Γκοτσόπουλος Ἀναστάσιος
Πρωτοπρεσβύτερος
Ἀναμφισβήτητα
ἡ Θ. Λειτουργία τῶν Προηγιασμένων Τιμίων Δώρων διασώζει ἀρχαία
λειτουργικὴ πρακτικὴ[1], ἀλλὰ κυρίως τὸ ἀσκητικὸ ἦθος καὶ τὴν
πνευματικότητα τῆς Ὀρθοδόξου παραδόσεως μέχρι τὶς ἡμέρες μας. Ἡ περίοδος
τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς εἶναι ἡ κατ’ ἐξοχὴν πένθιμη περίοδος τῆς Ἐκκλησίας
μας. Τὸ πένθος δηλοῦται μὲ τὴν ἀπαγόρευση τελέσεως ἑορταστικῶν
ἐκδηλώσεων καὶ ἀκολουθιῶν[2], ἀλλὰ καὶ μὲ δύο πρακτικὲς ποὺ σχετίζονται
ἄμεσα μὲ τὸ ὑπὸ ἐξέταση θέμα: μὲ τὴν καθιέρωση αὐστηρότατης νηστείας καὶ
μὲ τὴν ἀπαγόρευση τελέσεως Θ. Λειτουργίας τὶς καθημερινὲς ἡμέρες τῆς Μ.
Τεσσαρακοστῆς.
1.
Ἡ νηστεία τῶν καθημερινών καθ’ ὅλη τὴ διάρκεια τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς,
προβλέπει πλήρη ἀσιτία μέχρι τὴν... ἐνάτη ὥρα (3:00 μμ) κατὰ τὴν ὁποία ὁ
Κύριος παρέδωσε ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ τὸ Πνεῦμα Του[3]. Οἱ κανονικὲς
διατάξεις ποὺ προβλέπουν τὴν νηστεία τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς εἶναι οἱ
κανόνες Αποστ-69 και Λαοδ-50[4], οἱ ὁποῖοι ἔχουν ἐπικυρωθεῖ ἀπὸ τον
Στ-2.
2.
Δὲν ἐπιτρέπεται ἡ προσφορὰ τῆς Ἀναιμάκτου Θυσίας με τὴν τέλεση πλήρους
Θ. Λειτουργίας κατὰ τὶς καθημερινές τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς[5], διότι ὁ
πανηγυρικὸς-ἀναστάσιμος χαρακτήρας τῆς Θ. Λειτουργίας δὲν συνάδει μὲ τὸ
πένθος τῆς περιόδου αὐτῆς[6]. Ὡστόσο, ἡ ἀπαγόρευση τελέσεως Θ.
Λειτουργίας κατὰ τὶς καθημερινές τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς προσέκρουε στὴν
ἀρχαία συνήθεια σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία οἱ πιστοὶ κοινωνοῦσαν πολὺ τακτικά,
τουλάχιστον τέσσερις φορὲς τὴν ἑβδομάδα[7].
Ἡ
ἀνάγκη αὐτὴ θεραπεύθηκε μὲ τὴν καθιέρωση τῆς ἀκολουθίας τῶν
Προηγιασμένων Τιμίων Δώρων, ἡ ὁποία, ἐπειδὴ «ἐπιτελεῖται …
συνεσκιασμένως καὶ πενθηρῶς»[8], μπορεῖ νὰ τελεῖται ὅλες τὶς καθημερινές
της Μ. Τεσσαρακοστῆς[9], ἀλλὰ τὶς δύο πλέον σεβάσμιες ἡμέρες (Τετάρτη
καὶ Παρασκευὴ) ἐπιβάλλεται ἡ τέλεσή της καὶ ἀπὸ τὶς σχετικὲς τυπικὲς
διατάξεις.
Ὁ
ἱστορικός Σωκράτης (4ος αἵ.) μᾶς διασώζει ἀρχαία παράδοση: «Ἐν
Ἀλεξανδρείᾳ, τῇ Τετράδι καὶ τῇ λεγομένη Παρασκευῇ Γραφαὶ τὲ
ἀναγινώσκονται, καὶ οἱ διδάσκαλοι ταύτας ἐρμηνεύουσι, πάντα τὲ τὰ τῆς
συνάξεως γίνεται, δίχα τῆς τῶν μυστηρίων τελετῆς. Και τοῦτον ἐστιν ἐν
Ἀλεξανδρείᾳ ἔθος ἀρχαῖον»[10].
Ἡ
Προηγιασμένη Θ. Λειτουργία ὀργανώθηκε λειτουργικὰ σὲ συνδυασμὸ μὲ τὴν
Ἀκολουθία τοῦ Ἑσπερινοῦ, στὸ τέλος τῆς ὁποίας παρατίθενται τὰ ἁγιασμένα
σὲ προηγούμενη Θ. Λειτουργία Τίμια Δῶρα γιὰ νὰ μεταλάβουν ἐξ αὐτῶν οἱ
πιστοί. Γιατί ὅμως ἡ Προηγιασμένη νὰ συνδεθεῖ μὲ τὴν Ἀκολουθία τοῦ
Ἑσπερινοῦ καὶ ὄχι τοῦ Ὄρθρου, ὥστε νὰ μποροῦν οἱ πιστοὶ νὰ κοινωνήσουν
τὸ πρωί, ὅπως γίνεται μὲ τὶς Θ. Λειτουργίες τῆς Κυριακῆς καὶ τοῦ
Σαββάτου;
Κατὰ
τὸν ἀείμνηστο Ἰω. Φουντούλη, προφανῶς τὰ Κυριακὰ λόγια ὄτι «οἱ υἱοὶ τοῦ
νυμφῶνος… ὅσον χρόνον ἔχουσιν τὸν νυμφίον μετ’ αὐτῶν οὐ δύνανται
νηστεύειν» (Μάρκ. 2, 19) εἶχαν καθοριστικὴ ἐπίδραση στὸ σημεῖο αὐτό: μὲ
τὴ Θ. Κοινωνία ὁ Νυμφίος συνδέεται μὲ τὴν ἀγαπώσα αὐτὸν ψυχὴ καὶ ἔτσι οἱ
«υἱοὶ τοῦ νυμφῶνος» δὲν μποροῦν πλέον νὰ συνεχίζουν νὰ νηστεύουν. Γι’
αὐτὸ ἡ Θ. Λειτουργία τελεῖται τὸ πρωὶ τῆς Κυριακῆς καὶ τοῦ Σαββάτου, ἐνῶ
τὶς καθημερινὲς ποὺ οἱ πιστοὶ πενθοῦν νηστεύοντας ὅλη τὴν ἡμέρα,
κοινωνοῦν μετὰ τὴν ἐνάτη ὥρα καὶ τὸν Ἑσπερινὸ καὶ στὴ συνέχεια λαμβάνουν
νηστίσιμη τροφὴ (ξηροφαγία). Δηλαδή, ἡ Θ. Κοινωνία στὴν Προηγιασμένη
προσδιορίστηκε χρονικὰ βάσει τῆς νηστείας τῆς «ἐνάτης» καὶ δὲν μπορεῖ
παρὰ νὰ εἶναι τὸ ἐπιστέγασμα τῆς ὁλοημέρου ἀσιτίας ἡ ὁποία καταλύεται μὲ
τὴν ξηροφαγία. Αὐτὸ ὑπονοεῖ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος λέγοντας «Ἰδού, τὴν
ἡμέραν ἄσιτοι διετελέσαμεν σήμερον ἅπασαν, καὶ τράπεζαν ἐν ἑσπέρᾳ
παραστησόμεθα οὒχ ὁμοίαν τῇ χθεσινῇ τραπέζῃ, ἀλλ’ ἐνηλλαγμένην καὶ
σεμνοτέραν»[11].
Σὺν
τῷ χρόνῳ, ὅμως, ἐπειδὴ οἱ πιστοὶ δὲν ἦταν σὲ θέση εἴτε νὰ
παρακολουθήσουν τὴ Προηγιασμένη τὸ ἀπόγευμα ἢ νὰ παραμείνουν τελείως
ἄσιτοι γιὰ νὰ κοινωνήσουν στὸ τέλος τοῦ Ἑσπερινοῦ, παρουσιάστηκε ἡ
ἀνάγκη προσφυγῆς στὴν ἐκκλησιαστικὴ οἰκονομία. Ἡ Ἐκκλησία ἐφαρμόζοντας
τὴν οἰκονομία ἐπέτρεψε τὴν τέλεση τῆς Προηγιασμένης τὸ πρωί, πρακτικὴ ἡ
ὁποία ἔχει πλέον καθιερωθεῖ[12]. Τὰ τελευταία χρόνια ὅμως παρατηρεῖται
μία προσπάθεια ἐπιστροφῆς στὴν ἀρχαία πράξη τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὴν τέλεση
τῆς Προηγιασμένης στὴν «ὥρα» της, δήλ. τὸ ἀπόγευμα, κατὰ τὸν Ἑσπερινό.
Ὅμως,
ἡ ἄμβλυνση τοῦ ἀσκητικοῦ φρονήματος, καὶ συνακόλουθά της νηστείας, μὲ
τὴν ἀπώλεια τῆς ξηροφαγίας τῆς «ἐνάτης» ὡς τοῦ κανόνος τῆς νηστείας τῆς
Μ. Τεσσαρακοστῆς, καὶ ἡ παράλληλη ἐπιστροφὴ στὴν ἀρχαία λειτουργικὴ
πράξη ἔθεσε τὸ ἐρώτημα: ποιὰ νηστεία πρέπει νὰ τηρήσει ὅποιος θέλει νὰ
κοινωνήσει σὲ ἀπογευματινὴ Προηγιασμένη;
Νομίζουμε
ὅτι σύμφωνα μὲ τὰ ἀνωτέρω ἡ ἀπάντηση εἶναι μία: ὁλοήμερη ἀσιτία μέχρι
τὴ Θ. Κοινωνία. Ἡ Προηγιασμένη γεννήθηκε καὶ διαμορφώθηκε μέσα σὲ αὐτὸ
τὸ πλαίσιο τῆς αὐστηρότητος τῆς νηστείας, καὶ δὲν εἶναι ἐπιτρεπτὸ νὰ
ἀποκοπεῖ ἀπὸ αὐτό. Ὁ Ἄγ. Συμεὼν Θεσσαλονίκης (15ος αἵ.) εἶναι σαφής: «Ἡ
προηγιασμένη Λειτουργία ἄνωθεν καὶ ἐκ τῶν διαδόχων τῶν Ἀποστόλων ἐστίν…
καὶ ἀληθῶς τῶν Ἀποστόλων εἶναι αὐτὴ πιστεύομεν, ἐξ ἀρχῆς γεγενημένην δὶ’
αὐτὴν τὴν νηστείαν. ὥστε πενθεῖν καὶ μὴ ἐορτάζειν ἠμᾶς ἐν ταῖς τοῦ
πένθους ἡμέραις… Καὶ περὶ μὲν τὴν ἐνάτην ὥραν ταύτην τελοῦμεν τὴν
τελετὴν (τὴν Προηγιασμένη), ἀποσώζοντες τόν ὄρον τῆς νηστείας, ἅπαξ πρὸς
τὴν ἑσπέραν ἐσθίειν τετυπωμένου»[13].
Ἐπιπλέον,
σύμφωνα μὲ τὴν κανονικὴ καὶ λοιπὴ ἐκκλησιαστικὴ παράδοση, ἡ νηστεία ποὺ
ἔχει καθιερώσει ἡ Ἐκκλησία μας γιὰ τὴ συμμετοχὴ στὴ Θ. Εὐχαριστία εἶναι
ἡ ἀφ’ ἐσπέρας τελεια ἀποχὴ ἀπὸ ὁτιδήποτε βρώσιμο καὶ πόσιμο[14].
Ἡ κανονικὴ παράδοση ἐπ’ αὐτοῦ εἶναι κατηγορηματική:
1.
Σύμφωνα μὲ τον Καρθ-47 (κατὰ τὸ Πηδάλιο -50) τὰ «ἅγια» προσφέρονται ἀπὸ
«νηστικῶν» ἀνθρώπων. Μάλιστα ὁ κανόνας μνημονεύει ἀπόφαση τῆς Α΄
Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἡ ὁποία ὅμως δὲν ἔχει διασωθεῖ[15].
2. Ιδιαίτερο ἐνδιαφέρον παρουσιάζει ὀ Καρθ-41 (κατὰ τὸ Πηδάλιο -48)[16]:
α. Στά «Ἅγια θυσιαστηρίου» μόνο «νηστικοὶ ἄνθρωποι» μποροῦν νὰ προσέλθουν.
β.
Ἡ ἐξαίρεση ποὺ προβλέπει ὁ κανόνας σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία τὴ Μ. Πέμπτη
«ἐν ῇ τὸ Κυριακὸν δεῖπνον ἐπιτελεῖται» μποροῦν νὰ προσέλθουν στὴ Θ.
Κοινωνία καὶ μὴ νηστικοὶ δὲν ἰσχύει μετὰ τὴν ρητὴ τροποποίησή του ἀπὸ
τον Στ-29. Ἡ Στ’ ἐν Τρούλῳ Οἰκουμενικὴ θεώρησε τὴ διάταξη αὐτὴ ὡς
προσωρινὴ οἰκονομία τῶν Πατέρων τῆς Καρχηδόνος, καὶ τὴν ἀκυρώνει
σημειώνοντας ἐπὶ λέξει: «Μηδενὸς οὒν ἡμᾶς ἐνάγοντος καταλιπεῖν τὴν
ἀκρίβειαν, ὁρίζομεν, ἀποστολικαῖς καὶ πατρικαῖς ἑπόμενοι παραδόσεσι, μὴ
δεῖν ἐν Τεσσαρακοστῇ τὴ ὑστέρᾳ ἐβδομάδι τὴν Πέμπτην λύει, καί ολην τὴν
Τεσσαρακοστὴν ἀτιμάζειν». Γιὰ τοὺς Πατέρες τῆς Στ΄ Οἰκουμενικῆς ἡ τήρηση
τῆς εὐχαριστιακῆς νηστείας-ἀσιτίας θεμελιώνεται σὲ «ἀποστολικὲς καὶ
πατερικὲς παραδόσεις», ἡ τυχὸν δὲ περιφρόνησή της, ἀκόμα καὶ τὴ Μ.
Πέμπτη, ὁδηγεῖ σὲ «ἀτίμωση» ὅλης τῆς Τεσσαρακοστῆς!
γ.
Εξαιρετικά ἐνδιαφέρουσα εἶναι ἡ τελευταία φράση του Καρθ-41 (κατὰ τὸ
Πηδάλιο -48): διασώζει τὴν ἀρχαία πράξη σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ἡ Ἐξόδιος
Ἀκολουθία, ἐτελεῖτο στὰ πλαίσια τῆς Θ. Λειτουργίας. Τί θὰ συνέβαινε ὅμως
ἂν ἔπρεπε νὰ τελεσθεῖ ἡ Ἐξόδιος τὸ ἀπόγευμα, ἐνῶ αὐτοὶ πού θὰ
ἱερουργοῦσαν εἶχαν ἤδη γευματίσει; Ἡ Ἐκκλησία, ἀσφαλῶς, ἀσκεῖ τὴν
οἰκονομία. Προσοχὴ ὅμως! Ὄχι πρὸς τὴν κατεύθυνση τῆς ἄρσεως τῆς πρὸ τῆς
Θ. Κοινωνίας νηστείας (ἀσιτίας), ἀλλὰ μὲ τὴν τέλεση μόνο τῆς Ἐξοδίου
Ἀκολουθίας ἄνευ Θ. Λειτουργίας («μόναις εὐχαῖς ἐκτελεσθῆ»)! Τόσο αὐστηρὴ
καὶ ἀνελαστικὴ ἦταν ἡ ἀρχαία Ἐκκλησία ὡς πρὸς τὸ ζήτημα ἀπόλυτης
νηστείας (ἀσιτίας) πρὸ τῆς Θ. Κοινωνίας. Δὲν ἀσκοῦσε τὴν οἰκονομία γιὰ
κατάλυση τῆς εὐχαριστιακῆς νηστείας οὔτε στὴν περίπτωση τῆς Ἐξοδίου
Ἀκολουθίας!
Ἡ
ἐκκλησιαστικὴ οἰκονομία ἐφαρμόζεται μόνο σὲ περίπτωση ἐπικειμένου
θανάτου σύμφωνα μὲ ρητὴ κανονικὴ διάταξη τοῦ Ἁγ. Νικηφόρου Ὁμολογητοῦ
(9ος αἵ.) «Δεῖ μεταδιδόναι τῆς θείας Κοινωνίας τῷ ἀσθενούντι ἀποθανεῖν
κινδυνεύοντι, καὶ μετὰ τὸ γεύσασθαι βρώσεως» (κανὼν Θ΄)[17], μὲ τὴν
ὁποία τροποποιεῖται ἡ σχετικὴ ἀπαγόρευση τοῦ Ἁγ. Ἀναστασίου τοῦ Σιναΐτου
(7ος αἵ.)[18].
Ὁ
σεβασμὸς πρὸς τὴν τήρηση τῆς πρὸ τῆς Θ. Κοινωνίας αὐστηρῆς νηστείας
(ἀσιτίας) εἶναι ἐμφανὴς ἀπὸ τὸν ἀπόλυτο καὶ κατηγορηματικὸ τρόπο μὲ τὸν
ὁποῖο ὁ Ἅγ. Ἰω. Χρυσόστομος ἀρνεῖται τὴ συκοφαντικὴ κατηγορία «ὅτι τινὰς
ἐκοινώνησε μετὰ τὸ φαγεῖν αὐτούς». Ἀναφέρει ὁ Ἅγιος: «Πολλὰ κατ’ ἐμοῦ
ἐσκευάσαντο, καὶ λέγουσιν, ὅτι τινὰς ἐκοινώνησα μετὰ τὸ φαγεῖν αὐτούς.
Καὶ εἰ μὲν τοῦτο ἐποίησα, ἑξαλειφθείη τὸ ὄνομά μου ἐκ τῆς βίβλου τῶν
ἐπισκόπων, καὶ μὴ γραφείη ἐν τῇ βίβλῳ τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, ὅτι ἰδοὺ
ἐὰν τοιοῦτον ἐγὼ ἔπραξα, καί ἀποβάλει με Χριστὸς ἐκ τῆς βασιλείας
αὐτοῦ»![19]
Ὁ
ἱερὸς Αὐγουστίνος ἀποδίδει τὴν αὐστηρότητα τῆς εὐχαριστιακῆς νηστείας
σὲ ἐντολὴ τοῦ Ἁγ. Πνεύματος[20], ἐνῶ ὁ ἱστορικὸς Σωκράτης (4ος αἱ.)
χαρακτηρίζει «οὒχ ὡς ἔθος χριστιανῶν» τὴν τέλεση Θ. Εὐχαριστίας χωρὶς νὰ
ἔχει προηγηθεῖ ὁλοήμερη νηστεία[21].
Ἔτσι,
ὁ Ἅγ. Νικόδημος Ἁγιορείτης συγκεφαλαιώνοντας τὴν ἐκκλησιαστικὴ παράδοση
σημειώνει: «Ὅθεν καὶ οἱ θέλοντες μεταλαβεῖν, ἕως πρὸ τοῦ μεσονυκτίου
ἔχουν τὴν ἄδειαν νὰ πίνουν νερὸ καὶ μετὰ ταῦτα πρέπει νὰ μὴν βάλουν
τίποτε εἰς τὸ στόμα, ἕως οὐ μεταλάβουν»[22].
Συμπερασματικά:
1.
Ἡ Προηγιασμένη Θ. Λειτουργία εἶναι θαυμάσια εὐκαιρία γιὰ νὰ κατανοήσουν
οἱ πιστοί μας ὅτι ἡ Θ. Κοινωνία δὲν προσφέρεται ὡς βραβεῖο ἢ ἔπαθλο σὲ
ὑποτιθέμενους νικητές, ἀλλὰ μόνο ὡς «φάρμακο» σὲ ὅσους προσπαθοῦν νὰ
θεραπευθοῦν ἀπὸ τὶς ἀρρώστιες-πάθη, καὶ ὡς «βιταμίνη» σὲ ὅσους
ἀγωνίζονται στὸν δύσκολο πνευματικὸ ἀγώνα.
2.
Ἡ ἐκκλησιαστική μας παράδοση μπορεῖ καὶ ἀξιοποιεῖ καὶ τὴν ἀκρίβεια καὶ
τὴν οἰκονομία στὴν περίπτωση τῆς Προηγιασμένης κρατώντας ὅμως τὴν οὐσία
της, ποὺ εἶναι ὁ κατὰ δύναμιν πνευματικὸς ἀγώνας γιὰ τὴ μετοχή μας στὸ
Σῶμα τοῦ Χριστοῦ: γιὰ ὅσους μποροῦν νὰ ἀγωνιστοῦν ἔντονα προσφέρει τὸ
«φάρμακο ἀθανασίας» στην κατᾶ λειτουργικὴ ἀκρίβεια τελουμένη
(ἀπογευματινὴ) Προηγιασμένη. Γιὰ ὅσους δὲν μποροῦν νὰ ἀντέξουν «τὸν
καύσωνα τῆς ἡμέρας» μὲ τὴν ἀπόλυτη ὁλοήμερη ἀσιτία προσφέρει τὸ ἴδιο
«φάρμακο ἀθανασίας» στην κατά λειτουργικὴ οἰκονομία τελουμένη (πρωινὴ)
Προηγιασμένη.
Καὶ στὶς δύο περιπτώσεις εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός. Αὐτὸ θὰ πρέπει νὰ γίνει ἀπολύτως σαφὲς ἀπὸ τοὺς πιστούς μας.
Ἡ
ἐπιμονὴ πιστοῦ νὰ κοινωνήσει σὲ ἀπογευματινὴ Προηγιασμένη ἐνῶ ἔχει
πάρει τὸ πρωινό του καὶ ἡ ταυτόχρονη ἀναιτιολόγητη οὐσιαστικὰ ἄρνησή του
νὰ κοινωνήσει τὸ πρωὶ ποὺ προτείνει ὁ πνευματικός, σύμφωνα μὲ τὴν
παράδοση τῶν Ἁγίων μας, καταδεικνύει σοβαρὸ πνευματικὸ πρόβλημα. Τὸ
πρόβλημα θὰ ἐνταθεῖ ἂν ὁ πνευματικὸς ἐνδώσει στὴν ἐπιμονὴ τοῦ πιστοῦ καὶ
τοῦ παρασχει τὴν «εὐλογία»… Ἔτσι ὑπάρχει ὁ κίνδυνος σιγὰ-σιγὰ αὐτὸς ὁ
πιστὸς νὰ ἀξιολογεῖ ὡς μείζον ὄχι τὸ γεγονὸς τῆς παρουσίας τοῦ ἴδιου του
Χριστοῦ στὴ Θ. Κοινωνία, ἀλλὰ τὸ “περιβάλλον” στὸ ὁποῖο ὁ Κύριος
προσφέρεται. Θὰ περιφρονήσει ἔτσι ὁ πιστός μας τὸ πολύτιμο Δῶρο καθ’
ἑαυτὸ ἐπιζητώντας πρωτίστως τὸ περιτύλιγμά Του…
Ἔτσι,
μὲ τὴν ψευδαίσθηση ὅτι ἐπιστρέφουμε δῆθεν στὴν παράδοση, μετατρέπουμε
τὴν οἰκονομία σέ… παραοικονομία μὲ οὐσιαστικὴ ἀλλοίωση τοῦ φρονήματος
τῶν πιστῶν.
3.
Η ἐπιθυμία τῶν πιστῶν γιὰ μετοχὴ στὸ Ποτήριο τῆς Ζωῆς, ὅπως τὸ ζοῦσε ἡ
ἀρχαία Ἐκκλησία σὲ ἀπογευματινὴ Προηγιασμένη, εἶναι μοναδικὴ ποιμαντικὴ
εὐκαιρία νὰ συνδυαστεῖ μὲ τὴν προσπάθεια ἐπιστροφῆς-μύησης στὸ ἀσκητικὸ
φρόνημα τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας: ἡ εὐχαριστιακὴ νηστεία, ποὺ ἀσφαλῶς δὲν
σημαίνει μόνο ἀσιτία, ἀλλὰ και σιωπή, φυλακὴ τῶν αἰσθήσεων καὶ
περισυλλογὴ τοῦ νοῦ ὅλη τὴν ἡμέρα, ὡς ἀναμονὴ γιὰ τὴ μετοχὴ στὸ Ποτήριο
τῆς Ζωῆς καὶ κατ’ ἐπέκταση συμμετοχῆς στὸν πνευματικὸ ἀγώνα τῆς Μ.
Τεσσαρακοστῆς.
4.
Εμείς ὡς λειτουργοί, συμμεριζόμενοι τὴ δυσκολία τῆς εὐχαριστιακῆς
νηστείας, ὀφείλουμε νὰ τηροῦμε ἐπακριβῶς τὴ λειτουργικὴ ἀκρίβεια
διευκολύνοντας τοὺς πιστούς μας: ἡ Προηγιασμένη νὰ τελεῖται ἀμέσως μετὰ
τὴν «ἐνάτη», στὶς 3:00 μμ, καὶ ὄχι ἀργὰ τὸ ἀπόγευμα ἢ τὸ βράδυ, ὅποτε ἡ
δυσκολία τῆς ἀσιτίας ἐξελίσσεται πολὺ ἔντονα γιὰ τοὺς νηστεύοντες.
Συμπερασματικά,
«ἀποστολικαῖς καὶ πατρικαῖς ἑπόμενοι παραδόσεσι» (Στ-29) δὲν μποροῦμε
παρὰ νὰ τηροῦμε μὲ σεβασμὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ παράδοση στὸ ζήτημα τῆς
εὐχαριστιακῆς νηστείας στὴν Θ. Λειτουργία των Προηγιασμένων Δώρων
καλλιεργώντας στοὺς πιστούς μας τὸ ἀσκητικὸ φρόνημα τῆς παραδόσεώς μας.
Μόνο τότε θὰ ἔχουμε ἀληθῆ ἐπιστροφὴ στὴν παράδοση τῶν Ἁγίων μας.
___________________________________
1
Ἀναλυτικότερα Ι. Φουντούλη, Λειτουργία Προηγιασμένων Δώρων [Κείμενα
Λειτουργικῆς, 8], Θεσσαλονίκη 19782, Π. Σκαλτσή, «Ἀρχαϊκὰ στοιχεῖα στὴ
Θεία Λειτουργία τῶν Προηγιασμένων Δώρων», στο Λειτουργικὲς Μελέτες ΙΙ,
ἔκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2006, σ. 226-236.
2 Λαοδ-52: «Ὅτι οὐ δεῖ ἐν τῇ Τεσσαρακοστῇ γάμους ἢ γενέθλια ἐπιτελεῖν».
3
Ὁ Ἅγ. Συμεὼν Θεσσαλονίκης συνδέει τὸν ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ θάνατο τοῦ Κυρίου
κατὰ τὴν ἐνάτη ὥρα μὲ τὴν κατὰ τοῦ Ἀδὰμ ἐξενεχθεῖσα ἀπόφαση : «Τέθνηκεν
ὁ Σωτὴρ ἐν τῇ ἐνάτῃ ὥρᾳ, ὄτε καὶ ἐν τῷ δειλινῷ ὀφθεῖς αὐτὸς ἐν τῷ
παραδείσῳ, κατὰ τοῦ Ἀδὰμ ἐξήνεγκε τὴν τοῦ θανάτου ἀπόφασιν … καὶ νεκρὸς
Ἀδὰμ γέγονεν» (PG 155, 900Β).
4
Αποστ-69: «Εἰ τὶς ἐπίσκοπος, ἢ πρεσβύτερος, ἢ διάκονος, ἢ ὑποδιάκονος, ἢ
ἀναγνώστης, ἢ ψάλτης, τὴν ἁγίαν Τεσσαρακοστήν τοῦ Πάσχα οὐ νηστεύει, ἢ
Τετράδα, ἢ Παρασκευήν, καθαιρείσθω, ἐκτὸς εἰ μὴ δὶ ἀσθένειαν σωματικὴν
ἐμποδίζοιτο· εἰ δὲ λαϊκὸς εἴη, ἀφοριζέσθω».
Λαοδ-50:
«Ὅτι οὐ δεῖ ἐν τῇ Τεσσαρακοστῇ τῇ ὑστέρᾳ ἐβδομάδι τὴν Πέμπτην λύειν,
καὶ ὅλην τὴν Τεσσαρακοστὴν ἀτιμάζειν· ἀλλὰ δεῖ πάσαν τὴν Τεσσαρακοστὴν
νηστεύειν ξηροφαγούντας».
5
Λαοδ-49: Ὅτι οὐ δεῖ ἐν τῇ Τεσσαρακοστῇ ἄρτον προσφέρειν, εἰ μὴ ἐν
Σαββάτῳ καὶ Κυριακῇ μόνον», βλ. σχόλια Ζωναρὰ καὶ Βαλσαμῶνος στὸν Στ-52,
στὸ Γ. Ράλλη-Μ.Ποτλή, Σύνταγμα τῶν θείων καὶ ἱερῶν κανόνων, ἔκδ. Β.
Ρηγόπουλου, Θεσσαλονίκη 2002, τ. Β΄, σ. 427-428.
6
Ἡ βασικὴ αὐτὴ λειτουργικὴ ἀρχὴ συμπαρασύρει καὶ τὶς μνῆμες τῶν
ἑορταζομένων ἁγίων, οἱ ὁποῖες δὲν ἐπιτρέπεται νὰ τελοῦνται τὶς
καθημερινές τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς, σύμφωνα μὲ τον Λαοδ-51 («Ὅτι οὐ δεῖ ἐν
τῇ Τεσσαρακοστῇ μαρτύρων γενέθλια ἐπιτελεῖν, ἀλλὰ τῶν ἁγίων μαρτύρων
μνήμας ποιεῖν ἐν τοῖς Σαββάτοις καὶ ταῖς Κυριακαῖς»). Στὴν λειτουργικὴ
αὐτὴ ἀρχὴ ὀφείλεται ἡ καθιέρωση τῆς Κυριακῆς της Σταυροπροσκυνήσεως
(ἑορτὴ ἀρχικά τῆς εὑρέσεως τοῦ Τ. Σταυροῦ ὑπὸ τῆς Ἁγ. Ἑλένης (6
Μαρτίου), τῶν Κυριακῶν πρὸς τιμὴν τοῦ Ἄγ. Ἰωάννου τῆς Κλίμακος καὶ τῆς
Ἁγ. Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας (Δ΄ καὶ Ἐ΄ Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν).
7
Μ. Βασιλείου, ἐπιστολὴ 93, πρὸς Καισαρίαν πατρικίαν: «Καὶ τὸ κοινωνεῖν
καθ’ ἑκάστην ἡμέραν, καὶ μεταλαμβάνειν τοῦ ἁγίου σώματος καὶ αἵματος τοῦ
Χριστοῦ, καλὸν καὶ ἐπωφελὲς … ἡμεῖς μέντοιγε τέταρτον καθ’ ἑκάστην
ἑβδομάδα κοινωνοῦμεν, ἐν τῇ Κυριακῇ, ἐν τῇ Τετράδι, καὶ ἐν τῇ Παρασκευῇ,
καὶ τῷ Σαββάτῳ, καὶ ἐν ταῖς ἄλλαις ἡμέραις, ἐὰν ἡ μνήμη ἁγίου τινὸς»
(PG 32, 484B).
8 Θεοδώρου Στουδίτου, Ἑρμηνεία τῆς Θ. Λειτουργίας τῶν Προηγιασμένων, PG 99, 1687.
9
Στ-52 : «Ἐν πάσαις ταῖς τῆς ἁγίας Τεσσαρακοστῆς τῶν νηστειῶν ἡμέραις,
παρεκτὸς Σαββάτου, καὶ Κυριακῆς, καὶ τῆς ἁγίας τοῦ Εὐαγγελισμοῦ ἡμέρας,
γινέσθω ἡ τῶν προηγιασμένων ἱερὰ λειτουργία».
Σύμφωνα
δὲ μὲ τὸν Ἄγ. Συμεὼν Θεσσαλονίκης: «Ἐπεῖ γὰρ ἀναγκαιοτάτη πρὸ παντὸς ἡ
φρικτοτάτη καὶ ἱερὰ τελετή, καὶ τοῦ κόσμου παντὸς σωτήριον, οὐκ ἔδοξεν
δίκαιον εἶναι καθόλου πεπαῦσθαι ταύτην οὐδὲ κατ’ αὐτὴν τὴν μεγάλην
ὀνομαζομένην καὶ οὖσαν Τεσσαρακοστήν. Διὸ καὶ ἐν αὐτῇ κατὰ Σάββατον μὲν
οἱ Πατέρες διετυπώσαντο καὶ Κυριακήν, τὴν ἱερὰν ἐπιτελεῖν ἠμᾶς θυσίαν,
ἐκπληροῦντες τὸ τοῦ Κυρίου παράγγελμα… Ἐν ταῖς πέντε δὲ ἡμέραις
λειτουργεῖν προηγιασμένα, καὶ οὐδ’ ἐν ἄλλῃ τινι ἡμέρᾳ τὴν ἀναίμακτον καὶ
ζωόθυτον θυσίαν τελεῖσθαι οὐ νενομοθετήκασι» (PG 155, 904B).
10 Σωκράτους, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, βιβλ. E΄, κέφ. κβ΄, PG 67, 636AB.
11 Ἄγ. Ἰω. Χρυσοστόμου, εἰς Ἀδριάντας, λόγος δ΄, PG 49, 68Α.
12 Ι. Φουντούλη, Ἀπαντήσεις εἰς Λειτουργικᾶς ἀπορίας, τ. Β΄, ἔκδ. Ἀποστολικὴ Διακονία, 19944, σ. 120-124.
13 Ἄγ. Συμεὼν Θεσσαλονίκης, πρὸς τὸν Πενταπόλεως Γαβριήλ, ἀπάντηση νέ΄, PG 155, 904Α.
14
Ι. Φουντούλη, Λειτουργία Προηγιασμένων Δώρων [Κείμενα Λειτουργικῆς, 8],
Θεσσαλονίκη 19782, σ. 6, τοῦ ἰδίου, «Εὐχαριστιακὴ νηστεία», στο
Λειτουργικὰ Θέματα, τ. Γ΄, Θεσσαλονίκη 1977, σ. 78, Π. Σκαλτσή, ο.π., σ.
230.
15
«Περὶ τῆς πίστεως γὰρ τοῦ ἐν Νίκαια τρακτάτου ἠκούσαμεν· ἀληθές ἐστι
περὶ τῶν γινομένων μετὰ τὸ ἄριστον ἁγίων, ἴνα ἀπὸ νηστικῶν, ὡς ἐστὶν
ἄξιον, προσφέρωνται, καὶ τότε ἐβεβαιώθη». Βλ. σχόλια τῶν βυζαντινῶν
κανονολόγων Ζωναρᾶ, Βαλσαμῶνος, Ἀριστηνοῦ, στὸ Γ. Ράλλη-Μ.Ποτλή,
Σύνταγμα τῶν θείων καὶ ἱερῶν κανόνων, ἔκδ. Β. Ρηγόπουλου, Θεσσαλονίκη
2002, τ. Γ΄, σ. 417-418.
16
Καρθ-41 (κατὰ τὸ Πηδάλιο -48): «Ὥστε ἅγια θυσιαστηρίου, εἰ μὴ ἀπὸ
νηστικῶν ἀνθρώπων, μὴ ἐπιτελεῖσθαι, ἐξηρημένης μιᾶς ἐτησίας ἡμέρας, ἐν ᾗ
τὸ Κυριακὸν δεῖπνον ἐπιτελεῖται. Ἐὰν δὲ τινῶν κατὰ τὸν δειλινὸν καιρὸν
τελευτησάντων εἴτε ἐπισκόπων, εἴτε τῶν λοιπῶν, παράθεσις γένηται, μόναις
εὐχαῖς ἐκτελεσθῆ, ἐὰν οἱ ταύτην ποιοῦντες ἀριστήσαντες εὐρεθῶσι».
17
Σχετικὸς εἶναι καὶ ὀ Α-13: «Περὶ δὲ τῶν ἐξοδευόντων, ὁ παλαιὸς καὶ
κανονικὸς νόμος φυλαχθήσεται καὶ νῦν, ὥστε, εἰ τὶς ἐξοδεῦοι, τοῦ
τελευταίου καὶ ἀναγκαιοτάτου ἐφοδίου μὴ ἀποστερεῖσθαι».
18
«Περὶ δὲ τῶν νεκρῶν, εἰ ἔξεστι τοῦ βίου τοῦτον ἐξερχόμενον κοινωνεῖν;
καὶ εἰ μὲν εὑρέθη νῆστις, κοινωνίας ἀξιούσθω . εἰ δὲ μηγε, ἐαθήτω
ἀκοινώνητος», Ἄγ. Ἀναστασίου Σιναΐτου, στὸ J.B.Pitra, Juris
Ecclesiastici Graecorum Historia et Monumenta II, Romae, 1868, σ. 278.
19 Ἄγ. Ἰω. Χρυσοστόμου, Πρὸς Κυριακὸν Ἐπίσκοπον ἐν ἐξορία ὄντα καὶ αὐτόν, PG 52, 683.
20 S. Augustini Episcopi, Epistula 54, Ἱ, 8, PL 33, 203.
21 Σωκράτους, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, βιβλ. E΄, κέφ. κβ΄, PG 67, 636AB.
22 Πηδάλιον, ἔκδ. Β. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 1991, σ. 245.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου