ΑΕΙ ΠΑΡΘΕΝΟΣ Η
ΠΑΝΑΓΙΑ ΜΑΣ
του πρωτοπρεσβυτέρου π.
Βασίλειου Βολουδάκη
Ἡ
διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας µας εἶναι δόγµατα καί δόγµα
σηµαίνει: Ἀλήθεια,
Πραγµατικότητα. Αὐτό
πού δέν εἶναι ἀλλιῶς.
Πολλοί σκοντάφτουν στήν λέξη
«δόγµα» γιατί εἶναι
προκατειληµµένοι καί αὐτή ἡ προκατάληψη, ἀλλά καί ἡ προπαγάνδα πού τήν ὑποδαυλίζει, ἀχρηστεύουν τή λογική
καί ὠθοῦν τούς ἀνθρώπους νά
παραλογίζονται.
Ἄν σκεφθοῦµε ψύχραιµα θά
διαπιστώσουµε πώς κάθε ἀλήθεια,
κάθε πραγµατικότητα εἶναι δόγµα.
Δόγµα εἶναι πώς ἡγῆ εἶναι σφαιρική καί
περιστρέφεται. Δόγµα εἶναι
πώς ὁ καρκῖνος εἶναι ἀσθένεια. Δόγµα εἶναι πώς κάθε ἄνθρωπος ἔχει κεφάλι καί καρδιά.
Δόγµα εἶναι
πώς τό νερό ἀποτελεῖται ἀπό τά συστατικά Η2Ο.
Δόγµα εἶναι πώς ὁ Ἥλιος εἶναι µιά θερµή σφαίρα ἀερίων, πού ἐκπέµπει ἀκτινοβολία καί ἐκλύει ἐνέργεια. Καί πόσα ἄλλα ἐπιστηµονικά δόγµατα ὑπάρχουν...
Κάθε ἄνθρωπος, βεβαίως,
µπορεῖ νά ἀµφισβητήση ὅλα τά παραπάνω, ὅπως καί κάθε ἀποδεδειγµένη ἀπό τήν ἐπιστήµη πραγµατικότητα. Ὅµως αὐτός ὁ ἄνθρωπος θά χαρακτηρισθῆ –καί δικαίως– ἀµαθής, ἄσχετος ἤ καί φρενοβλαβής.
Ἀντιθέτως, στον χῶρο τῆς πίστεως, στον χῶρο τῶν ἀποδεδειγµένων
πνευµατικῶν
πραγµατικοτήτων, οἱ ἄνθρωποι τῆς προπαγάνδας δέν
δέχονται την ἴδια
λογική καί µάχονται
την Ἐκκλησία
µας γιατί... δογµατίζει!
Σε πεῖσµα τῶν παραλόγων ἡ Θεότητα εἶναι Τρία Πρόσωπα. Εἶναι, δεν ἀλλάζει! Ὁ Χριστός ἔχει δύο φύσεις: Θεία
και Ἀνθρώπινη.
Αὐτό
δεν συζητεῖται,
Εἶναι. Ἡ πραγµατικότητα δεν ἔχει ἐκδοχές, εἶναι µία! Ἔχει δικαίωµα ὁ ὁποιοσδήποτε να την ἀρνηθῆ ἀλλά για να µᾶς πείση πρέπει να µᾶς ἀποδείξη ὅτι ὑπάρχει, ἀντί γι’ αὐτήν, µια ἄλλη µοναδική
πραγµατικότητα, ὄχι ἄπειρες ἐκδοχές, ὅπως ἔχει καταντήσει νά
δέχεται ὁ τάχα
σοφός σύγχρονος παράλογος
ἄνθρωπος,
ἀρκεῖ να ἀρνηθῆ και να ἀµφισβητήση τή µία Ἀλήθεια καί
Πραγµατικότητα.
***
Ἕνα ἀπό τά
Δόγµατα-Πραγµατικότητες τῆς Ἐκκλησίας µας εἶναι ἡ Ἀειπαρθενία τῆς Παναγίας µας.
Ἡ Παναγία µας εἶναι πρό τοῦ Θείου Τοκετοῦ της Παρθένος, κατά
τόν Τοκετό της
Παρθένος και µετά τόν Τοκετό της Παρθένος. Αὐτό ὑµνεῖ ἡ Ἐκκλησία
µας, αὐτό ζεῖ στή Θεία Λατρεία, αὐτή εἶναι ἡ Ἀλήθεια, γιατί ἡ Ἀειπαρθενία τῆς Παναγίας µας εἶναι ἄρρηκτα συνδεδεµένη µε
τον Θεάνθρωπον Υἱόν
της καί, ὅποιος
ἀµφισβητεῖ το ἀειπάρθενον τῆς Θεοτόκου, αὐτός ἀµφισβητεῖ τήν Θεότητα τοῦ Χριστοῦ!
Ἄς προσπαθήσουµε, ταῖς πρεσβείαις και τῷ φωτισµῷ τῆς Θεοτόκου, νά
προσεγγίσουµε, κάπως, τό µυστήριο τῆς Ἀειπαρθενίας της.
Ἡ ἀνθρωπίνη φύσις τοῦ Χριστοῦ µᾶς δωρήθηκε ἀπό τον Οὐρανό, διά τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, τελεία, ἀναµάρτητη και ἄφθαρτη. Τήν πρώτη ἀπόδειξη αὐτῆς τῆς Ἀληθείας ἐλάβαµε ἀπό τόν Θεό µε τόν
τρόπο πού ἐτέχθη
ὁ
Χριστός. Ὁ
Κύριός µας ἐξῆλθε ἀπό τήν κοιλία τῆς Παναγίας µας ἐνῶ ἦταν κεκλεισµένη ἡ Παρθενική θύρα, την ὁποία και ἄφησε κεκλεισµένη και ἄθικτη, διότι ὁ Ἄφθαρτος δεν προκαλεῖ φθορά.
Αὐτό περισσῶς το ὁµολογεῖ ἡ Ἐκκλησία
µας: «Φυλάξας τά σήµαντρα σῷα Χριστέ, ἐξηγέρθηςτοῦ τάφου, ὁ τάς κλεῖς τῆς Παρθένου µη
ληµηνάµενος ἐν τῷ τόκῳ σου» (στ΄. ὠδή Κανόνος τοῦ Πάσχα).
Χαρακτηριστικά εἶναι ἀκόµη, το Ἰδιόµελον τῶν Αἴνων τῆς ἑορτῆς τῶν Χριστουγέννων˙ «Δεῦτε ἀνυµνήσωµεν τήν Μητέρα
τοῦ Σωτῆρος, τήν µετά τόκον
πάλιν ὀφθεῖσαν Παρθένον», καθώς ἐπίσης και ὁ Οἶκος τῆς 26ης Δεκεµβρίου: «Σύ
εἶ
καρπός µου (ὁµολογεῖ ἡ Ἀειπάρθενος), σύ εἶ ἡ ζωή µου. Ἀφ’ οὖ ἔγνων, ὅτι και ὃ ἤµην εἰµί, σύ µου Θεός˙ τήν
γάρ σφραγῖδα τῆς Παρθενίας µου ὁρῶσα ἀκατάλυτον, κηρύττω σε ἄτρεπτον Λόγον, σάρκα
γενόµενον. Οὐκ οἶδα σποράν, οἶδα σε λύτην τῆς φθορᾶς˙ ἁγνή γάρ εἰµι, σοῦ προελθόντος ἐξ ἐµοῦ˙ ὡς γάρ εὗρες, ἔλιπες µήτραν ἐµήν».
Ὁ Χριστός δεν ἔφθειρε τήν Παρθενία τῆς Θεοτόκου κατά τήν
Γέννησή Του, διότι ἦταν ἄφθαρτος. Ἀλλ’ οὔτε ἐµποδίσθηκε ἡ ἔξοδος τοῦ βρέφους Ἰησοῦ ἀπό τόν φυσικό φραγµό τῆς παρθενίας, ὅπως δεν ἐµποδίσθηκε µετά ἀπό τριάντα τρία χρόνια
ἡ ἔξοδός Του ἀπό το ἐσφραγισµένο µνῆµα κατά την Ἀνάστασή Του και ἡ ἐν συνεχεία εἴσοδός Του πρός τούς
Μαθητάς Του «τῶν θυρῶν κεκλεισµένων».
Ἡ ἴδια ἀνθρωπίνη φύσις τοῦ Χριστοῦ, πού ἐτέχθη ἀπό τήν Παναγία µας,
παρέµεινε καί µετά
την Ἀνάσταση
και Ἀνάληψή
Του. Με τις ἴδιες Ἰδιότητες: Τελεία, ἀναµάρτητη, «ὁµόθεος». Αὐτό φρονεῖ ἡ Ἐκκλησία µας ὅταν ψάλλη: «Κύριε, ἐσφραγισµένου τοῦ τάφου ὑπό τῶν παρανόµων, προῆλθες ἐκ τοῦ µνήµατος, καθώς ἐτέχθης ἐκ τῆς Θεοτόκου» (Ἀναστάσιµοι Αἶνοι, ἦχος πλ. Α΄ ).
Συνεπῶς, ἡ ἀειπαρθενία τῆς Παναγίας µας δεν ὀφείλεται στο ὅτι ἐκείνη εἶναι θεά, ὅπως την θεωροῦν ἐσφαλµένα οἱ Ρωµαιοκαθολικοί, ἀλλά στο ὅτι εἶναι Θεοτόκος και ὄχι µόνο ἀνθρωποτόκος. Ἐγέννησε Θεάνθρωπο και ὄχι «ψιλόν (δηλαδή ἁπλόν) ἄνθρωπον».
Ἄν ἡ Παναγία µας ἔτεκε ἁπλόν ἄνθρωπο, βεβαίως και θα
εἶχε ὑποστεῖ φθορά ἡ παρθενία της. Ἐπειδή, ὅµως, δεν ἐγέννησε «ἄνθρωπον ἀποθεωθέντα (=ἄνθρωπο πού µετά ἔγινε Θεός) ἀλλά Θεόν ἐνανθρωπήσαντα» (ἅγ. Ἰω. Δαµασκηνός), δηλαδή
«ἅµα
σάρξ, ἅµα
Θεοῦ
Λόγου σάρξ»
(=συγχρόνως σάρκα καί συγχρόνως Θεοῦ Λόγου σάρκα), γι’ αὐτό εἶναι βλασφηµία να δεχθοῦµε ὅτι προκάλεσε παρθενική
φθορά στήν Παναγία µας ὁ ἀναµάρτητος, ὁ ἄσπορος, ὁ ἄφθαρτος Κύριος καί
Θεός µας.
Οἱ αἱρετικοί Προτεστᾶντες –ἀπό τούς ὁποίους και ἔχει διαδοθεῖ ἡ ἄρνηση τῆς Ἀειπαρθενίας τῆς Θεοτόκου– ὑποβιβάζοντας και ὑποτιµῶντας τήν Παναγία µας (ἀφοῦ ἀρνοῦνται να δεχθοῦν τά ἀνεξίτηλα “σηµεῖα” τῆς Θείας Ἐνανθρωπήσεως, πού ἄφησε στο Πάντιµο Σῶµα της ὁ Υἱός της καί Θεός µας),
οὐσιαστικά
βλασφηµοῦν καί
ἀρνοῦνται τήν Θεότητα τοῦΧριστοῦ.
Ἔτσι ἐξηγεῖται ὁ εὐτελισµός τοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελίου ἀπό τούς Προτεστᾶντες και ὁ ὑποβιβασµός τοῦ Χριστοῦ ὄχι ἁπλῶς σε κοινόν ἄνθρωπο ἀλλά και σέ
διεστραµµένο ὁµοφυλόφιλο
ἄνθρωπο
(!), κατ’ εἰκόνα
τοῦ ὁποίου “χειροτονοῦν” καί τούς ποιµένες τους και καθοδηγοῦν τούς “πιστούς”
τους...
Πρωτοπρ. Βασίλειος Ἐ. Βολουδάκης
«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ»
Τεῦχος 36-38 ΙΟΥΛΙΟΣ- ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2005
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου