Σάββατο 21 Απριλίου 2018

Μητροπολίτης Ναυπάκτου κ. Ιερόθεος: Το μάθημα των Θρησκευτικών και η Εκκλησία



Τὸ μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν καὶ ἡ Ἐκκλησία
Μητροπολίτου Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου
Μετά την πρόσφατη απόφαση του ΣτΕ για το μάθημα των Θρησκευτικών, γίνεται πάλι συζήτηση, η οποία βέβαια δεν είχε κλείσει από πλευράς Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, αλλά και από πλευράς πολλών θεολόγων, που διδάσκουν το μάθημα των Θρησκευτικών στα σχολεία. Το θέμα αυτό είναι πολύπλευρο. Στην παρούσα φάση τρία σημεία είναι ενδιαφέροντα. Το πρώτο σημείο, ότι, όπως έχω τονίσει επανειλημμένως, υπάρχουν δύο προγράμματα διδασκαλίας του μαθήματος των Θρησκευτικών. Το πρώτο, το λεγόμενο Αναλυτικό Πρόγραμμα, ίσχυε μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2016 και στηριζόταν στην αναλυτική μέθοδο από πλευράς μεθοδολογικής, ιστορικής και γνωσιολογικής. Το πρόγραμμα αυτό δεν ήταν κατηχητικό και ομολογιακό, όπως δυστυχώς λεγόταν, αλλά γνωσιολογικό, πολιτιστικό και θρησκειολογικό. Το δεύτερο πρόγραμμα ισχύει από τον Σεπτέμβριο του 2016 και μετά, ονομάζεται Πρόγραμμα Σπουδών και στην πραγματικότητα καταργεί την αναλυτική μέθοδο, εισάγει την θεματική και κάνει το μάθημα περισσότερο πολυθρησκειακό και συγκρητιστικό.

Ἅγιος Παΐσιος Ἁγιορείτης: «Ὁ εὐκολότερος τρόπος γιά νά σωθοῦμε, εἶναι ἡ ἀγάπη καί ἡ ταπείνωση»


 Άγιος Παΐσιος Αγιορείτης
“Η ταπείνωση έχει μεγάλη δύναμη και διαλύει τον διάβολο. Είναι το πιο δυνατό σoκ για τον διάβολο. Όπου υπάρχει ταπείνωση, δεν έχει θέση ο διάβολος. Και όπου δεν υπάρχει διάβολος, επόμενο είναι να μην υπάρχουν πειρασμοί.
Μια φορά ένας ασκητής ζόρισε ένα ταγκαλάκι να πή το “Άγιος ο Θεός…” Είπε το ταγκαλάκι “Άγιος ο Θεός, άγιος ισχυρός, άγιος αθάνατος”, “ελέησον ημάς” δεν έλεγε. Πές: “ελέησον ημάς”! Τίποτε! Αν το έλεγε, θα γινόταν Άγγελος.
Όλα τα λέει το ταγκαλάκι, το “ελέησόν με” δεν το λέει, γιατί χρειάζεται ταπείνωση. Το “ελέησον με” έχει ταπείνωση, και δέχεται η ψυχή το μεγάλο έλεος του Θεού που ζητάει.

Ἁγιοπατερικό Προσευχητάριο: Βόησον πρός τόν Κύριον


 Ἁγίου Ἰσαάκ τοῦ Σύρου

Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ὁ Θεός ἡμῶν, ὅστις ἔκλαυσας ἐπί Λαζάρῳ, καί ἔχυσας δάκρυα λύπης καί συμπαθείας ἐπάνω εἰς αὐτόν, δέξαι τά τῆς πικρίας μου δάκρυα· 
ἰάτρευσον διά τῶν ἁγίων σου παθημάτων τά πάθη μου· 
θεράπευσον διά τῶν πληγῶν σου τάς ψυχικάς μου πληγάς· 
διά τοῦ τιμίου σου αἵματος καθάρισόν μου τό αἷμα, καί ἕνωσον τήν εὐωδίαν τοῦ ζωοποιοῦ σου σώματος τῷ σώματί μου· 
 
ἡ χολή, τήν ὁποίαν παρά τῶν ἐχθρῶν ἐποτίσθης, ἄς γλυκάνῃ τήν ψυχήν μου ἀπό τήν πικρίαν, τήν ὁποίαν ὁ ἀντίδικός μου διάβολος μ’ ἐπότισε·
 
τό πανάγιόν σου σῶμα, τό ὁποῖον ἐτανύσθη ἐπί τοῦ σταυροῦ, ἄς ἀναπτερώσῃ πρός σέ τόν νοῦν μου, ὅστις ἐσύρθη κάτω ὑπό τῶν δαιμόνων·
 
ἡ παναγία σου κεφαλή, τήν ὁποίαν ἔκλινας ἐπί τοῦ σταυροῦ, ἄς ὑψώσῃ τήν κεφαλήν μου, τήν περιϋβρισθεῖσαν ὑπό τῶν ἀντιπάλων δαιμόνων·
 
αἱ πανάγιαί σου χεῖρες, αἱ καθηλωθεῖσαι ὑπό τῶν παρανόμων ἐν τῷ σταυρῷ, ἄς μέ ἀναβιβάσωσι πρός σε ἐκ τοῦ χάσματος τῆς ἀπωλείας,
 
καθώς ὑπεσχέθη τό πανάγιόν σου στόμα·
 
τό πρόσωπόν σου, τό δεξάμενον ῥαπίσματα καί ἐμπτύσματα ὑπό τῶν καταράτων Ἰουδαίων, ἄς μοῦ λαμπρύνῃ τό πρόσωπον,
 
τό ὁποῖον ἐμολύνθη ἀπό τάς ἁμαρτίας·
 
ἡ ψυχή σου, τήν ὁποίαν ἐπί τοῦ σταυροῦ ὑπάρχων, παρέδωκας εἰς τόν πατέρα σου, ἄς μέ ὁδηγήσῃ πρός σέ διά τῆς χάριτός σου·
 
δέν ἔχω καρδίαν θλιβομένην πρός ἀναζήτησίν σου,
 
δεν ἔχω μετάνοιαν,
 
δέν ἔχω κατάνυξιν,
 
οὐδέ δάκρυα, τά ὁποῖα ἐπαναφέρουσι τά τέκνα είς τήν ἰδίαν αὐτῶν πατρίδα.
 
Δεν ἔχω, δέσποτα, δάκρυον παρακλητικόν·
 
ἐσκοτίσθη ὁ νοῦ μου ἀπό τήν ματαιότητα τοῦ κόσμου, καί δέν δύναται ν’ ἀτενίσῃ πρός σέ μετά πόνου·
 
ἐψυχράνθη ἡ καρδία μου ἀπό τό πλῆθος τῶν πειρασμῶν, καί δέν δύναται νά θερμανθῇ διά τῶν δακρύων τῆς πρός σέ ἀγάπης.
 
Ἀλλά σύ, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ὁ Θεός μου, ὁ θησαυρός τῶν ἀγαθῶν,
 
δώρησαί μοι τελείαν μετάνοια, καί καρδίαν ἐπίπονον, ἵνα ὁλοψύχως ἐξέλθω εἰς ἀναζήτησίν σου·
 
διότι ἄνευ σοῦ θέλω ἀποξενωθῆ ἀπό παντός ἀγαθοῦ.
 
Χάρισαί μοι λοιπόν, ὦ ἀγαθέ, τήν χάριν σου·
 
ὁ πατήρ, ὅστις σ’ ἐγέννησεν ἐκ τῶν κόλπων αὐτοῦ ἀχρόνως καί ἀϊδίως, ἄς ἀνανεώσῃ εἰς ἐμέ τάς μορφάς τῆς εἰκόνος σου·
 
σ’ ἐγκατέλιπον, μή μ’ ἐγκαταλείπῃς·
 
ἐχωρίσθην ἀπό σοῦ, ἔξελθε εἰς ἀναζήτησίν μου,
 
καί εὑρών εἰσάγαγέ με εἰς τάς νομάς σου,
 
καί συναρίθμησόν με μετά τῶν προβάτων τῆς ἐκλεκτῆς σου ποίμνης,
 
καί διάθρεψόν με μετ’ αὐτῶν ἐκ τῆς χλόης τῶν θείων σου μυστηρίων, τῶν ὁποίων ὑπάρχει κατοικητήριον ἡ καθαρά καρδία,
 
εἰς τήν ὁποίαν ἀναφαίνεται ἡ ἔλλαμψις τῶν ἀποκαλύψεών σου,
 
ἡ ὁποία ἔλλαμψις εἶναι παρηγορία καί ἀναψυχή τῶν κοπιόντων διά σέ ἐν θλίψεσι καί διαφόροις ἀτιμίαις·
 
τῆς ὁποίας ἐλλάμψεως εἴθε ν’ ἀξιωθῶμεν καί ἡμεῖς διά τῆς χάριτος καί φιλανθρωπίας σου,
 
τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, εἰς τους αἰῶνας τῶν αἰώνων.
Ἀμήν.
https://paraklisi.blogspot.gr/2018/04/blog-post_751.html#more

Η Ανάσταση που άργησε…


Μεγάλο Σάββατο βράδυ. Ο Γέροντας, λαμπροφορεμένος, υποδεχόταν τον κόσμο και έ­παιρνε τις λειτουργίες. Είχε ετοιμάσει τα καντή­λια από νωρίς. Έτοιμα όλα, σβηστά. Άρχισε το «Ευλογητός», πήρε καιρό μέσα στά μαύρα του τα ράσα, με τους βοστρύχους των μαλλιών και των γενειών του να λάμπουν.

Σοβαρός-σοβαρός. Ανοι­γόκλεινε την πόρτα, παραπατούσε, αλλά έτρεχε κιόλας, προσκυνούσε τις Δεσποτικές εικόνες, τον θρόνο, έμπαινε στο Ιερό, έπαιρνε τις λειτουργί­ες, ψέλναμε τον Κανόνα «Κύματι θαλάσσης». Δεν είχε ο Γέροντας χρόνο κοσμικό, είχε χρόνο λει­τουργικό. Μαζευόταν ο κόσμος, πολύς κόσμος. Χριστιανοί, που τον αγαπούσαν, αλλά και άλλοι από την γειτονιά δρασκέλιζαν την μάντρα, σκύβον­τας από το μικρό πορτάκι, άρρωστοι, νοσοκόμες, γιατροί. Καθυστερούσε ο Γέροντας. Σβηστά τα φώτα. Ψέλναμε, ξαναψέλναμε, δεν έβγαινε να πη το «Δεῦτε, λάβετε φῶς».


Έφευγα από το ψαλτήρι, να πάω στο Ιερό, μου έλεγε:
«Ξέρω, ξέρω». Αδημο­νία. Οι άλλες εκκλησίες σήμαναν ήδη Ανάσταση, βαρελότα πέφτανε κι αυτός δεν έβγαινε.
«Ξέρω, ξέ­ρω», μου λέει.»Όποιος θέλει να φύγη. Δέν μπορεί. Ας τους βάλουμε στην εκκλησία, τά προβατάκια του Χριστού μας, Βαγγέλη. Μέσα στην κιβωτό είναι μιά φορά τόν χρόνο. Ας καθυστερήσουν. Ψάλλε εσύ, ψάλλε».
«Τά είπα, Γέροντα, πάλι καί πάλι».

Τέλος πάντων, βγήκε. Άλλο πανηγύρι. ‘Εκουνούσε την λαμπάδα γελώντας,
βλέποντας το φως. «Επεφταν οι Χριστιανοί κι εκείνος εκουνούσε την λαμπάδα του. Πήραν το φως, διαδόθηκε παντού, έξω στις αυλές. Ψέλναμε: «Την Ἀνάστασίν Σου, Χριστέ Σωτήρ». Βγήκαμε, καθυστερούσε, χαιρε­τούσε, ευλογούσε, σταύρωνε. Ανέβηκε σ’ ένα πε­ζούλι, απέναντι από τον ναό, και πήγαινε πέρα-δώθε. Γελούσε, έλαμπε το πρόσωπο του, σωστό παιδί. Ό κόσμος περίμενε το Εύαγγέλιο.