Στη
Σκήτη των Καυσοκαλυβίων, στην Καλύβα «Ευαγγελισμός της Θεοτόκου»
ασκήτευε ό Γέροντας Αγάπιος Μοναχός με τη συνοδεία του, το Μοναχό
Πηγάσιο, πού περνούσαν πολύ φτωχικά και στερημένα.
Κατά το έτος 1935 - 6, ό υποτακτικός Πηγάσιος, θύμισε στον Γέροντα
του Αγάπιο, πώς καλά θα ήταν, άμα τελειώσει την άλλη μέρα το πρωί ή
προσευχή της Ακολουθίας, να γυρίσει με ένα γράμμα, της Κυριάρχου Μονής
Μεγίστης Λαύρας, πού το λένε «Απανταχούσα» στα άλλα Καλύβια της Σκήτης
για να μαζέψει ελεημοσύνες και οικονομική ενίσχυση να μπορέσουν να
διορθώσουν το Καλύβι τους πού ήταν ερειπωμένο.
Ό Γέρο - Αγάπιος βρήκε καλή τη γνώμη του υποτακτικού του, κι
ετοιμάστηκε να φύγει, αφού τελείωσε ή Ακολουθία του Όρθρου. Ό αδελφός
Πηγάσιος θα συνέχιζε την προσευχή, με την ανάγνωση των Ωρών, των
Τυπικών, της Παρακλήσεως και λοιπής Ακολουθίας αφού τελείωσε την πρώτη,
τρίτη και έκτη Ώρα, ό αδελφός Πηγάσιος του φάνηκε πώς κινιόταν μια σκιά
μέσα στο ιερό, ή οποία πολλές φορές κοιτούσε προς το αναλόγιο. Πρόσεξε
λίγο και του φάνηκε πώς ήταν ό Γέροντας του, προς τον όποιο είπε ό
Πηγάσιος: