το βιβλίο “Αθάνατη Ελλάς” του Δ Καλλιμάχου, αυτόπτου μάρτυρος και “εθελοντού ιεροκήρυκος της Ε’ Μεραρχίας”, για την ένδοξη μάχη του Κιλκίς: ” Εκεί προς τα χαρακώματα ένας φαντάρος μας βαρέως πληγωμένος, ο οποίος μετ’ ολίγον δεν θα διέφευγε το μοιραίον, από τας φλόγας των καιομένων σπαρτών που ολονέν τον επλησίαζαν, λέγει προς τον συνάδελφόν του που επήγε να τον βοηθήση:
-Άφησέ με, δεν θέλω τίποτε. Εγώ τώρα θα λέγω νυν απολύεις…απάνω τους. Επάνω τους, συ πάρε μόνον τις μπαλάσκες μου και ρίξε και τις δικές μου σφαίρες για μνημόσυνο. Να, και το παγούρι μου, έχει λιγάκι νερό να δροσίσεις το λαρύγγι σου και το φλογισμένο λιανοντούφεκό σου. Χτυπάτε τους…. και έπεσε…”. (Σελ. 61).
Η μάχη του Κιλκίς διεξήχθη από τις 19 έως τις 21 Ιουνίου του 1913.  Το πεδίον της μάχης, τα σιταροχώραφα του Κιλκίς, είχαν πιάσει φωτιά από τα πυρά και τις οβίδες. Οι βαριά τραυματισμένοι πολεμιστές, δεν πέθαιναν από τα τραύματα. Όχι. Καίγονταν ζωντανοί. Σώμα τραυματιοφορέων δεν υπήρχε. Φώτιζαν με το πληγωμένο κορμί τους την ιστορία και φώναζαν: “Χαλάλι για την Πατρίδα”. 10.000 νεκροί αξιωματικοί και στρατιώτες, για τόσους μιλά ο Δημ. Καλλίμαχος κατά την τριήμερο εποποϊα του Κιλκίς -Λαχανά. Και βρέθηκαν χέρια προδοτών που μετά από εκατό χρόνια ξεπούλησαν με τον μελάνι μιας υπογραφής, αυτό της καρδιάς το πύρωμα και το αίμα του ανθού του Γένους μας. “Βόρεια Μακεδονία”, το γράφω και “καπνίζουν τα μάτια μου από οργή”. Το ακούω από τους πρώην και νυν νεκροθάφτες της Μακεδονίας μας και όλο το δημοσιογραφικό κηφηναριό που τους δορυφορεί και καταθλίβομαι.

«Θα έλθει καιρός που θα βαδίζετε μέρες για να βρείτε καλό ιερέα»



Κυριακή Β’ Ματθαίου 21/6/2020

«Θα έλθει καιρός που θα βαδίζετε μέρες για να βρείτε καλό ιερέα».
Αγ. Κοσμάς Αιτωλός.

Του Πρωτοσυγκέλλου της Ι.Μ. Φωκίδος, Γέροντος Νεκταρίου Μουλατσιώτη


Αγαπητοί μου αδελφοί.
Σήμερα το ανάγνωσμα που ακούσαμε από το Ευαγγέλιο του Αποστόλου Ματθαίου, μας παρουσιάζει τον Κύριό μας να περπατά στην παραλία της λίμνης της Γαλιλαίας, η οποία ονομάζεται εξαιτίας του μεγέθους της και θάλασσα. Εκεί είδε δύο αδέλφια, τον Πέτρο και τον Ανδρέα, να ρίχνουν τα δίχτυα τους στη λίμνη, διότι ήταν ψαράδες και τους είπε: «Ελάτε μαζί μου». Εκείνοι άφησαν αμέσως, χωρίς δεύτερη σκέψη, τα δίχτυα τους και ακολούθησαν έως τον θάνατό τους τον Ιησού Χριστό. Λίγο πιο κάτω ο Κύριος  συνάντησε άλλους δύο αδελφούς τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη, οι οποίοι μέσα σ΄ ένα πλεούμενο τακτοποιούσαν τα δίχτυα τους, καθώς ήσαν επίσης ψαράδες, και τους κάλεσε να Τον ακολουθήσουν. Αμέσως και αυτοί εγκατέλειψαν τον πατέρα τους και ακολούθησαν τον Ιησού Χριστό μέχρι τον θάνατό τους.


Μόλις ἀρχίζω νά διαβάζω τήν εὐχή, ἡ Ἁγία Τράπεζα κυκλώνεται ἀπό θεῖο Πῦρ


«ΜΟΛΙΣ ΑΡΧΙΖΩ ΝΑ ΔΙΑΒΑΖΩ ΤΗΝ ΕΥΧΗ, Η ΑΓΙΑ ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΚΛΩΝΕΤΑΙ ΑΠΟ ΘΕΙΟ ΠΥΡ»
Σε μια από τις εκκλησίες του χωριού λειτουργούσε κάποιος παπάς, που τον έλεγαν Ιωάννη. Ήταν οικογενειάρχης. Τις καθημερινές πήγαινε στα χωράφια, τις Κυριακές και γιορτές λειτουργούσε στην εκκλησία. Ήταν πολύ απλός, ταπεινός, ατημέλητος. Αν τον έβλεπες στο δρόμο δεν του΄ δινες και πολλή σημασία………
Γι΄ αυτόν λοιπόν τον π. Ιωάννη ο γέροντας Ιερώνυμος (της Αίγινας) μας διηγόταν πράγματα θαυμαστά, που μόνο στους παλιούς ασκητές με τη φλογερή πίστη μπορούσε να συναντήσει κανείς. Το χαρακτηριστικότερο γεγονός, που σημάδεψε την παρουσία του στο Γκέλβερι, ήταν το εξής.