Τρίτη 24 Οκτωβρίου 2017

Μητροπολίτου Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου: Ὀρθόδοξη καί δυτική θεολογία



Ὀρθόδοξη καί δυτική θεολογία
Εἰσήγηση στό Ἱερατικό Συνέδριο τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως τοῦ Πατριαρχείου Ἀντιοχείας στήν Ἀμερική (Ἰούλιος 2016)
*
Ὅταν καλοῦμαι νά ὁμιλήσω σέ Κληρικούς πού ἀσκοῡν τήν ποιμαντική διακονία συνήθως τονίζω ὅτι ἡ θεολογία εἶναι ποιμαντική καί ἡ ποιμαντική εἶναι θεολογία. Ὅταν κανείς θέλη νά ποιμάνη ἕνα συγκεκριμένο ποίμνιο, καί ὅταν ποιμαίνη τούς ἀνθρώπους, τότε ἀναγκαστικά πρέπει νά θεολογῆ.

Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ θεολογία, κατά τόν π. Ἰωάννη Ρωμανίδη, εἶναι τό νά διακρίνη κανείς τό κτιστό ἀπό τό ἄκτιστο. Οἱ ἐμπειρικοί θεολόγοι, πού εἶναι οἱ θεόπτες, ἔχουν δεχθῆ τήν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ καί γι’ αὐτό κάνουν τήν διάκριση μεταξύ κτιστοῦ καί ἀκτίστου, καταλαβαίνουν πολύ καλά ὅτι τό Φῶς τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄκτιστο καί ὅλα τά ἄλλα δημιουργήματα τοῦ Θεοῦ, καί φυσικά τό φῶς τοῦ ἡλίου, εἶναι κτιστά. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος πηγαίνοντας στήν Δαμασκό, ὁμολογεῖ ὅτι τόν περιέλαψε ἕνα φῶς πού ἦταν «ὑπέρ τήν λαμπρότητα τοῦ ἡλίου» (Πρ. κστ΄, 13), ἀφοῦ ἦταν μεσημέρι καί τότε ἔβλεπε δύο φῶτα, τό κτιστό φῶς μέ τούς ὀφθαλμούς τοῦ σώματος καί τό ἄκτιστο φῶς μέ τούς ὀφθαλμούς τῆς ψυχῆς, πού εἶναι ὁ νοῦς.

Οἱ ἅγιοι ἐπειδή ἀπό τήν ἐμπειρία τους καταλαβαίνουν ὅτι δέν ὑπάρχει καμμιά ὁμοιότητα μεταξύ ἀκτίστου καί κτιστοῦ, γι’ αὐτό καί γνωρίζουν ἀπό τήν πεῖρα τούς ὅτι ὑπάρχει διαφορά μεταξύ ἀκτίστου καί κτιστῆς ἐνεργείας, καί κατ’ ἐπέκταση γνωρίζουν ἀσφαλῶς πότε μιά ἐνέργεια προέρχεται ἀπό τόν Θεό, πότε ἀπό τά κτίσματα καί πότε ἀπό τόν διάβολο. Μέ αὐτόν τόν τρόπο καθοδηγοῦν τά πνευματικά τους παιδιά καί στήν πραγματικότητα αὐτή εἶναι ἡ ποιμαντική διακονία τῶν ἀνθρώπων. Ἔτσι ἰσχυριζόμαστε ὅτι ἀληθινή θεολογία εἶναι ἡ διάκριση μεταξύ ἀκτίστων καί κτιστῶν ἐνεργειῶν καί θεολόγος εἶναι αὐτός πού διακρίνει «τά πνεύματα εἰ ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐστιν» (Α΄ Ἰω. δ΄, 1).

Τελικά θέλουμε κάτι από τον Χριστό ή θέλουμε τον ίδιο τον Χριστό;


Μητροπολίτη Anthony Bloom

Ο Θεός είναι διατεθειμένος να μείνη τελείως έξω από την ζωή μας, είναι έτοιμος να το σηκώση αυτό σαν ένα σταυρό, αλλά δεν είναι καθόλου διατεθειμένος να γίνη απλώς ένα μέρος της ζωής μας.

Έτσι όταν σκεπτόμαστε την απουσία του Θεού, δεν αξίζει να ερωτήσουμε τον εαυτό μας: ποιος φταίει γι’ αυτό;

Πάντοτε αποδίδουμε την ενοχή στον Θεό, πάντοτε κατηγορούμε Εκείνον, είτε κατ’ ευθείαν, είτε μπροστά στους ανθρώπους, ότι είναι απών, ότι ποτέ δεν είναι παρών όταν Τον χρειαζόμαστε, ποτέ δεν ανταποκρίνεται οσάκις καταφεύγουμε σ’ Αυτόν.

Είναι στιγμές που είμαστε περισσότερο «ευσεβείς» και λέμε ευλαβικά: «ο Θεός δοκιμάζει την υπομονή μου, την πίστη μου, την ταπείνωσί μου». Βρίσκομε ένα σωρό τρόπους για να μεταβάλουμε την εναντίον μας κρίσι του Θεού σε έπαινό μας. Είμαστε τόσο υπομονετικοί ώστε μπορούμε να υποφέρουμε ακόμα και τον Θεό!

Όταν πάμε να προσευχηθούμε όλες τις φορές θέλουμε ΚΑΤΙ από Εκείνον και καθόλου ΕΚΕΙΝΟΝ. Μπορεί αυτό να λεχθεί σχέση; Συμπεριφερόμαστε με τον τρόπο αυτόν στους φίλους μας; Αποβλέπουμε κυρίως σ’ αυτό που η φιλία μπορεί να μας δώση ή αγαπάμε τον φίλο; Συμβαίνει το ίδιο στις σχέσεις μας με τον Θεό;