ΓΙΑ ΤΟ «ΚΡΥΦΟ ΣΧΟΛΕΙΟ»
Ἤγουν, περί παιδείας ἐμπεριστάτου
σχόλιον στηλιτευτικόν.
Μπερκουτάκης Μιχαήλ
Θεολόγος – Ἐκπαιδευτικός
Ἡ ἱστορία, ὡς γνωστόν, εἶναι ἡ μελέτη καί ἡ
γνώση τοῦ παρελθόντος. Ἡ γνώση, ὅμως, αὐτή ἀποκτᾶ νόημα καί
ἀξία μόνον ὅταν λειτουργεῖ ὡς ἀσφαλής ὁδηγός τῶν σύγχρονων
λαῶν καί ἀνθρώπων. Ὅταν, δηλαδή, λειτουργεῖ ὡς φάρος
πνευματικός, πού μᾶς ὁδηγεῖ μέ ἀσφάλεια στή μίμηση τῶν ἀγαθῶν
ἔργων τῶν προγόνων μας ἤ, κατά ἀντίστροφη ἔννοια, στήν
ἀποφυγή τῶν ὅποιων ἑκούσιων καί ἀκούσιων σφαλμάτων τους. Μία
ἱστορία πού δέν λειτουργεῖ ὡς ἀσφαλής ὁδηγός τοῦ ἀνθρώπου
στήν πορεία του ἀπό τό παρόν πρός τό μέλλον δέν εἶναι μόνο μία
νεκρή καί ἄχρηστη ἱστορία, ἀλλά, πολύ περισσότερο, εἶναι
μία ἀνόητη καί ἐπικίνδυνη ἱστορία, μία ἱστορία πού
μπορεῖ, νά ὁδηγήσει λαούς καί ἀνθρώπους στό γκρεμό καί τήν
τέλεια καταστροφή. Συνεπῶς, ἡ ὀρθή καταγραφή, γνώση
καί ἑρμηνεία τῆς ἱστορίας ἀποτελεῖ τήν ἀπαραίτητη
προϋπόθεση κάθε μορφῆς προόδου καί σέ συλλογικό καί σέ
προσωπικό ἐπίπεδο.
|
Μέ βάση, λοιπόν, τή
θεμελιώδη αὐτή ἀντίληψη γιά τήν ἱστορία καί τό ρόλο της
μέσα στό σύγχρονο κόσμο, θά προσπαθήσουμε, τό κατά δύναμιν,
νά προσεγγίσουμε τό ἐπίκαιρο θέμα τῆς παιδείας τοῦ
ὑπόδουλου ἑλληνισμοῦ στά χρόνια της τουρκοκρατίας.
Χαρακτηρίζουμε, μάλιστα, τό θέμα μας ὡς ἐπίκαιρο, γιατί
σχετίζεται ἄμεσα τόσο μέ τήν ἐθνική ἑορτή τῆς 25ης Μαρτίου
ὅσο καί μέ τό ζήτημα τοῦ περιεχομένου τῶν νέων σχολικῶν
βιβλίων τοῦ μαθήματος τῆς ἱστορίας (καί, κυρίως, αὐτοῦ τῆς
ΣΤ΄ τάξης τοῦ δημοτικοῦ).
Γνωρίζουμε ὅτι δέν εἴμαστε οἱ καθ’ ὕλην
ἁρμόδιοι, νά ἀποφανθοῦμε γιά ἕνα τόσο σημαντικό ζήτημα καί
ὅτι οἱ ἀπόψεις μας δέν εἶναι οὔτε οἱ μοναδικές πού
διατυπώθηκαν οὔτε, πολύ περισσότερο, οἱ καλύτερες ἤ οἱ
ὀρθότερες. Παρά ταῦτα, δέν θά διστάσουμε, νά τίς
διατυπώσουμε ἀφήνοντας τήν ἀποτίμησή τους στήν κρίση τοῦ
λαοῦ μας, τήν ὀρθότητα τῆς ὁποίας ἀναγνωρίζουμε καί, ἐκ τῶν
προτέρων, ἀποδεχόμεθα. |
Τό 1453 ἡ
Κωνσταντινούπολη –ἡ Βασιλεύουσα Πόλις τῆς Ρωμαϊκῆς
Αὐτοκρατορίας– ἔπεσε στά χέρια τῶν Ὀθωμανῶν. Ἡ ἅλωσή της
ὑπῆρξε ἕνα τρομερό ἱστορικό γεγονός, πού σφράγισε
ἀνεξίτηλα τήν ἱστορική πορεία τῆς Ρωμιοσύνης. Ὁ
ἀπαράκλητος θρῆνος τοῦ γένους μας γιά τήν καταστροφή τῆς
ἔνδοξης αὐτοκρατορίας του, πού μεγαλούργησε πολιτικά καί
πολιτιστικά γιά περισσότερο ἀπό 15 αἰῶνες, καταγράφηκε
στή δημοτική ποίηση τῆς ἐποχῆς: «...Ἡ Ρωμανία ἐπεσεν, ἡ
Ρωμανία πάρθεν...». Μαζί, ὅμως, μέ τό θρῆνο τῆς καταστροφῆς
καταγράφηκε στή δημοτική μας ποίηση καί ἡ ἐλπίδα τῆς
ἀνάστασης τοῦ γένους μας, ἡ ἐλπίδα πού ἄναψε στίς καρδιές τῶν
ὑπόδουλων Ρωμιῶν μέσα ἀπό τίς στάχτες τῆς ὁλοκληρωτικῆς
τους καταστροφῆς: «...Σώπασε Κυρά-Δέσποινα, καί μήν πολυδακρύζεις, πάλι μέ χρόνια μέ καιρούς, πάλι δικά μας θά ΄ναί...». |
Τά «χρόνια», ὅμως, καί
οἱ «καιροί» ἀργοῦσαν νά ἔρθουν. Μέχρι τότε τό γένος μας ἔπρεπε
νά ἐπιβιώσει μέσα σέ ἱστορικά δύσκολες συνθῆκες. Ἀπό τή
μία μεριά κινδύνευε νά ἀφομοιωθεῖ ἐθνικά, θρησκευτικά, καί
πολιτιστικά ἀπό τόν κατακτητή του, ἐνῶ, ἀπό τήν ἄλλη μεριά
ἔπρεπε νά ἀντιμετωπίσει τόν κίνδυνο τοῦ ἀναλφαβητισμοῦ,
πού ἀπό μόνος του ἦταν ἱκανός νά τό ὁδηγήσει σέ τέλειο
ἀφανισμό. Στά δύσκολα αὐτά, ἀπό κάθε ἄποψη, χρόνια ἡ
Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἦταν ἡ μόνη δύναμη πού μποροῦσε νά
ἀναλάβει τό βαρύ χρέος τῆς ἐθνικῆς, θρησκευτικῆς καί
πολιτιστικῆς ἐπιβίωσης τοῦ γένους μας. Ἡ πρόνοια, μάλιστα,
τοῦ Θεοῦ φρόντισε ὥστε νά παραχωρήσει ἡ ἴδια ἡ Ὀθωμανική
ἐξουσία στήν Ἐκκλησία τή διοίκηση τοῦ ὑπόδουλου γένους τῶν
Ρωμιῶν, ὀργανώνοντας τό λαό μας ὡς ἕνα ἀνεξάρτητο καί
ἐπίσημα ἀναγνωρισμένο «θρησκευτικό ἔθνος» (μιλιέτ), πού θά
ζοῦσε εἰρηνικά μέσα στήν ἐπικράτεια τῆς Ὀθωμανικῆς
Αὐτοκρατορίας μέ ἀρχηγό του τόν ἑκάστοτε Οἰκουμενικό
Πατριάρχη, στόν ὁποῖο οἱ Ὀθωμανοί παραχώρησαν τόν τίτλο τοῦ
«Μιλιέτ Μπασί» (= ἡ κεφαλή τοῦ ἔθνους), τοῦ ἀρχηγοῦ, δηλαδή,
τοῦ γένους τῶν Ρωμιῶν. Αὐτό τό σύστημα αὐτοδιοίκησης τῶν
ὑπόδουλων Ρωμιῶν, πού, γενικά, χαρακτηρίζεται ὡς
«Ἐθναρχία», σέ συνδυασμό μέ τήν πολιτική τους ὀργάνωση σέ
ἀνεξάρτητες καί αὐτοδιοικούμενες «κοινότητες»,
ἀποτέλεσε τό θεμέλιο λίθο, πάνω στόν ὁποῖο οἰκοδομήθηκε ἡ
ἐθνική, θρησκευτική καί πολιτιστική ἐπιβίωση τοῦ
ἑλληνισμοῦ κατά τήν περίοδο τῆς τουρκοκρατίας. Μέσα στό
εὐρύτερο πλαίσιο αὐτοῦ τοῦ ἱστορικοῦ ὁρίζοντα ἡ Ἐκκλησία
ἀνέλαβε καί τό ἔργο τῆς παιδείας τῶν ὑπόδουλων χριστιανῶν. |
Τόν πρῶτο μόλις χρόνο
μετά ἀπό τήν ἅλωση τῆς Πόλης ὁ πατριάρχης Γεννάδιος Σχολάριος
ἵδρυσε στήν Κωνσταντινούπολη τήν «Πατριαρχική Ἀκαδημία»,
πού ἔγινε εὐρύτερα γνωστή μέ τό ὄνομα «Ἡ Μεγάλη τοῦ Γένους
Σχολή», καί ὑπῆρξε ἡ μοναδική ἀνώτατη ἑλληνική σχολή τῶν
χρόνων τῆς τουρκοκρατίας, ἀπό τήν ὁποία ἀποφοίτησε πλῆθος
Ἑλλήνων λογίων καί ἐπιστημόνων, καθώς καί οἱ περισσότεροι
διδάσκαλοι πού στελέχωσαν τά ἑλληνικά σχολεῖα τῆς ἐποχῆς
ἐκείνης. Ἰδιαίτερα σημαντική, ἐπίσης, σέ ἐπίπεδο
κεντρικῆς διοίκησης ὑπῆρξε καί ἡ δημιουργία τοῦ πρώτου
ἑλληνικοῦ τυπογραφείου ἀπό τόν πατριάρχη Κύριλλο Λούκαρη,
πού λειτούργησε στήν Κωνσταντινούπολη ἀπό τό 1624.
Παράλληλα, ἡ Ἐκκλησία –μέ τή βοήθεια, φυσικά, καί τήν
οἰκονομική ὑποστήριξη τῶν «κοινοτήτων»– κατάφερε νά
ἐξασφαλίσει τήν ἄδεια τοῦ Ὀθωμανικοῦ κράτους γιά τήν ἵδρυση
ὀργανωμένων, αὐτοδιοικούμενων καί
αὐτοχρηματοδοτούμενων ἑλληνικῶν σχολείων στίς
μεγαλύτερες, τουλάχιστον, πόλεις τῆς Ὀθωμανικῆς
Αὐτοκρατορίας. |
Ἀξιοσημείωτη στό
θέμα τῆς ἵδρυσης σχολείων ὑπῆρξε καί ἡ τεράστια προσφορά τοῦ
Ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ (1714-1779), ὁ ὁποῖος παρακινοῦσε
συνεχῶς τούς ὑπόδουλους χριστιανούς, νά ἱδρύουν σχολεῖα σέ
κάθε πόλη καί χωριό. Ρωτοῦσε χαρακτηριστικά ὁ Πατροκοσμᾶς:
«...Ἔχετε σχολεῖον ἐδῶ εἰς τήν χώραν σας, νά διαβάζουν τά
παιδιά; – Δέν ἔχομεν, Ἅγιε τοῦ Θεοῦ. Νά μαζευθῆτε ὅλοι, νά
κάμετε ἕνα σχολεῖον καλόν, νά βάλετε καί ἐπιτρόπους, νά τό
κυβερνοῦν, νά βάνουν διδάσκαλον, νά μανθάνουν ὅλα τά παιδιά
γράμματα, πλούσια καί πτωχά. Διότι ἀπό τό σχολεῖον
μανθάνωμεν τί εἶναι Θεός, τί εἶναι Ἁγία Τριάς, τί εἶναι
παράδεισος, κόλασις, ἀρετή, κακία. Ἄν δέν ἦτο σχολεῖον, ποῦ
ἤθελα μάθει ἐγώ νά σᾶς διδάσκω;... Καλύτερον, ἀδελφέ μου,
νά ἔχης σχολεῖον ἑλληνικόν εἰς τήν χώραν σου, παρά νά ἔχης
βρύσες καί ποτάμια, καί ὡσάν τό παιδί σου μάθη γράμματα, τότε
λέγεται ἄνθρωπος...». Μέ τό κηρυκτικό του ἔργο ὁ
Πατροκοσμᾶς ἵδρυσε ἑκατοντάδες ἑλληνικά σχολεῖα καί
συνέβαλε καθοριστικά στή διατήρηση τῆς ἐθνικῆς μας
αὐτοσυνειδησίας, πληρώνοντας, τελικά, τήν προσφορά του μέ
τήν ἴδια του τή ζωή, ὅπως καί ὁ ἴδιος εἶχε προφητικά
ἀναγγείλει, λέγοντας: «...Ἐγώ, μέ τήν χάριν τοῦ Θεοῦ, μήτε
σακούλα ἔχω, μήτε κασέλα, μήτε σπίτι, μήτε ράσο ἄλλο ἀπό
αὐτό πού φοράω. Καί τό σκαμνί ὅπου ἔχω δέν εἶναι ἐδικόν μου,
διά λόγου σας τό ἔχω. Ἄλλοι τό λέγουν σκαμνί καί ἄλλοι θρόνον.
Δέν εἶναι καθώς τό λέγετε. Ἀμή θέλετε νά μάθετε τί εἶναι;
Εἶναι ὁ τάφος μου, καί ἐγώ εἶμαι μέσα ὁ νεκρός ὅπου σας ὁμιλῶ.
Ἐτοῦτος ὁ τάφος ἔχει τήν ἐξουσίαν νά διδάσκει βασιλεῖς καί
πατριάρχας, ἀρχιερεῖς καί ἱερεῖς, ἄνδρας καί γυναίκας, παιδιά
καί κορίτσια, νέους καί γέροντας, καί ὅλον τόν κόσμον...». |
Ἐνῶ, ὅμως, στίς
μεγάλες πόλεις ὑπῆρχε –ἔστω καί ὑπό ἀντίξοες συνθήκες– ἡ
δυνατότητα ἵδρυσης, ὀργάνωσης καί χρηματοδότησης
ἑλληνικῶν σχολείων, ὁ μεγαλύτερος ὄγκος τοῦ ἑλληνικοῦ
πληθυσμοῦ, πού κατοικοῦσε σέ ὀρεινές, ἄγονες, φτωχές καί
ἀπομονωμένες περιοχές, κινδύνευε νά βυθιστεῖ στό σκοτάδι
τοῦ ἀναλφαβητισμοῦ, ὁ ὁποῖος ἀποτελοῦσε τό προοίμιο τῆς
γλωσσικῆς του ἀφομοίωσης ἀπό τούς Ὀθωμανούς καί ὁδηγοῦσε μέ
μαθηματική ἀκρίβεια στήν ἐθνική, θρησκευτική καί
πολιτιστική του ἀφομοίωση. Ἐπειδή, λοιπόν, στίς
περιπτώσεις αὐτές ἦταν ἀδύνατη ἡ ἐξοικονόμηση τῶν
ἀναγκαίων χρηματικῶν πόρων γιά τήν ἵδρυση καί λειτουργία
ὀργανωμένων σχολείων, ἡ στοιχειώδης παιδεία τῶν ὑπόδουλων
Ρωμιῶν ἀνατέθηκε στούς ὀλιγογράμματους ἱερεῖς καί
μοναχούς τῶν περιοχῶν αὐτῶν. Ἔτσι, οἱ ταπεινοί καί, κατά
κανόνα, ὀλιγογράμματοι παπάδες καί καλόγεροι ὀργάνωναν
στά ὀρεινά καί ἀπομονωμένα ἑλληνικά χωριά ἀνεπίσημα
σχολεῖα, πού ἀναλάμβαναν τήν εὐθύνη νά διδάξουν στά παιδιά
τῶν ὑπόδουλων χριστιανῶν τή στοιχειώδη γραφή καί ἀνάγνωση
τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας, χρησιμοποιώντας ὡς γλωσσικά
ἐγχειρίδια τά λειτουργικά βιβλία τῆς Ἐκκλησίας, ἀφοῦ αὐτά
ἦταν τά μοναδικά βιβλία πού ὑπῆρχαν σέ αὐτές τίς ὀρεινές καί
ἀπομονωμένες περιοχές. Ἡ στοιχειώδης αὐτή διδασκαλία τῶν
ὑπόδουλων χριστιανῶν γινόταν, συνήθως, τό ἀπόγευμα καί τό
βράδυ, ἀφοῦ τίς πρωινές ὧρες τά παιδιά ἦταν ὑποχρεωμένα νά
ἐργάζονται στίς κτηνοτροφικές καί γεωργικές ἐργασίες τῆς
οἰκογένειάς τους καί ὄχι γιατί οἱ Ὀθωμανοί ἀγνοοῦσαν ἤ
ἀπαγόρευαν τή λειτουργία τῶν ἀνεπίσημων αὐτῶν σχολείων,
ὅπως λανθασμένα ὑποστηρίχθηκε παλαιότερα. Ἐπειδή τά
σχολεῖα αὐτά ἦταν ἀνεπίσημα, δέν χρειαζόταν ἡ ἔκδοση
εἰδικῆς ἄδειας τοῦ Ὀθωμανικοῦ κράτους γιά τήν ἵδρυση καί τή
λειτουργία τους. Παράλληλα, οἱ ἱερεῖς καί οἱ μοναχοί πού
δίδασκαν σέ αὐτά δέν χορηγοῦσαν στούς μαθητές τούς ἐπίσημα
ἀναγνωρισμένα σχολικά ἀπολυτήρια, ἀφοῦ ἡ ἐπιτυχία τοῦ
ἐκπαιδευτικοῦ τους ἔργου ἦταν δεδομένη, ἄν τά παιδιά
μάθαιναν τά γράμματα τοῦ ἑλληνικοῦ ἀλφάβητου, καθώς καί τή
στοιχειώδη ἑλληνική γραφή καί ἀνάγνωση. Ἐξ’ αἰτίας,
μάλιστα, τοῦ ἀνεπίσημου χαρακτήρα τους τά σχολεῖα αὐτά
μνημονεύονται, πράγματι, ἐλάχιστα στίς ἱστορικές πηγές καί
τά ὅσα γνωρίζουμε γιά αὐτά προέρχονται περισσότερο ἀπό τούς
θρύλους καί τίς λαϊκές δοξασίες τοῦ λαοῦ μας καί λιγότερο
ἀπό τίς μαρτυρίες τῆς ἐπίσημης ἱστορικῆς ἔρευνας. Τά
ἀνεπίσημα αὐτά σχολεῖα, πού ἔσωσαν ἕνα μεγάλο μέρος τοῦ
ὑπόδουλου ἑλληνικοῦ πληθυσμοῦ ἀπό τόν ἐξισλαμισμό, καί
συνέβαλαν καθοριστικά στήν ἐπιβίωση τοῦ ἑλληνισμοῦ στά
χρόνια της τουρκοκρατίας, ἔμειναν γνωστά στήν παράδοσή μας μέ
τό ὄνομα «τό κρυφό σχολειό». Φυσικά, μέ τό χαρακτηρισμό
αὐτό, κατά τή γνώμη μας, δηλώνεται ὁ ἀνεπίσημος χαρακτήρας
τῶν σχολείων αὐτῶν καί ὄχι ὁ μυστικός τρόπος τῆς λειτουργίας
τους. Ὁ ὄρος, δηλαδή, «το κρυφό σχολειό» δηλώνει τό ταπεινό, τό
ἀνεπίσημο σχολειό και ὄχι τό μυστικό ἤ τό ἀπαγορευμένο
σχολειό. |
Πράγματι, ἐλάχιστα
μνημονεύεται ἡ ὕπαρξη τοῦ «κρυφοῦ σχολειοῦ» στίς ἐπίσημες
ἱστορικές πηγές τῶν χρόνων τῆς τουρκοκρατίας. Αὐτό, ὅμως, δέν
σημαίνει, ὅτι τό «κρυφό σχολειό», ὅπως τό περιγράψαμε
προηγουμένως, δέν ὑπῆρξε ποτέ. Οἱ ἥρωες τοῦ «κρυφοῦ
σχολειοῦ» δέν ἦταν ἐπώνυμοι ἡγέτες, ἀλλά ἀνώνυμοι, ἁπλοί
καί ταπεινοί ἄνθρωποι, πού πέρασαν ὁλόκληρη τή ζωή τους μέσα
στήν ἀφάνεια καί τόν καθημερινό μόχθο τῆς ἐπιβίωσης. Ἦταν
ἁπλοί ἄνθρωποι, πού δέν κατεῖχαν θέσεις ἐξουσίας, δέν
διαμόρφωσαν μέ τίς πράξεις καί τίς ἀποφάσεις τους τήν
ἱστορική πορεία τῆς ἐποχῆς τους, δέν ἄφησαν πουθενά κανένα
ἐπίσημο γραπτό κείμενό τους, δέν κατέγραψαν οὔτε τό μικρό
ὄνομά τους. Γι’ αὐτό, καί οἱ ἱστορικές πηγές δέν εἶχαν κανένα
λόγο νά ἀσχοληθοῦν μαζί τους, ὅπως, ἄλλωστε, δέν ἀσχολήθηκαν
ποτέ μέ τήν καταγραφή τῶν ἔργων καί τῶν ὀνομάτων ὅλων
ἐκείνων τῶν ἀνώνυμων ἀγωνιστῶν πού πλήρωσαν μέ τή ζωή ἤ μέ τή
σωματική τους ἀκεραιότητα τόν ἀγώνα τῆς ἀποτίναξης τοῦ
τουρκικοῦ ζυγοῦ. Τό ἔργο, ὅμως, τῶν ἄγνωστων ἀγωνιστῶν
τοῦ «κρυφοῦ σχολειοῦ» μνημονεύεται μέσα στούς θρύλους καί τίς
δοξασίες τοῦ λαοῦ μας, στούς ὁποίους διασώζεται ἡ
αὐθεντικότερη, ἴσως, ἔκφραση τῆς ἱστορικῆς μνήμης, τῆς
ἱστορικῆς μνήμης πού δέν ὑπόκειται σέ ἰδεολογικές
προκαταλήψεις καί ἰδιοτελεῖς σκοπιμότητες, τῆς ἱστορικῆς
μνήμης πού εἶναι πάντα ἀληθινή, γιατί ἀποτελεῖ τήν ἱστορική
ἔκφραση τῆς λαϊκῆς μας συνείδησης. Ναί, σέ αὐτή τήν
αὐθεντική λαϊκή ἱστορική μνήμη μαρτυρεῖται τό ἔργο τῶν
ταπεινῶν καί ὀλιγογράμματων ἀγωνιστῶν τοῦ «κρυφοῦ
σχολειοῦ», τά ὀνόματα τῶν ὁποίων εἶναι ἄγνωστα στούς
ἀνθρώπους, ἀλλά γνωστά στό Θεό, τά ὀνόματα τῶν ὁποίων δέν
εἶναι γραμμένα στά βιβλία τῆς ἱστορίας, ἀλλά στό βιβλίο τῆς
ἀληθινῆς ζωῆς, μαζί μέ τά ἑκατομμύρια ὀνόματα τῶν ἄγνωστων
μαρτύρων καί ὁσίων τῆς πίστης μας, μαζί μέ τά ὀνόματα ὅλων
αὐτῶν, πού θυσιάστηκαν, γιά νά εἴμαστε ἐμεῖς σήμερα
ἐλεύθεροι. |
Ὁλοκληρώνοντας τό
λόγο μας, θά ἔπρεπε, ἴσως, νά ἀναφερθοῦμε –ἔστω καί
συνοπτικά– στόν κοινωνικό χαρακτήρα τῆς ἑλληνικῆς παιδείας
κατά τήν περίοδο τῆς τουρκοκρατίας. Εἴδαμε, γιά
παράδειγμα, προηγουμένως στίς διδαχές τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ
Αἰτωλοῦ νά τονίζεται ἰδιαίτερα ὅτι τά ἑλληνικά σχολεῖα
πρέπει νά ἱδρύονται καί νά συντηροῦνται ἀπό τήν κοινότητα,
ὥστε νά προσφέρουν τά ἀγαθά τῆς παιδείας σέ ὅλους
ἀνεξαιρέτως τούς ἀνθρώπους, καί, ἔτσι, «...νά μανθάνουν ὅλα
τά παιδιά γράμματα, πλούσια καί πτωχά...». Εἶναι φανερό ὅτι ἡ
παράδοση τοῦ ἑλληνισμοῦ ἀντιλαμβάνεται τήν παιδεία ὡς ἕνα
κοινωνικό ἀγαθό, τή διαχείριση τοῦ ὁποίου πρέπει, νά ἔχει ἡ
κοινότητα καί ὄχι κάποια ἀνεξάρτητα ἤ ἀποκομμένα ἀπό τό
συλλογικό σῶμα τῆς κοινότητας πρόσωπα. Συνεπῶς, τό πρωτεῦον
στήν ὀργάνωση καί τή λειτουργία τῆς παιδείας, σύμφωνα μέ τήν
παράδοσή μας, πρέπει νά εἶναι ἡ ἐξασφάλιση τοῦ κοινωνικοῦ
της χαρακτήρα, ὁ ὁποῖος ἐγγυᾶται τήν ὁλοκληρωμένη
ἀνάπτυξη τῆς προσωπικότητας τοῦ ἀνθρώπου καί τήν προσφορά
ἴσων εὐκαιριῶν σέ ὅλους. |
Μία παιδεία πού δέν
ἐλέγχεται ἀπό τήν κοινότητα, ἀλλά ἀπό κάποια οἰκονομική καί
κοινωνική ὀλιγαρχία, δέν μπορεῖ νά εἶναι ἑλληνική
παιδεία. Μία παιδεία πού δέν παρέχεται ἐξίσου σέ ὅλα τά μέλη
τῆς κοινότητας, ἀλλά προορίζεται μόνο γιά τούς πλούσιους ἤ
γιά τούς διανοητικά ἰσχυρούς, δέν μπορεῖ νά εἶναι ἑλληνική
παιδεία. Μία παιδεία πού δέν ὑπηρετεῖ τήν ἀπελευθέρωση τοῦ
ἀνθρώπου ἀπό τήν ἄγνοια καί τή συγκρότησή του σέ
ὁλοκληρωμένη προσωπικότητα, ἀλλά τή δημιουργία
τυποποιημένων ἀνθρώπων, πού εἶναι σχεδιασμένοι, γιά νά
λειτουργοῦν ὡς ἔμψυχα γρανάζια μιᾶς μηχανῆς, δέν μπορεῖ νά
εἶναι ἑλληνική παιδεία. Σέ τελική ἀνάλυση, ἡ
παιδεία πού δέν σέβεται καί δέν ἀναδεικνύει τήν εἰκόνα τοῦ
Θεοῦ στόν ἄνθρωπο, δέν μπορεῖ νά εἶναι ἑλληνική παιδεία. |
Ἄς ἐλπίσουμε, ὅτι τό
γένος μας δέν θά λησμονήσει ποτέ τήν τεράστια προσφορά τῆς
Ἐκκλησίας στή διατήρηση τῆς ἐθνικῆς καί πολιτιστικῆς μας
ταυτότητας στά δύσκολα καί σκοτεινά χρόνια τῆς τουρκοκρατίας. |