Ο άγιος Νικόλαος, το ευλογημένο όνομα τού οποίου φέρω, αποδεικνύεται και
προστάτης τής δικής μου οικογενείας. Γι' αυτό δύο μαρτυρίες θα αναφέρω
εδώ, μία τής γιαγιάς μου και μία τής μητέρας μου:
Η γιαγιά μου Θεοδότη Σεκερτζόγλου γεννήθηκε στην Ισπάρτα τής Μικράς
Ασίας και έμεινε εκεί ως την ανταλλαγή πληθυσμών το 1922, όταν ήλθε εδώ
στην Ελλάδα ως πρόσφυγας. Συχνά λοιπόν, μεταξύ άλλων θαυμάτων αγίων που
είχε βιώσει στην πατρίδα της, διηγόταν πώς όταν ήταν μικρή, μια μέρα που
έπαιζε κοντά στον τοπικό Ορθόδοξο Ναό, είδε να ανοίγει ο ουρανός πάνω
από τον Ναό, και να εμφανίζεται ο άγιος Νικόλαος, όπως τον έβλεπε στις
άγιες εικόνες. Έτρεξε και φώναξε τη μητέρα της, η οποία μέχρι να πάει
εκεί, το όραμα είχε τελειώσει.
Δεκαετίες αργότερα, η Στυλιανή Μαυρομάγουλου, μητέρα τού γράφοντος και
κόρη τής προαναφερθείσας Θεοδότης, κάπου στη δεκαετία τού 1950,
βρισκόταν στο κρεβάτι με nευρική aνορεξία, αποστεωμένη και ετοιμοθάνατη,
αδυνατώντας να φάει οτιδήποτε για τρεις μήνες. Και ζούσε μόνο από το
χαμομήλι που τής έβαζε η μητέρα της στο έντερο ως υποκλυσμό, επειδή
αγράμματη όπως ήταν η γιαγιά μου, δεν μπορούσε να καταλάβει ότι αφού δεν
έτρωγε η κόρη της, δεν ήταν δυνατόν και να ενεργηθεί! Αυτό όμως
αποδείχθηκε σωτήριο για τη μητέρα μου και τη συντήρησε χωρίς καθόλου
τροφή για τρεις μήνες.
Κάποια μέρα, και καθώς η μητέρα μου για πρώτη φορά ένιωσε πως πλησιάζει
το τέλος της, και αισθάνθηκε μέσα της "να σβήνει", και μη αντέχοντας
αυτό το αίσθημα, παραδόθηκε στον θάνατο με τη σκέψη: