Ἡ λέξις νηστεία-ἀπό τό: νη+ἐσθίω (δέν τρώω)-σημαίνει, κατ' ἀκρίβεια, τέλεια ἀποχή ἀπό τήν τροφή. Στήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας μας ἡ νηστεία εἶναι μία ἐντολή, κατά τήν ὁποία ὁ χριστιανός καλεῖται νά ἀπέχει ἀπό κάποιοες τροφές, κυρίως τίς ζωικές, σέ ὡρισμένες ἡμέρες καί περιόδους (Τετάρες, Παρασκευές, Σαρακοστές κλπ.).
Ἡ νηστεία δέν εἶναι μία ἀνθρώπινη ἐπινόηση, ἀλλά ἐντολή τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ. Εἶναι μάλιστα ἡ ἀρχαιότερη ἐντολή, ἀφοῦ δόθηκε στούς πρωτοπλάστους, στόν Παράδεισο: "...Ἀπό τό δένδρο τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ δέν θά φᾶτε" (Γέν. 2, 17). Δόθηκε σάν ἄσκηση, γιά νά δοκιμαστεῖ ἡ ὑπακοή καί ἡ ἐμπιστοσύνη τους στόν Δημιουργό τους.
Ἔκτοτε ἡ νηστεία ἐφαρμόζεται ὡς μέσο καθάρσεως καί πρετοιμασίας πρίν ἀπό μιά μεγάλη ἀποστολή.