† Μ Α Κ Α Ρ Ι Ο Σ
ΧΑΡΙΤΙ ΘΕΟΥ
ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΓΟΡΤΥΝΗΣ ΚΑΙ ΑΡΚΑΔΙΑΣ
Πρός
Τόν Ἱερό Κλῆρο, τίς Μοναστικές Ἀδελφότητες καί τόν θεοσεβῆ Λαό τῆς καθ᾽ ἡμᾶς
Ἱερᾶς Μητροπόλεως Γορτύνης καί Ἀρκαδίας
Ἐγκύκλιος Πρωτοχρονιᾶς Σωτηρίου Ἔτους 2015
Ἀγαπητοί μου,
Ὁ ἄνθρωπος κατασκεύασε μείζονες καί ἐλλάσονες διαιρέσεις γιά τό χρόνο, τόν
μορφοποίησε μέ διάφορες ὀνομασίες καί δοξασίες καί οἱ ἐπιστημονικές θεωρίες
συνεχίζουν νά ἐμβαθύνουν στήν ἔννοιά του.
Μιά ἐνδιαφέρουσα περί χρόνου τοποθέτηση εἶναι ἐκείνη τοῦ Ἀριστοτέλη, ὁ ὁποῖος εἶπε ὅτι: «…ο χρόνος δεν υπάρχει, γιατί κανένα τμήμα του δεν υπάρχει. Αν πούμε ότι η παρούσα στιγμή, μεταξύ παρελθόντος και μέλλοντος, έχει διάρκεια, αυτή είναι απείρως μικρή, που σημαίνει ότι έχει όριο το “μηδέν”. Αλλά ούτε το μέλλον ούτε και το παρελθόν υπάρχουν γιατί το ένα δεν έχει έλθει ακόμα και το άλλο έχει ήδη περάσει και, φυσικά, και τα δύο δεν υπάρχουν σε οποιαδήποτε παρούσα στιγμή. O χρόνος, ως οντότητα, δεν μπορεί να γίνει αντιληπτός και άρα δεν μπορεί να υπάρχει». (Πηγή, Oxford dict. of philosophy, σελ. 378 καί Ἀντ. Καλαμπάκα, Δρ Μαθηματικῶν Ἐπιστημῶν, www.24grammata.com/?p=12703) Ὁ χρόνος γιά τή χριστιανική θεολογία εἶναι πεπερασμένο μέγεθος. Ὁ χρόνος, ἀναφέρει ἡ ὑμνολογία τῆς Ἐκκλησίας, γιά κάθε νέο ἔτος, ὅτι ὑποτάσεται στόν «∆ημιουργὸ καὶ πρύτανη, πάσης τῆς κτίσεως, μπροστά σ᾽ Αὐτόν πού ἔχει στήν ἐξουσία Του, καιροὺς καὶ χρόνους». Ὁ κοσμικός χρόνος ἐκλαμβάνεται μέ τή σχετικότητα τῆς λογικῆς καί «ἡ λογική ξέρει μόνο ἐκεῖνο πού ὁ χρόνος τῆς ἔκανε νά μάθει...» κατά τόν μεγάλο Ντοστογιέφκι. Τελικά ἡ αἰσθαντικότητα τῆς φαντασίας εἶναι ἐκείνη πού μεγιστοποιεῖ τήν ἀξία τοῦ ρέοντος χρόνου. Μιά ματιά δέ στίς κοσμολογικές σταθερές τοῦ ὀρατοῦ σύμπαντος θά μᾶς ὑπενθύμιζε τό στιγμιαῖο πέρασμά μας ἀπό τοῦτο τόν κόσμο. Θά μᾶς ξαναθύμιζε τίς ἐκατοντάδες δισεκατομμύρια γαλαξίες, μέ τά τεράστια μεγέθη τῶν διαμέτρων τους, ἐντός τῶν ἀσύλληπτων ἀποστάσεων τοῦ σύμπαντος οἱ ὁποῖες εἶναι δισεκατομμύρια ἔτη φωτός, συνυπολογίζοντας, βέβαια, ὅτι ἕνα ἔτος φωτός ἰσοῦται μέ ἑνάμισι τρισεκατομμύριο χιλιόμετρα. Μιά σύγκριση μέ τά προαναφερθέντα μεγέθη, θά μᾶς ἔκανε νά δοῦμε ὅτι οὔτε κάν ὡς κόκκοι τῆς ἄμμου δέν λογιζόμαστε. Ὁ χρόνος μαζί μέ τόν «δίδυμο ἀδελφό του τόν χῶρο», κατά τόν Ὅσιο Ἰουστῖνο Πόποβιτς, ἀποτελοῦν τούς δύο βαρεῖς ζυγούς τοῦ ἀνθρώπου σέ ὅλη τήν ἐπί γῆς ζωή του, οἱ ὁποῖοι τοῦ περιορίζουν τόν διακαῆ του πόθο γιά τήν ἀπολυτότητα. (Πηγή, aktines.blogspot.gr/2011/01/blog-post_3339.html) Εἴμαστε οἱ ξεγελασμένοι φίλοι τοῦ κοσμικοῦ χρόνου καί ὅταν ἐκδαπανᾶται στήν αἰχμαλωσία τοῦ πόθου τῆς ἀπολυτότητας, παρά τό ὅτι ὁ χρόνος τήν περιορίζει, βασιλεύει ἡ μικροψυχία, ἡ σκληρότητα καί ἡ κακία. Ὁ χρονικός ὑπολογισμός ἐκτρέπεται ὡς ἐκείνου τοῦ κακοῦ δούλου τοῦ Εὐαγγελίου. Αὐτός μετροῦσε μέ τό δικό του ρολόι, λέγοντας: «χρονίζει ὁ κύριός μου ἐλθεῖν», (Ματθ.24,48), δηλαδή χρονίζει, ἀργεῖ, νά ἔλθει ὁ κύριός μου. Τότε ὁ ὑποκειμενισμός ἀποκτᾶ ἀδυναμία ἀπό τό μπέρδεμα φαντασίας καί πραγματικότητος καί ὁ ἀντικειμενισμός ἐμμονή ἀπό ἐπαναλαμβανόμενες νοητικές φόρμουλες. Συνεχίζει, ὅμως, τό Εὐαγγέλιο: «ἥξει ὁ κύριος τοῦ δούλου ἐκείνου…ἐν ὥρᾳ ᾗ οὐ γινώσκει», (Ματθ.24,48), δηλαδή θά ἔρθει ὁ κύριος τοῦ δούλου σέ ὥρα πού δέ γνωρίζει. Τότε ὁ χρόνος τῶν θέλγητρων τοῦ κόσμου συστέλλεται, χωρίς μεταμφίεση ἀδιεξόδων καί γίνεται εὔχρηστος καί δοξολογικός, λέγων: «Θεὲ θεῶν καὶ Κύριε, τρισυπόστατε φύσις, ἀπρόσιτε ἀϊδιε, ἄκτιστε καὶ τῶν ὅλων, δημιουργὲ παντοκράτωρ, σοὶ προσπίπτομεν πάντες, καὶ σὲ καθικετεύομεν, τὸ παρόν ἔτος τοῦτο, ὡς ἀγαθός, εὐλογήσας φύλαττε ἐν εἰρήνῃ…τὸν λαόν σου Οἰκτίρμον». (Ἐξαποστειλάριον τῆς Ἰνδίκτου). Ἀναπέμπει, δηλαδή, δοξολογία, ἐν συνεχείᾳ ταπεινώνεται μπροστά στόν ἀπρόσιτο Κύριο καί δημιουργό, κατόπιν προσπίπτει καί στό τέλος ἱκευτεύει. Ἔτσι ὑποδέχεται ἡ ὑμνολογία τῆς Ἐκκλησίας τόν νέο χρόνο. Ἡ μέτρηση τῶν ὑπολογισμῶν τοῦ κακοῦ δούλου τῆς Γραφῆς μέ τόν ἱστορικό χρόνο καί ὄχι μέ τό τέλος τοῦ χρόνου, στενεύει τήν καρδιά μέ μικροψυχία καί σκληρότητα. Τότε ἦταν πού ὁ δοῦλος ἐκεῖνος, ἐκτράπηκε ἀρχίζοντας «τύπτειν τοὺς συνδούλους αὐτοῦ», (Ματθ.24,49), δηλαδή «νά χτυπάει τούς συνδούλούς του». Νά ἡ σκληρότητα καί δή θά λέγαμε, ἡ θρησκευτική σκληρότητα, διότι ὁ ἐν λόγῳ δοῦλος ἦταν μέσα στό σπίτι τοῦ κυρίου του. Ἐν συνεχείᾳ ἄρχισε νά «ἐσθίῃ δὲ καὶ πίνῃ μετὰ τῶν μεθυόντων», (Ματθ.24,49), δηλαδή «νά τρώει καί νά πίνει μαζί μ᾽ ἐκείνους πού μεθοῦν». Νά καί ἡ ἀσωτία. Ἡ ἐξέλιξη ἦταν ὅτι, ὅταν ἦλθε ἀπρόσμενα, στόν δικό του χρόνο, ὁ κύριος καί εἶδε, τότε ἔθεσε «τὸ μέρος αὐτοῦ μετὰ τῶν ὑποκριτῶν», (Ματθ.24,49), δηλαδή τότε ἔβαλε «τό μερίδιό τοῦ δούλου μαζί μέ τούς ὑποκριτές». Πατρικῶς, λοιπόν, παραινοῦμε, ὁ χρόνος τῆς ὅλης ἐδῶ ζωῆς μας καί τοῦτος ὁ νέος χρόνος, νά γεμίσει ἀπό ἀγαθότητα καί ἄδολη ἀγάπη πρός τόν Κύριο καί τήν Οἰκία του, ὄχι μέ τόν αὐτονομημένο χρόνο τῆς ἀποστασίας καί ἀνυπακοῆς πρός τόν Οἶκο τοῦ Κυρίου, γιατί ἡ ἀποστασία αὐτή θά καταλήξει στήν ὑποκρισία. Τό τάχατες τό δικό μας νά διαλυθεῖ μέσα στόν χρόνο τῆς Ἐκκλησίας ὅπου, τέκνα ἐν Κυρίῳ ἀγαπητά, δέν «ἐλάβετε Πνεῦμα δουλείας πάλιν εἰς φόβον, ἀλλ᾿ ἐλάβετε Πνεῦμα υἱοθεσίας, ἐν ᾧ κράζομεν· ἀββᾶ ὁ πατήρ», (Ρωμ.8,15), δηλαδή «δέ λάβατε Πνεῦμα δουλείας, γιά νά φοβάστε πάλι, ἀλλά λάβατε Πνεῦμα υἱοθεσίας μέ τό ὁποῖο κράζουμε, Ἀββᾶ, Πατέρα».- Μέ θερμές ἑόρτιες εὐχές † Ὁ Γορτύνης καί Ἀρκαδίας Μακάριος
Μιά ἐνδιαφέρουσα περί χρόνου τοποθέτηση εἶναι ἐκείνη τοῦ Ἀριστοτέλη, ὁ ὁποῖος εἶπε ὅτι: «…ο χρόνος δεν υπάρχει, γιατί κανένα τμήμα του δεν υπάρχει. Αν πούμε ότι η παρούσα στιγμή, μεταξύ παρελθόντος και μέλλοντος, έχει διάρκεια, αυτή είναι απείρως μικρή, που σημαίνει ότι έχει όριο το “μηδέν”. Αλλά ούτε το μέλλον ούτε και το παρελθόν υπάρχουν γιατί το ένα δεν έχει έλθει ακόμα και το άλλο έχει ήδη περάσει και, φυσικά, και τα δύο δεν υπάρχουν σε οποιαδήποτε παρούσα στιγμή. O χρόνος, ως οντότητα, δεν μπορεί να γίνει αντιληπτός και άρα δεν μπορεί να υπάρχει». (Πηγή, Oxford dict. of philosophy, σελ. 378 καί Ἀντ. Καλαμπάκα, Δρ Μαθηματικῶν Ἐπιστημῶν, www.24grammata.com/?p=12703) Ὁ χρόνος γιά τή χριστιανική θεολογία εἶναι πεπερασμένο μέγεθος. Ὁ χρόνος, ἀναφέρει ἡ ὑμνολογία τῆς Ἐκκλησίας, γιά κάθε νέο ἔτος, ὅτι ὑποτάσεται στόν «∆ημιουργὸ καὶ πρύτανη, πάσης τῆς κτίσεως, μπροστά σ᾽ Αὐτόν πού ἔχει στήν ἐξουσία Του, καιροὺς καὶ χρόνους». Ὁ κοσμικός χρόνος ἐκλαμβάνεται μέ τή σχετικότητα τῆς λογικῆς καί «ἡ λογική ξέρει μόνο ἐκεῖνο πού ὁ χρόνος τῆς ἔκανε νά μάθει...» κατά τόν μεγάλο Ντοστογιέφκι. Τελικά ἡ αἰσθαντικότητα τῆς φαντασίας εἶναι ἐκείνη πού μεγιστοποιεῖ τήν ἀξία τοῦ ρέοντος χρόνου. Μιά ματιά δέ στίς κοσμολογικές σταθερές τοῦ ὀρατοῦ σύμπαντος θά μᾶς ὑπενθύμιζε τό στιγμιαῖο πέρασμά μας ἀπό τοῦτο τόν κόσμο. Θά μᾶς ξαναθύμιζε τίς ἐκατοντάδες δισεκατομμύρια γαλαξίες, μέ τά τεράστια μεγέθη τῶν διαμέτρων τους, ἐντός τῶν ἀσύλληπτων ἀποστάσεων τοῦ σύμπαντος οἱ ὁποῖες εἶναι δισεκατομμύρια ἔτη φωτός, συνυπολογίζοντας, βέβαια, ὅτι ἕνα ἔτος φωτός ἰσοῦται μέ ἑνάμισι τρισεκατομμύριο χιλιόμετρα. Μιά σύγκριση μέ τά προαναφερθέντα μεγέθη, θά μᾶς ἔκανε νά δοῦμε ὅτι οὔτε κάν ὡς κόκκοι τῆς ἄμμου δέν λογιζόμαστε. Ὁ χρόνος μαζί μέ τόν «δίδυμο ἀδελφό του τόν χῶρο», κατά τόν Ὅσιο Ἰουστῖνο Πόποβιτς, ἀποτελοῦν τούς δύο βαρεῖς ζυγούς τοῦ ἀνθρώπου σέ ὅλη τήν ἐπί γῆς ζωή του, οἱ ὁποῖοι τοῦ περιορίζουν τόν διακαῆ του πόθο γιά τήν ἀπολυτότητα. (Πηγή, aktines.blogspot.gr/2011/01/blog-post_3339.html) Εἴμαστε οἱ ξεγελασμένοι φίλοι τοῦ κοσμικοῦ χρόνου καί ὅταν ἐκδαπανᾶται στήν αἰχμαλωσία τοῦ πόθου τῆς ἀπολυτότητας, παρά τό ὅτι ὁ χρόνος τήν περιορίζει, βασιλεύει ἡ μικροψυχία, ἡ σκληρότητα καί ἡ κακία. Ὁ χρονικός ὑπολογισμός ἐκτρέπεται ὡς ἐκείνου τοῦ κακοῦ δούλου τοῦ Εὐαγγελίου. Αὐτός μετροῦσε μέ τό δικό του ρολόι, λέγοντας: «χρονίζει ὁ κύριός μου ἐλθεῖν», (Ματθ.24,48), δηλαδή χρονίζει, ἀργεῖ, νά ἔλθει ὁ κύριός μου. Τότε ὁ ὑποκειμενισμός ἀποκτᾶ ἀδυναμία ἀπό τό μπέρδεμα φαντασίας καί πραγματικότητος καί ὁ ἀντικειμενισμός ἐμμονή ἀπό ἐπαναλαμβανόμενες νοητικές φόρμουλες. Συνεχίζει, ὅμως, τό Εὐαγγέλιο: «ἥξει ὁ κύριος τοῦ δούλου ἐκείνου…ἐν ὥρᾳ ᾗ οὐ γινώσκει», (Ματθ.24,48), δηλαδή θά ἔρθει ὁ κύριος τοῦ δούλου σέ ὥρα πού δέ γνωρίζει. Τότε ὁ χρόνος τῶν θέλγητρων τοῦ κόσμου συστέλλεται, χωρίς μεταμφίεση ἀδιεξόδων καί γίνεται εὔχρηστος καί δοξολογικός, λέγων: «Θεὲ θεῶν καὶ Κύριε, τρισυπόστατε φύσις, ἀπρόσιτε ἀϊδιε, ἄκτιστε καὶ τῶν ὅλων, δημιουργὲ παντοκράτωρ, σοὶ προσπίπτομεν πάντες, καὶ σὲ καθικετεύομεν, τὸ παρόν ἔτος τοῦτο, ὡς ἀγαθός, εὐλογήσας φύλαττε ἐν εἰρήνῃ…τὸν λαόν σου Οἰκτίρμον». (Ἐξαποστειλάριον τῆς Ἰνδίκτου). Ἀναπέμπει, δηλαδή, δοξολογία, ἐν συνεχείᾳ ταπεινώνεται μπροστά στόν ἀπρόσιτο Κύριο καί δημιουργό, κατόπιν προσπίπτει καί στό τέλος ἱκευτεύει. Ἔτσι ὑποδέχεται ἡ ὑμνολογία τῆς Ἐκκλησίας τόν νέο χρόνο. Ἡ μέτρηση τῶν ὑπολογισμῶν τοῦ κακοῦ δούλου τῆς Γραφῆς μέ τόν ἱστορικό χρόνο καί ὄχι μέ τό τέλος τοῦ χρόνου, στενεύει τήν καρδιά μέ μικροψυχία καί σκληρότητα. Τότε ἦταν πού ὁ δοῦλος ἐκεῖνος, ἐκτράπηκε ἀρχίζοντας «τύπτειν τοὺς συνδούλους αὐτοῦ», (Ματθ.24,49), δηλαδή «νά χτυπάει τούς συνδούλούς του». Νά ἡ σκληρότητα καί δή θά λέγαμε, ἡ θρησκευτική σκληρότητα, διότι ὁ ἐν λόγῳ δοῦλος ἦταν μέσα στό σπίτι τοῦ κυρίου του. Ἐν συνεχείᾳ ἄρχισε νά «ἐσθίῃ δὲ καὶ πίνῃ μετὰ τῶν μεθυόντων», (Ματθ.24,49), δηλαδή «νά τρώει καί νά πίνει μαζί μ᾽ ἐκείνους πού μεθοῦν». Νά καί ἡ ἀσωτία. Ἡ ἐξέλιξη ἦταν ὅτι, ὅταν ἦλθε ἀπρόσμενα, στόν δικό του χρόνο, ὁ κύριος καί εἶδε, τότε ἔθεσε «τὸ μέρος αὐτοῦ μετὰ τῶν ὑποκριτῶν», (Ματθ.24,49), δηλαδή τότε ἔβαλε «τό μερίδιό τοῦ δούλου μαζί μέ τούς ὑποκριτές». Πατρικῶς, λοιπόν, παραινοῦμε, ὁ χρόνος τῆς ὅλης ἐδῶ ζωῆς μας καί τοῦτος ὁ νέος χρόνος, νά γεμίσει ἀπό ἀγαθότητα καί ἄδολη ἀγάπη πρός τόν Κύριο καί τήν Οἰκία του, ὄχι μέ τόν αὐτονομημένο χρόνο τῆς ἀποστασίας καί ἀνυπακοῆς πρός τόν Οἶκο τοῦ Κυρίου, γιατί ἡ ἀποστασία αὐτή θά καταλήξει στήν ὑποκρισία. Τό τάχατες τό δικό μας νά διαλυθεῖ μέσα στόν χρόνο τῆς Ἐκκλησίας ὅπου, τέκνα ἐν Κυρίῳ ἀγαπητά, δέν «ἐλάβετε Πνεῦμα δουλείας πάλιν εἰς φόβον, ἀλλ᾿ ἐλάβετε Πνεῦμα υἱοθεσίας, ἐν ᾧ κράζομεν· ἀββᾶ ὁ πατήρ», (Ρωμ.8,15), δηλαδή «δέ λάβατε Πνεῦμα δουλείας, γιά νά φοβάστε πάλι, ἀλλά λάβατε Πνεῦμα υἱοθεσίας μέ τό ὁποῖο κράζουμε, Ἀββᾶ, Πατέρα».- Μέ θερμές ἑόρτιες εὐχές † Ὁ Γορτύνης καί Ἀρκαδίας Μακάριος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου