ΣΗΜΕΡΑ, ἀγαπητοί μου, τὸ
εὐαγγέλιο διηγεῖται ἕνα θαῦμα. Μὰ ἐμεῖς, θὰ πῆτε, δὲν ἀκούσαμε θαῦμα.
Θαῦμα εἶνε ἕνας τυφλὸς νὰ δῇ τὸ φῶς, ἕνας κουφὸς νὰ ἀκούσῃ, ἕνας
παράλυτος νὰ περπατήσῃ, ἕνας νεκρὸς ν᾽ ἀναστηθῇ. Τέτοιο πρᾶγμα δὲ λέει
τὸ εὐαγγέλιο… Ἀλλ᾽ ἐγὼ ἐπιμένω· διηγεῖται θαῦμα ἀνώτερο ἀπὸ τὰ
θαύματα αὐτά. Ποιό εἶνε λοιπὸν τὸ θαῦμα;
* * *
Στὰ χρόνια τοῦ Χριστοῦ στὴν πόλι
Συχὰρ τῆς Σαμαρείας τῆς Παλαιστίνης ζοῦσε μιὰ γυναίκα. Ἡ ζωή της δὲν
ἦταν καλή. Ζοῦσε ἄτακτα. Εἶχε χωρίσει μὲ τὸν πρῶτο ἄντρα της καὶ πῆρε
δεύτερο, ἔπειτα χώρισε μὲ τὸ δεύτερο καὶ πῆρε τρίτο, χώρισε μὲ τὸν τρίτο
καὶ πῆρε τέταρτο, χώρισε καὶ μὲ τὸν τέταρτο καὶ πῆρε πέμπτο· τέλος
χώρισε καὶ μ᾽ αὐτὸν καὶ συζοῦσε μ᾽ ἕναν ἕκτο παρανόμως. Τί νὰ ποῦμε; Ἡ
γενεά μας δὲ μπορεῖ νὰ τὴν κατακρίνῃ· εἴμεθα κ᾽ ἐμεῖς σὲ μεγάλη
διαφθορά.
Παλαιότερα τὸ διαζύγιο ἦταν ἄγνωστο. Τώρα; ἀπ᾽ τὰ διαζύγια
ζοῦνε οἱ δικηγόροι κι ἀπ᾽ τὶς ἐκτρώσεις οἱ γιατροί. Ποῦ καταντήσαμε·
ἔφτειαξαν νέους νόμους, ποὺ κάνουν τὸ διαζύγιο ἀκόμα πιὸ εὔκολο. Εἶχε
πεῖ ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός· Θά ᾽ρθῃ μέρα ποὺ ὁ ἄντρας θ᾽ ἀλλάζῃ
γυναῖκα ὅπως ἀλλάζει πουκάμισο, καὶ ἡ γυναίκα θ᾽ ἀλλάζῃ ἄντρα ὅπως
ἀλλάζει φουστάνι. Ἐκεῖ φτάσαμε. Ἡ μοιχεία δὲν θεωρεῖται τίποτα.