Ένα μοναχός, που ζούσε σε κοινοβιακό μοναστήρι, πολεμούνταν από τους λογισμούς αναχωρήσεως από το κοινόβιο.
Μία μέρα πήρε ένα χαρτί και κάθησε και έγραψε σ’ αυτό όλες τις αιτίες για τις οποίες οι λογισμοί του έλεγαν να φύγει.
Αφού τις απαρίθμησε όλες, από κάτω έγραψε και μία ερώτηση, που την απηύθυνε στον εαυτό του: «Τα υπομένεις όλα;».
Τέλος, σαν απάντηση στην ερώτηση αυτή έγραψε: «Εις το όνομα Ιησού Χριστού του Υιού του Θεού, ναι, θα τα υπομένω!». Κι αφού τύλιξε το χαρτί, το έδεσε στη ζώνη του.
Όταν λοιπόν κάποια από τις αιτίες εκείνες του ερχόταν στο μυαλό και τον ενοχλούσαν οι λογισμοί της αναχωρήσεως από το κοινόβιο, εκείνος έτρεχε, πήγαινε ιδιαιτέρως, έβγαζε το χαρτί από τη ζώνη του και το διάβαζε. Κι όταν έφθανε στη φράση «Εις το όνομα του Ιησού Χριστού του Υιού του Θεού θα υπομένω..», απευθυνόταν στον εαυτό του και έλεγε: «Πρόσεξε ταλαίπωρε, γιατί δεν συμφώνησες με άνθρωπο αλλά με τον Θεό», και αμέσως ησύχαζε. Έτσι έκανε ο μοναχός αυτό όσες φορές κάποια αιτία δημιουργούσε στην ψυχή του ταραχή, και παρέμενε ατάραχος.
Μία μέρα πήρε ένα χαρτί και κάθησε και έγραψε σ’ αυτό όλες τις αιτίες για τις οποίες οι λογισμοί του έλεγαν να φύγει.
Αφού τις απαρίθμησε όλες, από κάτω έγραψε και μία ερώτηση, που την απηύθυνε στον εαυτό του: «Τα υπομένεις όλα;».
Τέλος, σαν απάντηση στην ερώτηση αυτή έγραψε: «Εις το όνομα Ιησού Χριστού του Υιού του Θεού, ναι, θα τα υπομένω!». Κι αφού τύλιξε το χαρτί, το έδεσε στη ζώνη του.
Όταν λοιπόν κάποια από τις αιτίες εκείνες του ερχόταν στο μυαλό και τον ενοχλούσαν οι λογισμοί της αναχωρήσεως από το κοινόβιο, εκείνος έτρεχε, πήγαινε ιδιαιτέρως, έβγαζε το χαρτί από τη ζώνη του και το διάβαζε. Κι όταν έφθανε στη φράση «Εις το όνομα του Ιησού Χριστού του Υιού του Θεού θα υπομένω..», απευθυνόταν στον εαυτό του και έλεγε: «Πρόσεξε ταλαίπωρε, γιατί δεν συμφώνησες με άνθρωπο αλλά με τον Θεό», και αμέσως ησύχαζε. Έτσι έκανε ο μοναχός αυτό όσες φορές κάποια αιτία δημιουργούσε στην ψυχή του ταραχή, και παρέμενε ατάραχος.