Η Άγία Μάρτυς Ντανιέλα, +2004
Αυτό
το εκλεκτό λουλούδι άνθισε στη Ρουμανική γη το 1967. Από μικρή ήταν
πολύ κοντά στο Θεό. Οταν έβγαινε από το σχολείο περνούσε πάντοτε από την
εκκλησία. Γι’αυτό ο πατέρας της την μάλωνε πολύ σκληρά. “Που ήσουν; Ολη
μέρα στην εκκλησία πας με τους παπάδες σου; Τι σου προσφερε ο Θεός;”.
Ενω αυτή δεν έλεγε τίποτα, μόνο δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια της.
Ηταν
εύλαβης και προσευχόνταν πολλές ώρες. Στο σχολικό χορό, όταν τελείωσε
το λύκειο δεν ήθελε να πάει. Η καθηγήτριά της την παρακαλούσε να πάει κι
αυτή μαζί τους, ενώ εκείνη έλεγε “Δε μπορώ. Ξέρετε ότι σας αγαπώ όλους
πολύ, αλλά συγχωρήστε με δε μπορώ να έρθω στο τραπέζι”. Ειχε χαρακτήρα
πράο και ήταν καλή με όλους. Βοηθουσε τους συμμαθητές της στα μαθήματα
και καθόνταν τη νύχτα και έγραφε γι’αυτούς. Ήταν πολύ καλή μαθήτρια τοσο
στο σχολείο όσο και στο Πανεπιστήμιο. Ήταν πολύ εργατική. Όλα τα ρούχα
της τα έφτιαχνε μόνη της.
Ηταν πνευματικό τέκνο του μεγάλου πνευματικου π.Σοφιάν από τη μονή Αντίμ.
Όταν
ήταν φοιτήτρια περιποιούνταν μια παράλυτη γριά την οποια είχαν ξεχάσει
όλοι, την κυρα-Ιωάννα. Η Ντανιέλα πήγαινε καθημερινά, το πρωί πριν το
Πανεπιστήμιο και το βράδυ. Ηταν αρκετά μακριά και ο κόπος μεγάλος. Την
έπλενε, την περιποιούνταν, της έκανε τις αγορές. Της τραγουδούσε και της
διάβαζε και έφερνε χαρά στην ψυχή της γριάς.
Μια
φορά κάποιος την χτύπησε πολύ την αγία Ντανιέλα αν και ήταν αθώα. Αφου
υπέμεινε εν σιωπή το ξύλο, γονάτισε και φίλησε το πόδι που με αγριότητα
την είχε χτυπήσει.
Ήταν πολύ πράος χαρακτήρας και ελεούσε τους άλλους. Ποτέ δεν κατηγορούσε κανεναν και πάντα έριχνε το φταίξιμο στον εαυτό της.
Κάποια
προσωπα από την οικογένεια της προσπαθούσαν να την πείσουν να
παντρεύτει. “Όχι, όχι, εγώ θέλω να μείνω με τον Θεό”, έλεγε. “Μπορείς να
είσαι με το Θεό και παντρεμένη”, της ελεγαν. Κι αυτή απαντούσε “ναι,
αλλά αν θα παντρευτώ σημαινει ότι θα βάλω λίγο τον Θεό στην άκρη και εγώ
δεν το θέλω αυτό. Θελω να δώσω το παν στο Θεό”.
Τη
νυχτα προσευχόνταν πολλές ώρες. Ποτέ δεν έπεφτε για ύπνο χωρίς να κάνει
τον κανόνα της. Τα αδέλφια της, της φώναζαν “Τι σου δίνει ο Θεος, τι
μας ζαλίζεις με τους παπάδες σου, τι σου δίνει η πίστη σου; Αφού ο
πατέρας σου δίνει φάγητο… Γιατί πήγες στο Πανεπιστήμιο για να μπεις σε
μοναστήρι;”.
Όταν
τελείωσε το Πανεπιστήμιο πήγε στο μοναστήρι. Ο πατέρας της την έψαχνε
για πολύ καιρο και αφού την έφερε σπίτι την χτύπησε φριχτά.
Μια
φορά, την τελεύταια βραδιά πριν την τελευταία αναχώρησή της για το
μοναστήρι έκλαψε και προσευχήθηκε ασταμάτητα. Έκανε χίλιες μετάνοιες
ζητώντας φωτισμό από την Παναγία. Ξημερώματα αποκοιμήθηκε. Όταν ξύπνησε
πήρε την εικονίτσα της Παναγίας που της είχε χαρίσει ο π.Σόφιαν. Έκανε
το σταυρό της, φίλησε την εικονίτσα και αποφασισμένη μάζεψε τα πραγματά
της κι έφυγε. Επειτα έδωσε ένα γράμμα σε μία φίλη της για να το δώσει
στον π. Σοφιανό. Να το περιεχόμενο του:
«Πάτερ
είδα στο όνειρό μου την εικόνα της Παναγίας. Και είδα την εικόνα να
ζωντανεύει και η Παναγία με κοίταζε προσεχτικά και εγώ τη ρωτούσα, τι να
κάνω; Και είδα ότι με κοίταζε με πολύ πόνο. Και είδα δάκρυα στο μάγουλο
της. Ξαφνικά άπλωσε τα χέρια της να προσευχηθεί και ένα δάκρυ έσταξε
στο χέρι μου. Όταν με ακούμπησε το δάκρυ Της ξύπνησα και αποφάσισα να
φύγω”.
Κι έφυγε. Στο δρόμο του Σταυρού, στο δρόμο του Σωτήρος Χριστου.
Όμως
ο πατέρας της την βρήκε και αυτή τη φορά. Όταν την έφερε από το
μοναστήρι τη χτύπησε πάλι φριχτά. Της έσχισε την μοναχική ενδυμασία μέ
ένα ψαλίδι και την πέταξε στα σκουπίδια. Της έβγαλε από τον λαιμό το
σταυρό και της φώναξε, οι παπάδες σου και η Εκκλησία… κλπ.. Τοτε εκείνη
λιποθύμησε. Όταν ξύπνησε είπε στον πατέρα της “σε παρακαλώ άφησέ μου
τις Eίκονες, δεν μπορώ να ζήσω χωρις αυτές”. Τότε ο πατέρας της έβαλε
τις Eικόνες κάτω τις πάτησε και τις πήρε όλες. Τότε αυτή του είπε “Καλά
μου τα πήρες όλα αλλά την ψυχή δεν μπορείς να μου την πάρεις”.
Και
από τότε προσευχόνταν μόνο έτσι “Παναγία βοήθησέ με, Κύριε Ιησού Χριστέ
μη με αφήνεις. Βλέποντας ο πατέρας της ότι δε μπορεί να την κάνει να
παρεκκλίνει από την Ορθόδοξη ζωή, σκέφτηκε κάτι διαβολικό. Βρήκε
κάποιους συναδέλφους του γιατρούς και της έβγαλαν διάγνωση “παρανοϊκή
σχιζοφρένεια συνοδευόμενη με μυστικιστικό ντελίριο”. Μέχρι το τέλος της
ζωής της ήταν υποχρεωμένη να παίρνει φάρμακα “για να ησυχάσει”. Τα δυο
τελευταία χρόνια της τα πέρασε στο νοσοκομείο με σωληνάκια στη μύτη.
Εξαιτίας των φαρμάκων ήταν σχεδόν πάντα αναίσθητη. Ο πατέρας της την
φύλαγε από το πρωί μέχρι το βράδυ στις 22.00-23.00 μην τυχόν και έρθει
σε επαφή με ευσεβή και πιστά πρόσωπα.
Η
ακινησία της στο κρεββάτι και τα φάρμακα που της έδινε ο ψυχίατρος της
προκάλεσαν παράλυση και απόφραξη του αυλού του εντέρου. Έτσι βασανισμένη
πέθανε την Τρίτη 6 Απριλίου 2004, την Μεγάλη Εβδομάδα. Αυτό έγινε
περίπου στις 22.00. Επειδή ο πατέρας της δεν θα δεχόνταν να έρθει
ιερέας, κατά θαυμαστό τρόπο έμαθε για το θανατό της ο π.Κωνσταντίνος και
κατά τις 23.00 τέλεσε την ακολουθία για τους κεκοιμημένους. Ο πατέρας
της για πρώτη φορά έλειπε, αν και προηγουμένος τον είχαν δει στο
νοσοκομείο…
Στον τάφο της άρχισαν να γίνονται θαύματα.
Το
πρώτο θαύμα έγινε την Τετάρτη 12 Μαίου 2004 κάνοντας καλά έναν νέο που
επί 8 χρόνια έπασχε από την ίδια με αυτήν ασθένεια που ψευδώς είχε
γράψει ο πατέρας της ότι είχε. Το 2004 έκανε καλά έναν φοιτητή που
έπασχε από μια ασθένεια των αγγείων και το 2005 έναν νεαρό που είχε
κρίση σκωληκοειδιτιδος.
Ο τάφος της αγίας Ντανιέλας βρίσκεται στο κοιμητήριο Αντρονάκε στη συνοικία Κολεντίνα στο Βουκουρέστι.
Πηγή:
Ιοάν Βλαντούκα, στο:
Περιοδικό ATITUDINI
Ρουμανία
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου