Ο ΠΑΤΗΡ ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ
«Τῆς
διάβασε τήν εὐχή, ἡ ὁποία διήρκεσε πολλή ὥρα, ἐνῶ συγχρόνως σταύρωνε
τόν κακοήθη ὄγκο μέ δύναμη μεγάλη! Τόση μεγάλη, πού, ὅπου ἀκουμποῦσε ὁ
Σταυρός, ἄφηνε ἔντονο τό ἀποτύπωμά του! Τόση πίστη εἶχε γι’αὐτό πού
ἐδέετο, ὥστε δέν χωροῦσε καμμία ἀμφιβολία, ὅτι τό ἀποτέλεσμα θά ἦταν τό
ἀναμενόμενο.
Ὅταν
τελείωσε ἡ εὐχή, ὁ Παππούλης εἶχε λάβει τό μήνυμα. Γι’ αὐτό, τό ἅγιο
πρόσωπό του, ἔλαμπε ἀπό χαρά! Τό ἅγιο αἴτημά του, εἶχε, ἤδη,
ἱκανοποιηθεῖ! Ὁ Μεγάλος Θεός, πού τόσο πολύ πίστευε λάτρευε, προσκυνοῦσε
καί μέ τόση ἀφοσίωση ὑπηρετοῦσε δεκαετίες ὁλόκληρες, εἰσάκουσε τήν
θερμή προσευχή του καί ἔκανε τό μεγάλο θαῦμα. Ὁ καρκίνος νικήθηκε!
Ἀπό
ἐκείνη τή στιγμή ἡ καρκινοποθής εἶχε ἰαθεῖ! Ὁ παππούλης τήν κοίταξε στά
μάτια καί διέγνωσε ἀμέσως τήν διαφορά: Τό κλάμα εἶχε ἀντικατασταθεῖ μέ
τήν χαρά! Ἡ ἀπογοήτευση, μέ τήν ἐλπίδα. Ἡ σκυθωπότης, μέ το χαμόγελο! Ἡ
ἀρρώστεια, μέ τήν ὑγεία! Καί, τέλος, ὁ θάνατος, μέ τήν ΖΩΗ.
Ἀλήθεια, πόσο ὑπέροχα εἶναι τά ἀποτελέσματα τῆς Πίστεως!!!
- Καί ὁ κακοήθης ὄγκος, πού εἶχε μέγεθος αὐγοῦ, τί ἔγινε Παππούλη; Τόλμησα καί τόν ἐρώτησα, μόλις σταμάτησε τήν διήγησή του.
- Ἐσύ τί λές;
- Ἐγώ σᾶς ἐρώτησα…
- Ἔ, καί ἐγώ ρωτάω ἐσένα.
- Μά…
-
Τί ἤθελες νά γίνει; Μηδενίστηκε, ἐξαφανίστηκε, ἐξολοθρεύτηκε! Πῆγε ἀπό
ἐκεῖ πού ἦρθε… Σέ λίγες ἡμέρες δέν μποροῦσες νά ἐντοπίσεις τό σημεῖο πού
εὑρίσκετο»22.
Ἡ ἀγωνία, ἡ ἀνυπονομησία, οἱ ἀρνητικές σκέψεις γιά τόν συνάνθρωπο, ὅπως καί οἱ θετικές τόν ἐπηρρεάζουν.
«Ἐσύ
κάθεσαι τόσες ὧρες κλεισμένος μέσα στό αὐτοκίνητο καί κλαῖς τήν… μοίρα
σου καί μέ ἐνοχλεῖς συνέχεια καί δέν μέ ἀφήνεις νά κοιμηθῶ.
-
Πότε σᾶς ἐνόχλησα ἐγώ Παππούλη; Ἐγώ τόσες ὧρες δέν ἄνοιξα τό στόμα μου!
Οὔτε βγῆκα ἀπό τό αὐτοκίνητο. Τί εἶναι ὅλα αὐτά πού μοῦ λέτε σήμερα καί
μέ στενοχωρεῖτε; Δέν μοῦ φθάνουν οἱ τόσες ἄλλες στενοχώριες;
-Δέν
ξέρω τί λές ἐσύ. Ἐγώ ξέρω, ὅτι τόσες ὧρες μέ ἐνοχλοῦσες. Συνέχεια
ἔλεγες: Πότε θά ξυπνήσει; Ἀκόμη θά κοιμηθεῖ; Γιά ποιόν ὕπνο μιλᾶς; Μέ
ἄφησες ἐσύ νά κοιμηθῶ, ἔστω καί ἕνα λεπτό; Μέ ταλαιπώρησες, εὐλογημένε,
πολύ! Καί μή λές ὅτι σέ στενοχώρησα. Ἐμένα, ἐκεῖ πού καθόμουν, μοῦ ἦλθε
μία φώτιση ἀπό τόν Θεό νά ἔλθω νά σοῦ τό πῶ. Καί ἐπειδή ἦταν κλειδωμένη ἡ
πόρτα, ἀναγκάστηκα νά πηδήσω ἀπό τό παράθυρο, γιά νά ἔλθω νά σοῦ τά
ψάλλω. Δέν εἶχα τήν ὑπομονή, οὔτε νά περιμένω, νά ἔλθουν νά μοῦ
ἀνοίξουν! Γιατί ἔπρεπε νά σοῦ τά πῶ τώρα! Ἔτσι, μοῦ ἦλθε ἡ φώτιση. Μέ
στενοχώρησες πολύ! »23.
22 Ἀναργύρου Καλλιάτσου, Ὁ πατήρ Πορφύριος, ΣΤ΄ἔκδοσις, Ἐκδόσεις : Ἱεροῦ Ἡσυχαστηρίου, Ἡ Μεταμόρφωσις τοῦ Σωτῆρος, Ἀθῆναι 2005, σελ. 126-127.
23 Ἀναργύρου Καλλιάτσου, Ὁ πατήρ Πορφύριος, ΣΤ΄ἔκδοσις, Ἐκδόσεις : Ἱεροῦ Ἡσυχαστηρίου, Ἡ Μεταμόρφωσις τοῦ Σωτῆρος, Ἀθῆναι 2005, σελ. 145.
ΠΗΓΗ: Ἀναργύρου Καλλιάτσου, Ὁ πατήρ Πορφύριος, ΣΤ΄ἔκδοσις, Ἐκδόσεις : Ἱεροῦ Ἡσυχαστηρίου, Ἡ Μεταμόρφωσις τοῦ Σωτῆρος, Ἀθῆναι 2005