«Στου Κιλκίς την ολόμαυρη ράχη
περπατώντας η Δόξα μονάχη
μελετά τα λαμπρά παλληκάρια
και στην κόμη στεφάνι φορεί
γινωμένο απ’ ολίγα χορτάρια
πού ‘χαν μείνη στην έρημη γη».
Διαβάζω
από το βιβλίο “Αθάνατη Ελλάς” του Δ Καλλιμάχου, αυτόπτου μάρτυρος και
“εθελοντού ιεροκήρυκος της Ε’ Μεραρχίας”, για την ένδοξη μάχη του
Κιλκίς: ” Εκεί προς τα χαρακώματα ένας φαντάρος μας βαρέως πληγωμένος, ο
οποίος μετ’ ολίγον δεν θα διέφευγε το μοιραίον, από τας φλόγας των
καιομένων σπαρτών που ολονέν τον επλησίαζαν, λέγει προς τον συνάδελφόν
του που επήγε να τον βοηθήση:
-Άφησέ με,
δεν θέλω τίποτε. Εγώ τώρα θα λέγω νυν απολύεις…απάνω τους. Επάνω τους,
συ πάρε μόνον τις μπαλάσκες μου και ρίξε και τις δικές μου σφαίρες για
μνημόσυνο. Να, και το παγούρι μου, έχει λιγάκι νερό να δροσίσεις το
λαρύγγι σου και το φλογισμένο λιανοντούφεκό σου. Χτυπάτε τους…. και
έπεσε…”. (Σελ. 61).
Η μάχη του Κιλκίς
διεξήχθη από τις 19 έως τις 21 Ιουνίου του 1913. Το πεδίον της μάχης,
τα σιταροχώραφα του Κιλκίς, είχαν πιάσει φωτιά από τα πυρά και τις
οβίδες. Οι βαριά τραυματισμένοι πολεμιστές, δεν πέθαιναν από τα
τραύματα. Όχι. Καίγονταν ζωντανοί. Σώμα τραυματιοφορέων δεν υπήρχε.
Φώτιζαν με το πληγωμένο κορμί τους την ιστορία και φώναζαν: “Χαλάλι για
την Πατρίδα”. 10.000 νεκροί αξιωματικοί και στρατιώτες, για τόσους μιλά ο
Δημ. Καλλίμαχος κατά την τριήμερο εποποϊα του Κιλκίς -Λαχανά. Και
βρέθηκαν χέρια προδοτών που μετά από εκατό χρόνια ξεπούλησαν με τον
μελάνι μιας υπογραφής, αυτό της καρδιάς το πύρωμα και το αίμα του ανθού
του Γένους μας. “Βόρεια Μακεδονία”, το γράφω και “καπνίζουν τα μάτια μου
από οργή”. Το ακούω από τους πρώην και νυν νεκροθάφτες της Μακεδονίας
μας και όλο το δημοσιογραφικό κηφηναριό που τους δορυφορεί και
καταθλίβομαι.