Ὀρθόδοξη καί δυτική θεολογία
Εἰσήγηση στό Ἱερατικό Συνέδριο τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως τοῦ Πατριαρχείου Ἀντιοχείας στήν Ἀμερική (Ἰούλιος 2016)
*
Ὅταν καλοῦμαι νά ὁμιλήσω σέ Κληρικούς
πού ἀσκοῡν τήν ποιμαντική διακονία συνήθως τονίζω ὅτι ἡ θεολογία εἶναι
ποιμαντική καί ἡ ποιμαντική εἶναι θεολογία. Ὅταν κανείς θέλη νά ποιμάνη
ἕνα συγκεκριμένο ποίμνιο, καί ὅταν ποιμαίνη τούς ἀνθρώπους, τότε
ἀναγκαστικά πρέπει νά θεολογῆ.
Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ θεολογία, κατά τόν π. Ἰωάννη Ρωμανίδη, εἶναι τό νά διακρίνη κανείς τό κτιστό ἀπό τό ἄκτιστο. Οἱ ἐμπειρικοί θεολόγοι, πού εἶναι οἱ θεόπτες, ἔχουν δεχθῆ τήν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ καί γι’ αὐτό κάνουν τήν διάκριση μεταξύ κτιστοῦ καί ἀκτίστου, καταλαβαίνουν πολύ καλά ὅτι τό Φῶς τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄκτιστο καί ὅλα τά ἄλλα δημιουργήματα τοῦ Θεοῦ, καί φυσικά τό φῶς τοῦ ἡλίου, εἶναι κτιστά. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος πηγαίνοντας στήν Δαμασκό, ὁμολογεῖ ὅτι τόν περιέλαψε ἕνα φῶς πού ἦταν «ὑπέρ τήν λαμπρότητα τοῦ ἡλίου» (Πρ. κστ΄, 13), ἀφοῦ ἦταν μεσημέρι καί τότε ἔβλεπε δύο φῶτα, τό κτιστό φῶς μέ τούς ὀφθαλμούς τοῦ σώματος καί τό ἄκτιστο φῶς μέ τούς ὀφθαλμούς τῆς ψυχῆς, πού εἶναι ὁ νοῦς.
Οἱ ἅγιοι ἐπειδή ἀπό τήν ἐμπειρία τους καταλαβαίνουν ὅτι δέν ὑπάρχει καμμιά ὁμοιότητα μεταξύ ἀκτίστου καί κτιστοῦ, γι’ αὐτό καί γνωρίζουν ἀπό τήν πεῖρα τούς ὅτι ὑπάρχει διαφορά μεταξύ ἀκτίστου καί κτιστῆς ἐνεργείας, καί κατ’ ἐπέκταση γνωρίζουν ἀσφαλῶς πότε μιά ἐνέργεια προέρχεται ἀπό τόν Θεό, πότε ἀπό τά κτίσματα καί πότε ἀπό τόν διάβολο. Μέ αὐτόν τόν τρόπο καθοδηγοῦν τά πνευματικά τους παιδιά καί στήν πραγματικότητα αὐτή εἶναι ἡ ποιμαντική διακονία τῶν ἀνθρώπων. Ἔτσι ἰσχυριζόμαστε ὅτι ἀληθινή θεολογία εἶναι ἡ διάκριση μεταξύ ἀκτίστων καί κτιστῶν ἐνεργειῶν καί θεολόγος εἶναι αὐτός πού διακρίνει «τά πνεύματα εἰ ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐστιν» (Α΄ Ἰω. δ΄, 1).
Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ θεολογία, κατά τόν π. Ἰωάννη Ρωμανίδη, εἶναι τό νά διακρίνη κανείς τό κτιστό ἀπό τό ἄκτιστο. Οἱ ἐμπειρικοί θεολόγοι, πού εἶναι οἱ θεόπτες, ἔχουν δεχθῆ τήν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ καί γι’ αὐτό κάνουν τήν διάκριση μεταξύ κτιστοῦ καί ἀκτίστου, καταλαβαίνουν πολύ καλά ὅτι τό Φῶς τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄκτιστο καί ὅλα τά ἄλλα δημιουργήματα τοῦ Θεοῦ, καί φυσικά τό φῶς τοῦ ἡλίου, εἶναι κτιστά. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος πηγαίνοντας στήν Δαμασκό, ὁμολογεῖ ὅτι τόν περιέλαψε ἕνα φῶς πού ἦταν «ὑπέρ τήν λαμπρότητα τοῦ ἡλίου» (Πρ. κστ΄, 13), ἀφοῦ ἦταν μεσημέρι καί τότε ἔβλεπε δύο φῶτα, τό κτιστό φῶς μέ τούς ὀφθαλμούς τοῦ σώματος καί τό ἄκτιστο φῶς μέ τούς ὀφθαλμούς τῆς ψυχῆς, πού εἶναι ὁ νοῦς.
Οἱ ἅγιοι ἐπειδή ἀπό τήν ἐμπειρία τους καταλαβαίνουν ὅτι δέν ὑπάρχει καμμιά ὁμοιότητα μεταξύ ἀκτίστου καί κτιστοῦ, γι’ αὐτό καί γνωρίζουν ἀπό τήν πεῖρα τούς ὅτι ὑπάρχει διαφορά μεταξύ ἀκτίστου καί κτιστῆς ἐνεργείας, καί κατ’ ἐπέκταση γνωρίζουν ἀσφαλῶς πότε μιά ἐνέργεια προέρχεται ἀπό τόν Θεό, πότε ἀπό τά κτίσματα καί πότε ἀπό τόν διάβολο. Μέ αὐτόν τόν τρόπο καθοδηγοῦν τά πνευματικά τους παιδιά καί στήν πραγματικότητα αὐτή εἶναι ἡ ποιμαντική διακονία τῶν ἀνθρώπων. Ἔτσι ἰσχυριζόμαστε ὅτι ἀληθινή θεολογία εἶναι ἡ διάκριση μεταξύ ἀκτίστων καί κτιστῶν ἐνεργειῶν καί θεολόγος εἶναι αὐτός πού διακρίνει «τά πνεύματα εἰ ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐστιν» (Α΄ Ἰω. δ΄, 1).