Ως
γνωστόν, οι δυο πιο καθοριστικοί παράγοντες που έγιναν αιτία να γίνει
το σχίσμα στην Εκκλησία και να χωριστεί έτσι σε Ανατολική και Δυτική,
υπήρξαν το«παπικό πρωτείο» δηλαδή
η αξίωση του Πάπα της Ρώμης να αναγνωρίζεται από όλους, ως ορατή κεφαλή
της Εκκλησίας και αντιπρόσωπος του Χριστού επί της Γης και έχων την
εξουσία επί των υπολοίπων Εκκλησιών και το «Filioque».
Αλλά τι σημαίνει «Filioque»; Η λέξη αυτή είναι λατινικής προέλευσης και είναι σύνθετη λέξη αποτελούμενη από το Filius = υιός και το que = και, και όλο μαζί σημαίνει «και εκ του υιού». Αφορά την εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος. Όμως, ας γίνουμε πιο αναλυτικοί και συνεπώς πιο κατανοητοί.
Στο «Σύμβολο της Πίστεως» γνωστότερο και ως «Πιστεύω», ομολογούμε την πίστη μας «…και εις το Πνεύμα το Άγιον … το εκ του Πατρός εκπορευόμενον». Δίπλα στη φράση, λοιπόν, που λέει ότι το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται από τον Πατέρα, οι δυτικοί πρόσθεσαν και τη λέξη Filioque,
δηλαδή πως το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται όχι μόνο από τον Πατέρα, αλλά και
από τον Υιόν. Ας το δούμε, λοιπόν, πως διαμορφώνεται – σύμφωνα με τους
Δυτικούς – στο συγκεκριμένο σημείο το «Πιστεύω»: «…και εις το Πνεύμα το Άγιον … το εκ του Πατρός και εκ του Υιού εκπορευόμενον».
Αυτό
μπορεί να φαίνεται ως λεπτομέρεια χωρίς ουσία, αλλά όμως είναι πολύ
σημαντικό, γιατί καταργείται η μοναδικότητα του κάθε προσώπου τής Αγίας
Τριάδας. Η Αγία Τριάδα είναι τέλεια κοινωνία τριών Προσώπων (Πατήρ,
Υιός, Άγιο Πνεύμα) ισότιμων, το καθένα από τα οποία, είναι μοναδικό και
ανεπανάληπτο έχοντας το καθένα κάποια χαρακτηριστικά αποκλειστικά δικά
του. Τέτοιο χαρακτηριστικό του Πατέρα είναι ότι εκπορεύει το Άγιο
Πνεύμα. Αν όμως πούμε ότι το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται και από τον Υιό,
τότε είναι σαν να ταυτίζουμε τον Πατέρα και τον Υιό. Σε τέτοια περίπτωση
αλλοιώνεται το δόγμα τής Αγία Τριάδας αφού καθένα Πρόσωπό της παύει να
θεωρείται μοναδικό και ανεπανάληπτο.
Δεν θα επιμείνουμε περισσότερα στα θεολογικά τού Filioque,
κάτι που πιθανόν να αποτελέσει μελλοντική εργασία μας, αλλά θα σταθούμε
στις ιστορικές καταβολές αυτού και ιδιαίτερα σ’ αυτό που καθίσταται
φανερό στον ερευνητή τής περιόδου αυτής, στην προοδευτική αποξένωση των δύο πλευρών με αποτέλεσμα το σχίσμα να επικυρώσει εν χρόνω πλέον και να καταστήσει φανερό την αποξένωση αυτή.
Την
εποχή που ο Απόστολος Παύλος και οι υπόλοιποι Απόστολοι ταξίδευαν για
την διάδοση του Χριστιανικού μηνύματος στον κόσμο τής Μεσογείου,
κινούνταν μέσα σε μια σφιχτοδεμένη πολιτική και πολιτιστική ενότητα, που
δεν ήταν άλλη από την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Η Αυτοκρατορία αυτή διέθετε
το μεγάλο πλεονέκτημα να «αγκαλιάζει» πολλές διαφορετικές εθνικές
ομάδες, παρόλο που οι ομάδες αυτές μιλούσαν διαφορετικές γλώσσες και
διαλέκτους. Όμως, όλες αυτές τις κυβερνούσε ο ίδιος Αυτοκράτορας. Υπήρχε
επίσης ένας διάσπαρτος Ελληνορωμαϊκός πολιτισμός στον οποίο συμμετείχαν
οι μορφωμένοι σ’ όλη την Αυτοκρατορία. Τα ελληνικά και τα λατινικά
μιλιούνταν παντού στην Αυτοκρατορία, και δεν ήταν και λίγοι οι οποίοι
είχαν την ευχέρεια να μιλούν και τις δύο γλώσσες. Όλα λοιπόν αυτά τα
πλεονεκτήματα συνέτειναν και βοήθησαν πολύ στην εξάπλωση τής πρώτης
Χριστιανικής Εκκλησίας.
Προϊόντος
όμως του χρόνου και στους αιώνες που ακολούθησαν, η ενότητα αυτή του
Μεσογειακού κόσμου σταδιακά εξαφανίστηκε. Πρώτα – πρώτα χάθηκε η
πολιτική ενότητα. Γιατί ήδη από τα τέλη του τρίτου αιώνα, η
Αυτοκρατορία, ενώ ακόμη θεωρητικά παρέμεινε ενιαία, είχε χωριστεί σε δύο
τμήματα, σε ανατολικό και δυτικό, το καθένα με τον δικό του
Αυτοκράτορα. Ο Μέγας Κωνσταντίνος επέτεινε αυτή την διαδικασία τής
διαίρεσης, ιδρύοντας μια δεύτερη αυτοκρατορική πρωτεύουσα στην Ανατολή,
παράλληλα με την Παλαιά Ρώμη στην Ιταλία. Και η διαδικασία αυτή
ολοκληρώθηκε, με την εισβολές τών βαρβάρων στις αρχές του πέμπτου αιώνα
στο δυτικό τμήμα τής Αυτοκρατορίας και την κατάλυση και λεηλασία της
Ρώμης το 455 μ.Χ. από τους Βανδάλους. Εκτός από κάποιο σημαντικό τμήμα
(το νότιο) τής Ιταλίας, που παρέμεινε για λίγο περισσότερο χρόνο στην
Αυτοκρατορία, το δυτικό τμήμα της κατατεμαχίστηκε μεταξύ τών βαρβάρων
αρχηγών.
Παρόλα
αυτά οι Βυζαντινοί, που βέβαια θεωρούσαν τον εαυτό τους Ρωμαίους
πολίτες, ποτέ δεν ξέχασαν τα Ρωμαϊκά ιδεώδη τής εποχής τού Αυγούστου και
συνέχισαν να θεωρούν την Αυτοκρατορία τους – έστω και κατειλημμένη από
τους βαρβάρους – θεωρητικά ως οικουμενική και δικιά τους. Ο Ιουστινιανός
ήταν ο τελευταίος Αυτοκράτορας, που προσπάθησε σοβαρά με τους πολέμους
που έκανε στην Δύση και την Αφρική, να γεφυρώσει το χάσμα μεταξύ θεωρίας
και πράξης, αλλά μετά από κάποιες επιτυχίες που είχε και την επανάκτηση
κάποιων εδαφών, εγκατέλειψε οριστικά τις κατακτήσεις αυτές στη Δύση. Η
πολιτική λοιπόν ενότητα τής ελληνικής Ανατολής και τής λατινικής Δύσης
καταστράφηκε παντελώς από τις εισβολές τών βαρβάρων και ποτέ πλέον δεν
αποκαταστάθηκε.
Στα
τέλη τού έκτου με τον έβδομο αιώνα, Ανατολή και Δύση αποξενώθηκαν ακόμη
περισσότερο λόγω της εισβολής των Αβάρων και των Σλάβων στην χερσόνησο
της Βαλκανικής. Το Ιλλυρικό, που χρησίμευε σαν γέφυρα μεταξύ Βυζαντίου
και λατινικού κόσμου, έγινε μετά από αυτό φραγμός. Η ρήξη αυτή
επεκτάθηκε ακόμη περισσότερο με την άνοδο του Ισλάμ, γιατί η Μεσόγειος
θάλασσα, που οι Ρωμαίοι την ονόμαζαν “mare nostrum”,
«θάλασσα μας», τώρα πέρασε στο μεγαλύτερο μέρος της στον έλεγχο των
Αράβων. Βέβαια παρ’ όλες αυτές τις δυσκολίες και τα εμπόδια, οι
πολιτιστικές και οικονομικές επαφές μεταξύ ανατολικής και δυτικής
Μεσογείου δεν έπαψαν ποτέ τελείως, αλλά δυσκόλεψαν πάρα πολύ.
Και
σαν να μην έφταναν όλα αυτά, ένα εκκλησιαστικό γεγονός ήρθε να
προστεθεί και να μεγαλώσει ακόμα πιο πολύ την διαίρεση και την αποξένωση
μεταξύ Βυζαντίου και Δύσης. Οι Πάπες εξαρχής υποστήριζαν σταθερά τις
απόψεις τών Εικονολατρών, και έτσι για πολλές δεκαετίες βρέθηκαν εκτός
κοινωνίας και σε καθεστώς εχθρότητας, με τους Εικονομάχους Αυτοκράτορες
και Πατριάρχες τής Κωνσταντινούπολης. Αποκομμένος λοιπόν από το Βυζάντιο
και έχοντας ανάγκη από βοήθεια για την επιβίωση του, ο Πάπας Στέφανος
το 754 στράφηκε βόρεια και επισκέφτηκε τον Φράγκο ηγεμόνα Πιπίνο. Αυτό
το γεγονός σημάδεψε το πρώτο βήμα σε μια αλλαγή κατεύθυνσης με
αποφασιστική σημασία, τουλάχιστον όσον αφορά στην Παποσύνη. Μέχρι τότε η
Ρώμη συνέχιζε εκκλησιαστικά τουλάχιστον να είναι και να θεωρείται τμήμα
τού Βυζαντινού κόσμου, αλλά τώρα περνούσε προοδευτικά στην σφαίρα
επιρροής των Φράγκων, αν και τα αποτελέσματα αυτού του
επαναπροσανατολισμού δεν έγιναν πλήρως ορατά και αντιληπτά πριν από τα
μέσα του ενδέκατου αιώνα.
Στην
επίσκεψη του Πάπα Στεφάνου στον Πιπίνο έρχεται να προστεθεί μισό αιώνα
αργότερα ένα πολύ πιο δραματικό γεγονός. Την ημέρα των Χριστουγέννων του
έτους 800 ο Πάπας Λέων Γ΄στέφει τον Κάρολο τον Μέγα (Καρλομάγνο),
Βασιλιά τών Φράγκων, Αυτοκράτορα. Ο Καρλομάγνος για να έχει ισχύ η στέψη
του αυτή, επιδιώκει και την αναγνώρισή του από τον Βυζαντινό ηγεμόνα,
που τότε ήταν μια γυναίκα, η Ειρήνη η Αθηναία, την οποία μάλιστα ζητά
και σε γάμο για να ενωθούν τα δύο βασίλεια, αλλά χωρίς επιτυχία. Και
αυτό συνέβη επειδή οι Βυζαντινοί, εμμένοντας ακόμη στην αρχή της
αυτοκρατορικής ενότητας, θεώρησαν τον Καρλομάγνο ως εισβολέα και την
στέψη που διενέργησε ο Πάπας ως μια πράξη σχίσματος μέσα στην
Αυτοκρατορία. Έτσι δημιουργείται στη Δύση η Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία,
που αντί να φέρει την Ευρώπη πιο κοντά, συμβάλλει στην ακόμα μεγαλύτερη
αποξένωση μεταξύ Ανατολής και Δύσης.
Βέβαια
η πολιτιστική ενότητα συνεχίστηκε μεταξύ των δύο πλευρών, αλλά ήταν
πλέον φανερό πως είχε εξασθενήσει σημαντικά. Στην Ανατολή και τη Δύση,
οι άνθρωποι τών γραμμάτων ζούσαν ακόμη μέσα στην κλασική παράδοση που
την είχε προσλάβει και την είχε οικειοποιηθεί η Εκκλησία. Με το πέρασμα
όμως του χρόνου άρχισαν προοδευτικά να ερμηνεύουν αυτή την παράδοση με
αρκετά διαφορετικό τρόπο. Ένα ακόμη μεγάλο ζήτημα που προέκυψε και
περιέπλεξε πιο πολύ τα πράγματα ήταν και το πρόβλημα με την γλώσσα,
γιατί είχε περάσει ο καιρός που οι μορφωμένοι και των δύο πλευρών ήταν
δίγλωσσοι.
Μετά
το 450 ήταν πολύ λίγοι στη δυτική Ευρώπη εκείνοι που μπορούσαν να
διαβάζουν ελληνικά, και μετά το 600, αν και το Βυζάντιο (λέξη καινοφανής
των νεότερων χρόνων) ονομάζονταν ακόμη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία,
ήταν σπάνιο το φαινόμενο κάποιος Βυζαντινός να μιλάει λατινικά, τη
γλώσσα τών Ρωμαίων. Λέγεται πως ο μέγας Φώτιος, ο μεγαλύτερος λόγιος τής
Κωνσταντινούπολης του ένατου αιώνα, δεν μπορούσε να διαβάσει λατινικά.
Και το 864 ένας «Ρωμαίος» Αυτοκράτορας τού Βυζαντίου, ο Μιχαήλ Γ΄,
αποκαλούσε τη γλώσσα που έγραψε ο Βιργίλιος «βαρβαρική και Σκυθική
γλώσσα».
Συνήθως
όταν οι Έλληνες επιθυμούσαν να διαβάσουν λατινικά έργα ή οι Λατίνοι
ελληνικά, χρησιμοποιούσαν μεταφράσεις, αν και τις περισσότερες φορές δεν
έκαναν ούτε αυτό τον κόπο. Ο Μιχαήλ Ψελλός, ένας διαπρεπής Έλληνας
λόγιος του ενδέκατου αιώνα, διέθετε μια τόσο νεφελώδη γνώση για τη
Λατινική φιλολογία, ώστε μπέρδευε τον Καίσαρα με τον Κικέρωνα. Η
ελληνική Ανατολή και η λατινική Δύση, επειδή δεν εξαρτώντο πλέον από τις
ίδιες πηγές ούτε διάβαζαν τα ίδια βιβλία, απομακρύνθηκαν ακόμη πιο πολύ
ή μία από την άλλη.
Το
γεγονός πως η πολιτιστική αναγέννηση τής Αυλής τού Καρλομάγνου
σημαδεύτηκε εξ’ αρχής από μια ισχυρή ανθελληνική προκατάληψη, αν και
αρνητικό, παραμένει σημαντικό. Στην Ευρώπη του τέταρτου αιώνα υπήρχε
ένας ενιαίος Χριστιανικός πολιτισμός, στην Ευρώπη του δέκατου τρίτου
αιώνα υπήρχαν δύο. Ακριβώς στην περίοδο τής βασιλείας τού Καρλομάγνου
έγινε ίσως για πρώτη φορά ευδιάκριτο το σχίσμα των δύο πολιτισμών. Οι
Βυζαντινοί από την πλευρά τους έμειναν κλεισμένοι στον δικό τους
ιδεολογικό κόσμο και δεν έκαναν σχεδόν κανένα βήμα για να συναντήσουν τη
Δύση στα μισά τού δρόμου. Επίσης τον ένατο αιώνα και στους μετέπειτα,
δεν μπόρεσαν να πάρουν όσο άξιζε σοβαρά τη δυτική παιδεία. Χαρακτήριζαν
τους Φράγκους ως βάρβαρους και τίποτε παραπάνω.
Δεν
ήταν λοιπόν δυνατόν να μην επηρεάσουν τη ζωή τής Εκκλησίας αυτοί οι
πολιτικοί και πολιτιστικοί παράγοντες και να μην καταστήσουν ακόμη πιο
αβέβαιη τη θρησκευτική ενότητα. Η πολιτιστική και πολιτική αποξένωση
μπορεί εύκολα να οδηγήσει σε εκκλησιαστικές έριδες, όπως δείχνει η
περίπτωση τού Καρλομάγνου. Γιατί όταν η Ειρήνη η Αθηναία (Βυζαντινή
αυτοκράτειρα) αρνήθηκε να τον αναγνωρίσει στη σφαίρα τής πολιτικής, τότε
αυτός έσπευσε να εκδικηθεί με την κατηγορία τής αίρεσης κατά της
Βυζαντινής Εκκλησίας. Συγκεκριμένα κατήγγειλε τους Έλληνες για μη χρήση
τού Filioque στο
σύμβολο της Πίστεως και δεν δέχτηκε τις αποφάσεις τής Έβδομης
Οικουμενικής Συνόδου, για την αποκατάσταση των εικόνων. Είναι αλήθεια
όμως, πως ο Καρλομάγνος πληροφορήθηκε τις αποφάσεις αυτές μέσα από μια
λανθασμένη μετάφραση που παραμόρφωνε σοβαρά το αληθινό τους νόημα. Αλλά
σε κάθε περίπτωση φαίνεται πως οι απόψεις του ήταν ημι – εικονομαχικές.
Με την στάση του αυτή ο Καρλομάγνος, έβαζε τις βάσεις για να σχισθεί ο
«άρραφος χιτώνας του Χριστού» (Εκκλησία), γεγονός που επιτελέστηκε
δυόμισι αιώνες μετά (1054), με το σχίσμα Ανατολικής και Δυτικής
Εκκλησίας.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Κάλλιστος Ware, «Η Ορθόδοξη Εκκλησία»
Σχολικό Εγχειρίδιο Θρησκευτικών «Εκκλησία, η νέα κοινωνία σε πορεία» Γ΄γυμνασίου, 1999το είδαμε εδώ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου