(Αγ. Νικόλαος Βελιμίροβιτς)
Εὐλόγησε τούς ἐχθρούς μου, Κύριε! Ἀκόμη κι ἐγώ τούς εὐλογῶ καί δέν τούς καταριέμαι.
Οἱ ἐχθροί μέ ἔχουν ὁδηγήσει στήν ἀγκάλη Σου περισσότερο ἀπ’ ὅ,τι οἱ
φίλοι μου. Οἱ φίλοι μου μέ ἔχουν προσδέσει στή γῆ, ἐνῶ οἱ ἐχθροί μέ
ἔχουν λύσει ἀπό τή γῆ καί ἔχουν συντρίψει ὅλες τίς φιλοδοξίες μου στόν
κόσμο.
Οἱ ἐχθροί μέ ἔχουν ἀποξενώσει ἀπό τίς ἐγκόσμιες πραγματικότητες καί μέ
ἔκαναν ξένο καί ἀπισυσχετισμένον ἀπό τή ζωή τοῦ κόσμου. Ὅπως ἀκριβῶς ἕνα
κυνηγημένο ζῶο βρίσκει πιό ἀσφαλές καταφύγιο ἀπό ἕνα ἄλλο πού ζῆ στήν
ἡσυχία, ἔτσι κι ἐγώ. Καταδιωγμένος ἀπό τούς ἐχθρούς, ἔχω ἀνακαλύψει τό
ἀσφαλέστερο καταφύγιο καί προφυλάσσομαι κάτω ἀπό «τή σκιά τῶν πτερύγων
Σου», ὅπου οὔτε φίλοι οὔτε ἐχθροί μποροῦν νά ἀπωλέσουν τήν ψυχήν μου.
Εὐλόγησε τούς ἐχθρούς μου, Κύριε! Ἀκόμα καί ἐγώ τούς εὐλογῶ καί δέν τούς καταριέμαι.
Αὐτοί μᾶλλον, παρά ἐγώ, ἔχουν ὁμολογήσει τίς ἁμαρτίες μου ἐνώπιον τοῦ
κόσμου. Αὐτοί μαστίγωναν κάθε φορά πού ἐγώ δίσταζα νά τιμωρήσω τόν
ἑαυτόν μου. Μέ βασάνιζαν, κάθε φορά πού ἐγώ προσπαθοῦσα νά ἀποφύγω τά
βάσανα. Αὐτοί μέ ἐπέπληταν, κάθε φορά πού ἐγώ κολάκευα τόν ἑαυτόν μου.
Αὐτοί μέ κτυποῦσαν κάθε φορά πού ἐγώ εἶχα παραφουσκώσει ἀπό τήν
ἀλαζονεία.
Εὐλόγησε τούς ἐχθρούς μου, Κύριε. ‘Ακόμη καί ἐγώ τούς εὐλογῶ καί δέν τούς καταριέμαι.
Κάθε φορά πού εἶχα κάνει τόν ἑαυτόν μου σοφό, αὐτοί μέ ἀποκάλεσαν
ἀνόητο. Κάθε φορά πού εἶχα κάνει τόν ἑαυτόν μου δυνατό, αὐτοί μέ
περιγέλασαν σάν νά εἴμουνα νάνος. Κάθε φορά πού θέλησα νά καθοδηγήσω
ἄλλους, οἱ ἐχθροί μέ ἔσπρωξαν στό περιθώριο. Κάθε φορά πού ἔσπευδα νά
πλουτίσω, αὐτοί μέ ἐμπόδισαν μέ σιδερένια χέρια. Κάθε φορά πού εἶχα
σκεφθεῖ ὅτι θά κοιμόμουν πιά εἰρηνικά, αὐτοί ἄγρια μέ ξύπνησαν. Κάθε
φορά πού προσπάθησα νά κτίσω ἑνα σπίτι γιά νά ζήσω ἐκεῖ χρόνια πολλά καί
εἰρηνικά, αὐτοί τό κατεδάφισαν καί μέ ἔβγαλαν ἔξω.